Ὁμιλία πού ἐκφωνήθηκε στό Ἰατρικό Συμπόσιο

Ὁμιλία πού ἐκφωνήθηκε στό Ἰατρικό Συμπόσιο πού πραγματοποιηθήκε στό Γενικό Νοσοκομεῖο Σερρῶν στίς 17 Μαρτίου 2010 μέ θέμα τήν μεταμόσχευση ἥπατος.

Διακεκριμένοι ἐκπρόσωποι τῶν ἀρχῶν τῆς πόλεως,
Ἐλλογιμώτατοι κ. Καθηγητές,
Ἀγαπητοί λειτουργοί τῆς ἱατρικῆς ἐπιστήμης,

Ἀγαπητοί κ. Σύνεδροι,

Μέ ἰδιαίτερη χαρά χαιρετίζουμε τό παρόν Ἰατρικό Συμπόσιον μέ θέμα «Μεταμόσχευση ἥπατος, ἀπό τό μῦθο στήν πραγματικότητα», τό ὁποῖον διοργανώνεται ἀπό τήν Γαστρεντερολογική Κλινική τοῦ Γενικοῦ Νοσοκομείου Σερρῶν καί εὐχόμεθα ἀπό καρδίας κάθε ἐπιτυχία καί τήν ἐξ ὕψους εὐλογίαν στούς τε διοργανωτές, ἰδιαιτέρως δέ στόν κ. Φραντζῆ Χατζηχρῆστο, Διευθυντή τῆς Γαστρεντερολογικῆς Κλινικῆς, ὁ ὁποῖος φιλοτίμως ἀνέλαβε τήν εὐθύνη τῆς ἐπιτυχούς διοργανώσεως τοῦ ἐν λόγῳ συμποσίου, καί στούς ἐκλεκτούς συ­νέδρους, τούς ὁποίους ἐγκαρδίως καλωσορίζουμε στήν πόλη μας.

Πρίν εἰσέλθω στήν ἀνάπτυξη τοῦ θέματος πού εἴχατε τήν καλωσύνη νά προτείνετε στήν ἐλαχιστότητά μου, καί πού ἀφορᾶ στήν θέση τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν μεταμοσχεύσεων, ἐπιθυμῶ ἐκ προοιμίου ἀφοῦ σᾶς εὐχαριστήσω, ἀκολούθως νά σᾶς διαβεβαιώσω περί τῆς ἀγάπης καί τῆς τιμῆς, μετά τῶν ὁποίων ἡ Ἐκκλησία σᾶς περιβάλλει, καθώς καί περί τῶν προσευχῶν μέ τίς ὁποίες σᾶς συνοδεύουμε στήν ἄσκηση τοῦ ἱεροῦ λειτουργήματός σας.

Ὁ φιλάνθρωπος Θεός ἔδωσε τήν ἐπιστήμη καί τήν σοφία, στούς λειτουργούς τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης γιά τήν ἀνακούφιση τοῦ ἀνθρωπίνου πόνου. «Ἐδόθη σοφία καί ἐπιστήμη ἐν αὐτοῖς συνιέναι ποιεῖν πάντα τά ἔργα» (Ἔξοδος, 36,1) καί «Τίμα ἰατρόν πρός τάς χρείας αὐτοῦ καί γάρ αὐτόν ἔκτισεν ὁ Κύριος» (Σοφ. Σειράχ, 38,1) λέγει τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν Ἁγία Γραφή. Τά ἐλπιδοφόρα ἐπιτεύγματα τῆς ἱατρικῆς ἐπιστήμης παρηγοροῦν τόν ἄνθρωπο στήν ἀντιμετώπιση τῆς νόσου, πού ὡς γεγονός ἀποτελεῖ μεταπτωτικό φαινόμενο. Ὡστόσο ὀφείλουμε νά διαχειριζόμεθα τήν ὑγεία μας μέ σύνεση, σεβασμό καί σοφία ὡς δῶρο πολύτιμο τοῦ Θεοῦ καί νά προστατεύουμε τήν ὕπαρξή μας ἀλλά καί τό περιβάλλον μέσα στό ὁποῖο ζοῦμε ἀπό καταχρήσεις καί ὑπερβολές.

Ἀλλ’ ἄς εἰσέλθουμε τώρα στήν διαπραγματεύση τοῦ θέματός μας.

Οἱ μεταμοσχεύσεις βιολογικῶν οὐσιῶν ὡς π.χ. τό αἷμα καί τά παράγωγά του καί κυρίως ὀργάνων ἀνθρώπινης προέλευσης εἶναι ἀσφαλῶς ἀπό τά μεγαλύτερα ἐπιτεύγματα στήν ἱστορία τῆς Ἰατρικῆς. Χιλιάδες ἄνθρωποι ἔχουν ξαναδῆ τό φῶς μετά ἀπό μεταμόσχευση κερατοειδοῦς χιτῶνος καί πολλοί ἄλλοι ἔχουν ἀποφύγει τό θάνατο χάρις στή μεταμόσχευση νεφρῶν ἤ καί ἤπατος. Παράλληλα ἔχει σημειωθῆ σημαντική πρόοδος καί στή μεταμόσχευση καρδιᾶς, ἐνῶ γίνονται σοβαρές προσπάθειες γιά τήν ἐπέκταση τῆς μεθόδου αὐτῆς καί σέ ἄλλα ὄργανα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἡ μεγάλη ὅμως πρόοδος πού ἔχει σημειωθῆ στόν τομέα αὐτόν τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης καί ἡ ἀκόμη μεγαλύτερη πού ἀναμένεται σύν Θεῷ νά σημειωθῆ στό μέλλον, ἐπιβάλλουν τήν ἀπό πάσης πλευρᾶς ὁριοθέτηση τῆς διαδικασίας, ὥστε νά ἀποτραποῦν καταχρήσεις της καί νά παραμείνει, μία εὐεργετική γιά τόν ἄνθρωπο ἐξέλιξη. Τό θέμα, ἐκτός ἀπό τήν ἰατρική καί νομική του ὄψη, ἔχει ἀσφαλῶς καί τήν ἠθική του διάσταση, γι’ αὐτό καί ἐπιχειροῦμε μιά θεώρηση του ἀπό αὐτή τήν τελευταία, μέ βάση πάντοτε τή χριστιανική τοῦ Εὐαγγελίου διδασκαλία.

Ὁμιλῶ σέ εἰδικούς ἐπιστήμονες, γι’ αὐτό καί δέν χρειάζεται, νά ἀναφερθῶ ἐν ἐκτάσει στίς πειραματικές ἀρχικά, καί ὕστερα ἀπό τήν ἐπιτυχία τους, καθιερωμένες πιά σέ μεγάλο βαθμό ἀντικαταστάσεις ἀνθρώπινων ὀργάνων πού πάσχουν, μέ ἄλλα πού εἶναι ὑγιῆ, οὔτε στίς ὠφέλειες πού προσδοκῶνται ἀπό τήν τελειοποίηση τῶν μεθόδων πού σήμερα χρησιμοποιοῦνται. Εἶναι φυσικό πώς ἄν ἀντιμετωπισθοῦν ἡ ἄγνοια καί ἡ προκατάληψη τῶν πολλῶν πάνω στό θέμα καί ἐνθαρρυνθοῦν κατάλληλα οἱ ὑποψήφιοι δότες, οἱ μεταμοσχεύσεις θά λύσουν μιά σειρά ἀπό περίπλοκα προβλήματα καί θά χαρίσουν σέ «καταδικασμένους» ἀνθρώπους τή χαρά τῆς ζωῆς. Ὡστόσο δέν λείπουν καί ἐκεῖνοι πού στέκονται ἀρνητικά ἤ καί μέ ἰσχυρές ἐπιφυλάξεις ἐμπρός στίς μεταμοσχεύσεις, γεγονός πού δείχνει ὅτι δέν ἔχει ἴσως ἐξαντληθῆ ὁ προβληματισμός πού συνδέεται μέ τίς ὅποιες διαστάσεις τοῦ ζητήματος. Καί ἱκανός τέτοιος προβληματισμός συνδέεται μέ τήν ἠθική καί θρησκευτική πλευρά του.

Πρέπει ἀπό τήν ἀρχή νά τονίσουμε ὅτι ἡ χριστιανική ἠθική δέν προσφέρει ἕναν σαφῶς ὀριζόμενο κώδικα ἠθικῆς, πολύ δε περισσότερο ἕναν κώδικα ἰατρικῆς δεοντολογίας, προσφέρει ὅμως ἠθικά κριτήρια ἀξιολόγησηςτῶν πράξεων τοῦ ἀνθρώπου. Σέ σχέση μέ τίς μεταμοσχεύσεις δύο εἶναι τά θεμελιώδη ἠθικά κριτήρια πού χαράζουν τήν πορεία πλεύσεώς μας. Τό ἕνα εἶναι ἡ ἀνεπανάληπτη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει μοναδική ἀξία, καί τό δεύτερο εἶναι ἡ χωρίς ὅρους καί ὅρια ἀγάπη πρός τόν πλησίον, πού φθάνει μέχρι καί τῆς ἀγάπης αὐτοῦ τοῦ ἐχθροῦ. Ἡ ἀγάπη βέβαια αὐτή δέν εἶναι ἕνας κοινωνικός ἀλτρουϊσμός, ἀλλά ἐκπορεύεται καί ἐμπνέεται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, πού ἔφθασε στό σημεῖο νά στείλει στή γῆ τόν Υἱό του γιά νά θυσιασθῆ ὑπέρ τῶν φίλων του. «Μείζονα ταύτης ἀγάπης οὐδείς ἔχει ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ».

Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι παλαιότερα ὁρισμένοι θεολόγοι ἀντιμετώπισαν τό θέμα τῶν μεταμοσχεύσεων μέ κάποια ἐπιφύλαξη στηριζόμενοι μόνο στήν πρώτη ἀρχή, στό πρῶτο κριτήριο. Γι’ αὐτό καί ἀντιμετώπιζαν τήν μεταμόσχευση τουλάχιστον στίς περιπτώσεις ζωντανῶν δοτῶν σάν αὐτοακρωτηριασμό, πρᾶγμα πού φαινόταν νά ἀντίκειται στήν ἠθική. Σ’ αὐτή τήν προσέγγιση ἐπίστευαν ὅτι τούς διευκόλυναν οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως οἱ ΚΑ, ΚΓ καί ΚΔ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων πού τιμωροῦν μέ ἀφορισμό τόν λαϊκό πού αὐτοακρωτηριάζεται, τόν ἐμποδίζουν δέ ἀπό τοῦ νά γίνει κληρικός, καί ἄν εἶναι κληρικός τόν τιμωροῦν μέ καθαίρεση. Δικαιολογῶντας οἱ Κανόνες τίς αὐστηρές κυρώσεις ὑπογραμμίζουν: «Αὐτοφονευτής γάρ ἐστιν ἑαυτοῦ καί τῆς τοῦ Θεοῦ δημιουργίας ἐχθρός». Τά ἴδια περίπου προβλέπουν καί ἄλλοι Ἱεροί Κανόνες, ὅπως ὁ Λ’ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς καί ὁ Η’ τῆς Πρωτοδευτέρας. Ἡ ἑρμηνεία τους ὅμως ἦταν ὑποκειμενική καί σαφῶς μονομερής.

Ἀπό τήν ὀρθή ὅμως ἑρμηνεία τῶν Κανόνων αὐτῶν συμπεραίνουμε ὅτι ὁ ἀκρωτηριασμός γιά τόν ὁποῖο γίνεται λόγος παραπάνω εἶναι ὁ εὐνουχισμός πού ὡρισμένοι ζηλωτές χριστιανοί τῶν πρώτων αἰώνων ἐπιχειροῦσαν σάν μέσο γιά κατάκτηση τῆς ἠθικῆς καθαρότητος καί τελειότητος. Ἡ Ἐκκλησία, καί ὀρθῶς, ἀντιτάχθηκε μέ σφοδρότητα στήν ἐσφαλμένη αὐτή ἀντίληψη πού συνιστοῦσε οὐσιαστικά ἀναίρεση τῆς δημιουργίας καί τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, τήν ἐθεώρησε δέ βαρειά κάκωση τοῦ σώματος, πού εἶναι ναός τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀξίζει δέ νά σημειωθῆ ὅτι οἱ Ἱεροί Κανόνες πού ἀναφέραμε, ἐνῶ τιμωροῦν τόν ἀκρωτηριασμό αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ἀφήνουν ἀτιμώρητη τήν ἴδια πράξη ὅταν αὐτή γίνεται γιά λόγους ὑγείας ἤ μέ χρήση βίας χωρίς τή θέληση τοῦ παθόντος. Σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ ἑρμηνευτής Ζωναρᾶς στόν Η’ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου: «Εἰ δέ τις περιπέση νοσήματι, ἐξ οὗ βιάζεται ἐκμηθῆναι, τότε ἀφίησιν αὐτόν καί οὔτε τούς χειρουργοῦντας, οὔτε τούς ἐπιτάσσοντας κολάζει. Οὐ γάρ ὕβρις τοῦ πλάστου τοῦτό ἐστιν, οὐ μήν ἐπιβουλή τοῦ πλάσματος, ἀλλά νόσου θεραπεία».

Ἀπό τήν ἑρμηνεία αὐτή προκύπτουν οἱ ἑξῆς σκέψεις: Κατ’ ἀρχήν ἡ Ἐκκλησία ἀντιτάσσεται σέ κάθε περίπτωση αὐτοακρωτηριασμοῦ πού ἐνέχει στοιχεῖον ὕβρεως πρός τόν Δημιουργό καί πρόερχεται ἀπό λόγους κακῶς νοουμένου ἀσκητισμοῦ. Διασταλτική ἑρμηνεία τῆς ἀπαγορεύσεως δέν εὐσταθεῖ καί εἶναι προφανής ὁ λόγος. Οἱ κυρώσεις δέν μποροῦν νά ἐφαρμοσθοῦν ἀνάλογα γιά ἄλλες περιπτώσεις. Ὁ λόγος τῆς αὐστηρότητος τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλεται στό ὅτι, ὅπως ἐλέχθη ἤδη, ἡ συγκεκριμένη πρακτική συνιστᾶ προσβολή κατά τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔπλασε τόν σύνολο ἄνθρωπο. Ἡ ἐκτομή εἶναι ἐμπρακτη ἀποδοκιμασία τοῦ δημιουργοῦ, δηλαδή ἀσέβεια. Ἔχει δηλαδή τό νόημα τῆς διορθώσεως ἑνός ὑποτιθέμενου λάθους τοῦ Θεοῦ.

Ὅμως προκειμένου περί τῶν μεταμοσχεύσεων τό πρᾶγμα διαφέρει οὐσιωδῶς. Ἡ ἐκούσια ἐδῶ προσφορά ἑνός ἤ περισσοτέρων ὀργάνων δέν γίνεται ἀπό ἀσέβεια πρός τόν Θεό. Οὔτε διότι τό ὑπό ἀφαίρεση ὄργανο κρίνεται περιττό ἤ ἐπιβλαβές γιά τήν ἠθική συγκρότηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντίθετα ἀναγνωρίζεται ἡ πολυτιμότητα καί ἡ μοναδικότητά του. Ἐπειδή δέν μπορεῖ, ἐπί τοῦ παρόντος τουλάχιστον, ὁ ἄνθρωπος νά δημιουργήσει τέτοια ὄργανα καί νά ὑποκαταστήσει τήν φύση γι’ αὐτό καί ἀναγκάζεται νά χρησιμοποιήσει τά ὑπό τοῦ Θεοῦ δοσμένα, ὠθούμενος ἀπό ἕνα φίλτρο ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο. Εἶναι ἑπομένως σαφές ὅτι δέν βλάπτει σέ τίποτε τήν περίπτωση πού ἐξετάζουμε ἡ ἐπίκληση τῶν κανονικῶν ἀπαγορεύσεων πού ἀναφέραμε.

Μέ βάση τά ἀνωτέρω ἡ Ἐκκλησία μας προσεγγίζει τήν ὑπόθεση τῶν μεταμοσχεύσεων ὄχι ἀποκλειστικά καί μόνον σέ σχέση μέ τόν δότη, ἀλλά καί σέ σχέση μέ τόν δέκτη καί μέ τίς εὐεργετικές συνέπειες πού θά ἔχει αὐτή γιά τή ζωή του. Ἔτσι δέν θεωρεῖται ἡ μεταμόσχευση ὡς ἀκρωτηριασμός πού ἠθικά ἀπαγορεύεται, ἀλλά ὡς πράξη ἀγάπης πού ἐγγίζει τήν αὐτοθυσία. Ἡ θεώρηση αὐτή συμπληρώνεται καί ἀπό τήν ἀνάγκη ἡ πράξη τοῦ δότη νά εἶναι καρπός ἐλεύθερης καί ἐνσυνείδητης ἐπιλογῆς. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ πράξη του δέν θά πρέπει νά εἶναι ἀποτέλεσμα οἱουδήποτε ἐξαναγκασμοῦ ἤ ἄγνοιας, ἀλλά προϊόν ἐλευθέρας ἀπόφασης πού νά στηρίζεται σέ ἐπίγνωση τῶν συνεπειῶν της. Κάτι τέτοιο βέβαια προϋποθέτει ὅτι καί ὁ γιατρός βλέπει τόν ἄνθρωπο ὡς ἄνθρωπο καί σέ ἀναφορά μέ ὅλες τίς σχέσεις καί τίς ὑποχρεώσεις του καί ὄχι μόνον βιολογικά καί ἐπιστημονικά. Ὁ γιατρός ἔχει χρέος νά ἐξηγήσει στόν δότη ὅλες τίς συνέπειες πού θά ἔχει ἡ προσφορά του τόσο γιά τόν ἴδιο, ὅσο ἵσως καί γιά τήν οἰκογένειά του. Παράλληλα καί ὁ δέκτης ἔχει ὑποχρέωση, ἐφ’ ὅσον βρίσκεται σέ κατάσταση αὐτοσυνειδησίας,νά σταθμίσει καί ἐκεῖνος, ἐάν θά πρέπει νά δεχθῆ τήν προσφορά, ὅσο ἐκούσια καί ἄν εἶναι καί αὐθόρμητη. Ὁ ἰατρός ἔχει ἐδῶ τήν ὑποχρέωση νά βοηθήσει μέ τίς εἰδικές γνώσεις του τόσο τόν δότη ὅσο καί τόν δέκτη στό νά πάρουν τήν ἀπόφασή τους μέ εὐθύνη καί συνείδηση.

Μερικοί ἀμφιβάλλουν στό ἐάν εἶναι ἤ δέν εἶναι ἀσεβής ἡ ἐπέμβαση πού ἐπιχειρεῖται μέ τίς μεταμοσχεύσεις στά σχέδια τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Τό ἐπιχείρημα εἶναι σχολαστικό καί ἀνόητο. Ὁ Θεός ἐπροίκισε τόν ἄνθρωπο μέ νοῦν καί θέληση, ὥστε νά ἀντιμετωπίζει ὑπεύθυνα κάθε πρόβλημα στή ζωή του. Ὁ ἴδιος ἔδωσε τούς γιατρούς καί τήν ἐπιστήμη πρός ἀνακούφισι τῶν πασχόντων. Δέν εἶναι ἐπέμβαση στή βουλή τοῦ Θεοῦ ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης καί ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν ἀρρώστια ἤ τόν θάνατο. Εἶναι, ἀντιθέτως, μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἡ ἀνάπτυξη πρωτοβουλιῶν ἀπό τόν ἄνθρωπο καί ἡ ἀξιοποίηση τῶν δυνάμεων μέ τίς ὁποῖες τόν ἐφοδιάσε ὁ Δημιουργός του. Τό ὅτι ἔτσι ἔχει ἡ ἄλήθεια μπορεῖ νά ἀποδειχθῆ καί ἀπό ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολήν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού ὅσο κί ἄν ἔχει συμβολικό χαρακτῆρα, εἶναι ὡστόσο σέ στενή σχέση μέ τήν οὐσία τοῦ θέματός μας: «Μαρτυρῶ γάρ ὑμῖν ὅτι εἰ δυνατόν τούς ὀφθαλμούς ὑμῶν ἐξορύξαντες ἄν ἐδώκατέ μοι» (Γαλ. 4, 15).

Ὅπως εἶναι γνωστόν ὁ Παῦλος ὑπέφερε ἀπό μία σπάνια νόσο τῶν ὀφθαλμῶν, πού δέν τήν κατονομάζει. Ἔχοντας λοιπόν αὐτό κατά νοῦν ὁ Ἀπόστολος, καί γνωρίζοντας τήν ἀγάπη πού ἔτρεφαν σ’ αὐτόν οἱ Γαλάτες τούς γράφει: «Δίνω μαρτυρία ἐγώ γιά σᾶς ὅτι ἄν σᾶς ζητοῦσα νά μοῦ προσφέρετε τά μάτια σας γιά νά τά χρησιμοποιήσω ἐγώ, θά μοῦ τά προσφέρατε». Στήν ἐποχή τοῦ Παύλου δέν γινόταν ἀσφαλῶς μεταμοσχεύσεις, ἀλλά μποροῦμε νά ὑποθέσουμε πώς ἄν ἐγίνονταν τότε ὁ Ἀπόστολος θά ἐτάσσονταν ὑπέρ, κρίνοντας αὐτές ὡς ἔκφραση καί ἀπόδειξη ἀγάπης ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς» (α’Κορ. 13, 5). Ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος διδάσκει ὅτι ὅλοι οἱ χριστιανοί εἴμαστε «ἀλλήλων μέλη» καί ὅταν μᾶς προτρέπει «διά τῆς ἀγάπης δουλεύετε εἰς ἀλλήλους» καί ὅταν ἡ προσφορά τῆς ζωῆς μας ὁλόκληρης στό βωμό τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος καταξιώνεται καί δικαιώνεται, τότε πῶς θά ἀρνηθοῦμε μία πράξη τόσο εὐγενική καί ἀνιδιοτελῆ, γιά νά σωθῆ ἕνας συνάνθρωπός μας;

Τό πρόβλημα τῶν μεταμοσχεύσεων γίνεται ἰδιαίτερα δύσκολο ὅταν τά ὄργανα πού προορίζονται γιά μεταμόσχευση ἀφαιροῦνται ἀπό μόλις τελευτήσαντες ἀνθρώπους. Καί αὐτή εἶναι ἡ συνηθέστερη ἴσως περίπτωση. Ἐδῶ ἡ ἀφαίρεση πρέπει νά γίνει σέ σύντομο χρονικό διάστημα καί ἡ ἀνάγκη αὐτῆς τῆς ταχύτητος ὁδηγεῖ πολλές φορές στόν κίνδυνο καταχρήσεων. Ὑπάρχουν μερικά δύσκολα ἐρωτήματα πού συνάπτονται μέ τήν ἀφαίρεση αὐτή: πότε ἐπέρχεται ὁ θάνατος; Πῶς μπορεῖ κανείς νά εἶναι βέ­βαιος ὅτι στήν κρίσιμη ἐκείνη στιγμή ὁ δότης εἶναι πραγματικά νεκρός; Πῶς ἐξασφαλίζεται ἡ συναίνεσή του γιά τήν ἀφαίρεση τῶν ὀργάνων του; Στό κρίσιμο ἐρώτημα πότε πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος ἡ ἐπιστήμη προσπαθεῖ ἀ­κόμα καί μέσα ἀπό παλινωδίες νά δώσει τήν ἀπάντησή της. Δέν χωρεῖ ἀμ­φιβολία ὅτι ἡ διαγνωστική μέθοδος τῆς ἐπελεύσεως τοῦ θανάτου ἀνήκει ἀποκλειστικῶς στήν ἰατρική ἐπιστήμη. Ὡστόσο στό χῶρο τῆς ἰατρικῆς ἔχουν ἐγερθῆ σοβαρές ἀμφιβολίες ἄν ἡ ἠλεκτροεγκεφαλική σιγή εἶναι ἀπόλυτα ἀσφαλές κριτήριο διαπιστώσεως τοῦ θανάτου. Ὑπῆρξαν περιπτώσεις πού ἡ σιγή αὐτή δέν ἐσήμαινε καί θάνατο. Ἐπιστήμονες σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο ἐπισημαίνουν ὅτι ἡ διαπίστωση τοῦ θανάτου πρέπει νά γίνεται ἀπό ὁμάδα γιατρῶν, πού νά εἶναι διαφορετικοί ἀπό ἐκείνους πού θά κά­νουν τή μεταμόσχευση. Ἐξάλλου καί τό γεγονός τῆς μεταμοσχεύσεως ἀπαιτεῖ συλλογικότητα καί συνεργασία πολλῶν ἰατρικῶν εἰδικοτήτων. Εὔχομαι ἡ ἰατρική νά μᾶς προσφέρει μέ ἀσφάλεια τή χαρά τῆς ἄδολης, νόμιμης καί ἠθικῆς χρησιμοποιήσεως τῶν ἀνθρωπίνων ὀργάνων γιά τή σωτηρία πασχόντων. Ἡ Ἐκκλησία, κατ’ ἀρχήν δέν μπορεῖ καί δέν πρέπει νά προσχωρήσει σέ καθαρά χρησιμοθηρικές ἀντιλήψεις ἔστω καί ἄν εἶναι εὐγενές τό κίνητρό τους. Καί δέν πρόκειται μόνον γιά τό πρόβλημα τοῦ θανάτου σέ σχέση μέ τίς μεταμοσχεύσεις. Εἶναι μία ὁλόκληρη σειρά καί ἀπό ἄλλα προβλήματα τοῦ χώρου αὐτοῦ, πού δύνανται νά ὁδηγήσουν σέ σαφῆ παραβίαση ἠθικῶν κανόνων, χάριν τῆς ἐπιτυχίας τῶν μεταμοσχεύσεων. Τό πρόβλημα τῆς στιγμῆς τῆς ἐπελεύσεως τοῦ θανάτου ἐλπίζομεν ὅτι θά διαφωτισθεῖ πλήρως καί θά ξεπερασθοῦν τά ἠθικά ἐμπόδια πού σήμερα ὀρθοῦνται ἐμπρός στίς μεταμοσχεύσεις. Ἡ ἐξελικτική πορεία πού γνώρισε μέχρι τώρα ἡ διαδικασία τῆς διαπίστωσης τοῦ θανάτου πείθει ὅτι τά ὅποια βήματα πού ὑπολείπονται μέχρι τῆς στιγμῆς πού θά ἐπιλυθοῦν ὅλα τά ἠθικά προβλήματα πού συνδέονται μέ αὐτήν δέν θά ἀργήσει ἡ ἐπιστήμη, μέ τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ, νά τά πραγματοποιήσει. Τότε ὅλοι θά εἴμεθα πιό σίγουροι καί θά ἀντικρύζουμε τίς μεταμοσχεύσεις μέ μεγάλη ἐμπιστοσύνη, συμμετέχοντας στή χαρά ἐκείνων πού θά ἀπολαμβάνουν τήν ζωή των μέ τά ὄργανα τῶν συναθρώπων τους. Ἀλλά καί οἱ ἴδιοι οἱ γιατροί, πού τελικά δέν θά παύσουν νά ἔχουν τήν κύρια εὐθύνη γιά ὅτι συμβαίνει στήν ὅλη διαδικασία τῶν μεταμοσχεύσεων, θά νοιώθουν δικαιωμένοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς συνειδήσεώς των, γιατί δέν θά εἶναι ὑποχρεωμένοι, νά ἀντιμετωπίζουν, προκειμένου νά βοηθήσουν τή ζωή τῶν συνανθρώπων τους τό ἐνδεχόμενο νά ἀφαιροῦν πρίν τήν ὥρα της τή ζωή κάποιων ἄλλων, μέ ὅλο τό ἠθικό κόστος πού μιά τέτοια πιθανότητα συνεπάγεται γιά τή συνείδηση καί γιά τήν ψυχή τους.

Ἕνα ἄλλο θέμα ἀναφορικῶς πρός τήν ὑπόθεση τῶν μεταμοσχεύσεων συνδέεται μέ τήν ἱερότητα τοῦ νεκροῦ καί τή δυσκολία πραγματοποιήσεως ἐπί τοῦ νεκροῦ σώματός οἱασδήποτε ἐπεμβάσεως πού εἶναι ἐνδεχόμενο νά ἐκληφθῆ ὡς ἀσέβεια. Ὁ σεβασμός πρός τό νεκρό στηρίζεται καί στίς θρησκευτικές πεποιθήσεις τοῦ περιβάλλοντος ἤ καί τοῦ ἴδιου τοῦ νεκροῦ. Γι’ αὐτό σέ κάθε τέτοια περίπτωση ἐπιβάλλεται νά προϋπάρχει ἡ συναίνεση δοσμένη ἀπό πρίν. Εἶναι θέμα ἐάν τήν ἔλλειψη αὐτῆς τῆς συναίνεσης μποροῦν νά ὑποκαταστήσουν οἱ συγγενεῖς του. Ἐπίσης πρόβλημα γεννᾶται ἀπό τή βιομηχανοποίηση τῶν μεταμοσχεύσεων. Ἄν π.χ. μία τράπεζα ὀργάνων διαθέτει λιγότερα ὄργανα ἀπό τίς ἀνάγκες πού ὑπάρχουν, μέ ποιά κριτήρια θά προτιμηθοῦν οἱ δέκτες; Πῶς θά ἀποφευχθοῦν ἐνδεχόμενες ἐγκληματικές ἐνέργειες σάν αὐτές πού κατά καιρούς γράφονται στίς ἐφημερίδες γιά σπεῖρες, πού μεταφέρουν μικρά παιδιά ἀπό τίς ἀσιαστικές κυρίως χῶρες μέ σκοπό τήν χρησιμοποίηση ὀργάνων τους γιά μεταμοσχεύσεις σέ πλούσια ἄτομα πού πληρώνουν ὅσα-ὅσα γιά νά ἐξασφαλίσουν ἕνα δότην ἔστω καί ἀκούσιον; Τεράστια προβλημάτα γιά τήν ἐπίλυση τῶν ὁποίων ἀπαιτεῖται ὑπευθυνότης, σύνεση καί ἠθική συγκρότηση. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός ἔχει ὁριοθετήσει τίς βασικές ἀρχές πού πρέπει νά διέπουν τήν προσφορά ὀργάνων γιά μεταμοσχεύσεις. Ὅταν ὁ δωρητής ζῆ, ἡ ἀφαίρεση ὀργάνου του ἐπιτρέπεται μόνο στά δίδυμα ὄργανα (νεφρό, μάτι, κ.λπ) καί μέ τήν προϋπόθεση ὅτι τό ἄλλο εἶναι ὑγιές καί θά συνεχίσει τή φυσιολογική του λειτουργία. Ἐπίσης ὅταν ὑπάρχει πραγματική καί σοβαρή ἀνάγκη καί ἡ μεταμόσχευση εἶναι ὁ μοναδικός τρόπος γιά τήν ἀντιμετώπισή της, καθώς καί ὅταν ὑπάρχει σοβα­ρή καί βάσιμη πιθανότητα γιά τήν ἐπιτυχία τῆς μεταμόσχευσης. Ὅταν ὁ δωρητής εἶναι νεκρός ἡ προσφορά ὀργάνου του πρέπει νά γίνεται ὑπό τίς ἑξῆς προϋποθέσεις: Νά ὑπάρχει γραπτή συναίνεση πρίν τό θάνατο, νά ἐξασφαλίζεται ὁ σεβασμός τοῦ ἀνθρώπινου σώματος ὡς ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά ἐξασφαλίζεται ἡ ἀποφυγή κάθε εἴδους ἐκμετάλλευσης καί νά ἀποφεύγεται ἔστω καί ὁ πιθανός κίνδυνος εὐθανασίας διότι δέν εἶναι θεμιτό καί ἠθικό νά ὑπερασπίζεται ἡ ζωή τοῦ ἑνός μέ τήν ἐξασθένηση ἤ τήν ἀφαίρεση τῆς ζωῆς τοῦ ἄλλου. Τέλος τονίζονται δύο ἀκόμη βασικές ἀρχές: α) Τό δικαίωμα στή ζωή καί τό δικαίωμα στή σωματική ἀκεραιό­τητα δέν ἔχουν τήν ἴδια προτεραιότητα. Προηγεῖται τό δικαίωμα στή ζωή καί β) Οἱ μεταμοσχεύσεις ὡρισμένων ὀργάνων πού μποροῦν νά ἀλλοιώσουν τήν ψυχική ἤ βιολογική ὑπόσταση τοῦ προσώπου δέν ἐπιτρέπονται. Πρός αὐτές τίς θέσεις σέ γενικές γραμμές συνευδοκεῖ καί ἡ ἁγία Ὀρθό­δοξος Ἐκκλησία.

Κλείνοντας τήν παράθεση τῶν σκέψεών μας περί τῶν μεταμοσχεύσεων παρατηροῦμε συμπερασματικῶς τά ἑξῆς:

1. Ἡ χριστιανική ἠθική δέν ἀρνεῖται τίς μεταμοσχεύσεις, μᾶλλον τίς θεωρεῖ ὡς ἐκδήλωση ἀγάπης πρός τόν πάσχοντα συνάνθρωπο καί γι’ αὐτό τίς ἐνθαρρύνει διά τῆς ἐγκρίσεως καί εὐλογίας της.

2. Ἡ ἀφαίρεση ὀργάνου ἤ ὀργάνων ἀπό τόν δότη ἐπιβάλλεται νά γίνεται μέ τήν συνολική του θεώρηση ὡς προσώπου καί εἰκόνος τοῦ Θεοῦ. Τό ἴδιο πρέπει νά συμβαίνει καί σέ ὅτι ἀφορᾶ στόν δέκτη.

3. Ἡ ἀπόφαση τοῦ δότη νά δώση καί τοῦ δέκτη νά λάβει ἕνα ὄργανο πρέπει νά λαμβάνεται ψύχραιμα, ὑπεύθυνα καί μέ πλήρη γνώση τῶν συνεπειῶν της.

4. Τά κριτήρια πραγματοποιήσεως μεταμόσχευσης πρέπει νά εἶναι ἀντικειμενικά, ἀπόλυτως ἀσφαλῆ καί σέ καμμία περίπτωση χρησιμοθηρικά. Στόν νομοθέτη ἐναπόκειται ἡ εὐθύνη νά τά ὁρίσει μέ ἀκρίβεια, ὥστε νά ἀποκλεισθῆ κάθε δυνατότης καταχρήσεως.

5. Ἡ ἐνημέρωση τῆς κοινῆς γνώμης πρέπει νά συντείνει πρός τήν κατεύθυνση ὅτι ἕνας τρόπος καταξιώσεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καί ἡ προσφορά μετά θάνατον ὀργάνων τοῦ σώματός του γιά τή σωτηρία κάποιου ἤ κάποιων συναθρώπων του. Πουθενά τῆς Γραφῆς δέν ὑπάρχει ὡς προϋπόθεση γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἡ σωματική ἀκεραιότητα. Ἡ ἐκστρατεία πού ἔχει ἀρχίσει γιά τήν ἐνημέρωση τῶν ἀνθρώπων πάνω στήν ἀνάγκη νά πολλαπλασιασθοῦν οἱ μετά θάνατον κυρίως δότες πρέπει νά ἐνισχυθῆ, ὥστε νά ἀποδώσει καρπούς πού θά φέρουν εὐεργετικά ἀποτελέσματα.

6. Στήν περίπτωση ἀφαιρέσεως πτωματικῶν ὀργάνων γιά μεταμόσχευση πρέπει νά πιστοποιῆται μέ κάθε βεβαιότητα ὁ θάνατος, νά ἀποφεύγεται ἡ μέ κάθε, ἐνεργητικό ἤ παθητικό τρόπο, ἐπίσπευσή του ἤ παραπλανητική βεβαίωσή του, πού συνιστᾶ ὄχι μόνο βαρύτατο ἠθικό, ἀλλά καί ποινικό ἔγκλημα. Πρώτιστο καί ἱερό καθῆκον τοῦ ἰατροῦ εἶναι ἡ παράταση, ποιοτικῶς καί ποσοτικῶς, τῆς ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου.

Ἡ ἁγία μητέρα μας Ἐκκλησία βλέπει τήν προσφορά ὑγιῶν ὀργά­νων γιά μεταμοσχεύσεις ὡς σπουδαία συνεισφορά στό βωμό τῆς ἀγάπης πρός τόν συνανθρωπο . Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἐκ τοῦ λόγου αὐτοῦ δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι εὐνοϊκά διατεθιμένη ἀπέναντι στήν ὅλη προσπάθεια ὑπό τίς παραπάνω βεβαίως προϋποθέσεις. Ὅταν ὁ κόσμος πληροφορηθῆ ὑπεύθυνα καί προπαρασκευασθῆ δεόντως, τότε θά κατανοήσει τή σημασία τῆς προσφορᾶς αὐτῆς καί θά τήν ὑποστηρίξει ἐνθέρμως. Τό εὐχόμεθα. Σᾶς εὐχαριστῶ.

† Ὁ Σερρῶν καί Νιγρίτης Θεολόγος

Μια Ορθόδοξη Θεώρησις του Ανθρώπου κατά Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό

Μια Ορθόδοξη Θεώρησις του Ανθρώπου κατά Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό

Tου Πανοσ. Αρχιμανδρίτου π. Βασιλείου
Καθηγουμένου Ι. Μ. Ιβήρων Αγίου Όρους

Κάποιες στιγμές, όντας κανείς μόνος στο Άγιον Όρος, δηλαδή όντας μαζί με όλο τον κόσμο, καταλαβαίνει αυτό που είπε ο άσωτος υιός: “Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι…” (Λουκ. ιε’, 17). Πόσος πλούτος υπάρχει στην παράδοσί μας, πόση ελευθερία, πόση δυνατότητα να χαρούμε τη ζωή μας, κι από την άλλη μεριά εμείς πεινάμε και υποφέρουμε.

Στο Άγιον Όρος έρχονται πολλοί θρησκευόμενοι, που δεν νιώθουν τίποτε; κι έρχονται πολλοί άσχετοι, οι οποίοι συγκλονίζονται; κι έρχονται και πολιτικοί… Πολλοί θρησκευόμενοι εξ επαγγέλματος δεν καταλαβαίνουν; πολλοί ανήσυχοι συγκλονίζονται; οι περισσότεροι πολιτικοί δεν καταλαβαίνουν τίποτε. Και λες: “Τι γίνεται με την Ελλάδα, τι γίνεται με την Ευρώπη;”… Έχει, λοιπόν, ένα χρέος μεγάλο, ο Έλληνας, σήμερα: το να είναι ορθόδοξος. Εκεί έχομε κάποιες δυνατότητες, που δεν έχουν οι άλλοι, και οφείλομε απλώς να είμαστε αυτό, που λέει η παράδοσίς μας.

Θυμάμαι μία φορά, που είχα πάει στην Κρήτη, σ’ ένα χωριό, στα Ανώγεια, είχαν έλθει κάποιες γριές για εξομολόγησι, και όταν τέλειωσαν, μου λέει μια γριά μιαν ευχή: “Να χαίρεσαι τον σταυρό σου”. Μετά ήλθε μια άλλη γριά: “Να χαίρεσαι τον σταυρό σου”. Κι εγώ παραξενεύτηκα και λέω: “Μα τι είναι αυτή η ευχή;”. Και μου λένε: «Έτσι το λέμε εδώ. Για κάποιο γονιό, μάνα ή πατέρα, λέμε: “Να χαίρεσαι τα παιδιά σου”, γιατί η χαρά των γονιών είναι τα παιδιά τους. Όταν κανείς είναι παπάς του λέμε: “Να χαίρεσαι την ιεροσύνη σου”. Κι όταν κανείς είναι καλόγερος ή καλόγρια τού λέμε: “Να χαίρεσαι τον σταυρό σου”».

Αυτή η ευχή, “να χαίρεσαι το σταυρό σου”, νομίζω ότι είναι ένα πράγμα τόσο μεγάλο και τόσο βαθύ, που θυμίζει θεολογία του αγίου Μαξίμου του ομολογητού. Και λέω: “Πώς μπόρεσα, γεννημένος στην Κρήτη, να μεγαλώσω και να ζήσω ερήμην της Κρήτης και ερήμην της παραδόσεώς μας;”…Μας έχουν κάνει αλλοδαπούς στον τόπο μας…

Σας φέρνω σαν παράδειγμα τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό αυτόν τον ένα, τον μέγα, τον σίφουνα, ο οποίος κατέβηκε στο κήρυγμα μια στιγμή, που όλος ο κόσμος είχε απογοητευθή κι έσωσε τον ελληνισμό, εκείνη την περίοδο την δύσκολη, που χωριά ολόκληρα είχαν εξισλαμισθή. Ήταν ένας άνθρωπος απλός, αδύναμος, θα έλεγα δειλός, γι’ αυτό ήταν πάντολμος κι έλεγε: “Εγώ, αδελφοί μου, δεν είμαι ικανός, όχι να σας μιλήσω, αλλά ούτε να προσκυνήσω τα ποδάρια σας, γιατί βλέπω ότι είστε βαπτισμένοι και μυρωμένοι. Αλλ’ επειδή βρίσκεται το γένος μας σ’ αυτήν την ανάγκη, γι’ αυτό είπα να κατέβω κάτω και να πω μερικά λόγια ό,τι ξέρω”.

Έλεγε πάλι: “Κοιτάξτε, δεν έχω τίποτε δικό μου ένα ράσο έχω κι αυτό το έχω για σας όλα ό,τι έχω είναι για σας. Κι έχω ένα σκαμνί, στο οποίο πατώ επάνω και το σκαμνί αυτό, άλλοι το λένε θρόνο, άλλοι το λένε σκαμνί. Να σας πω τι είναι; Δεν είναι ούτε σκαμνί, ούτε θρόνος, αλλά είναι ο τάφος μου και μέσα από αυτόν τον τάφο μιλάει ο νεκρός εαυτός μου. Κι αν εγώ δεν μπορώ να σας πω τίποτε, με σώζει αυτός, που μπορεί να διδάξη όλη την οικουμένη, τους αρχιερείς, τους βασιλείς και όλο τον κόσμο”.

Εδώ φαίνεται η παρουσία του ανθρώπου δια της ορθοδόξου Εκκλησίας. Γιατί δεν ήταν ένας καλόγερος, αλλ’ ήταν ένας αληθινός άνθρωπος και δι’ αυτού μιλούσε όλη η Εκκλησία. Δεν έκανε αυτός νεωτερισμούς, δεν έλεγε εξυπνάδες, αλλά δι’ αυτού μίλησε όλη η παράδοσι. “Είμαι αδύνατος και ανίκανος να φιλήσω τα ποδάρια σας”, κι από την άλλη μεριά: “Ο νεκρός εαυτός μου μπορεί να διδάξη όλον τον κόσμο”. Αυτή είναι η δύναμι της πίστεως μας.

Επίσης έλεγε: “Εάν τυχόν κανείς αδίκησε κάποιον -είτε αυτός είναι ρωμιός, είτε είναι τούρκος, είτε είναι εβραίος, είτε είναι φράγκος- ό,τι πήρε, ό,τι έδωσε, να το γυρίση πίσω γιατί το άδικο δεν ευλογείται”. Βλέπετε ότι ήταν ξεκάθαρος και δεν έλεγε: “Κοιτάξτε, τώρα είναι μία περίοδος δύσκολη όλοι σας κλέβουν, κλέψτε κι εσείς”. Όχι. “Πρέπει να το γυρίσετε πίσω”. Και η εντιμότης του είναι που σώζει την όλη υπόθεσι.

Είναι αυτός, ο οποίος έλεγε: “Να μην έχετε όπλα? να τα δώσετε και να κάνετε υπακοή στους ζαπιτάδες (:χωροφύλακες). Και σ’ αυτούς που ζητούν τα δοσίματα, να δίνεται τα δοσίματα”. Κι έτσι και οι τούρκοι είπαν ότι αυτός είναι καλός άνθρωπος. Αλλ’ αυτός, που ήταν καλός, “τους έκλεισε το σπίτι”. Ακριβώς γιατί αυτός ο άνθρωπος, ο αληθινός, δεν είχε βάσανα, αλλά χάρηκε την ζωή του. Όπως είχε ειπή σ’ ένα χωριό: “Ήλθα εδώ πέρα και σας απήλαυσα”… Αυτό που είπε “σας απήλαυσα”, μου θυμίζει μία ευχή του Ευχελαίου, που λέει ο ιερεύς: “Ευχαριστώ” τον Θεόν, που προχώρησα στα ενδότερα του Θυσιαστηρίου του “απολαύσαι της Θείας Λειτουργίας”.

Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ζώντας στο Άγιον Όρος και νιώθοντας την δύναμι της πίστεώς μας, κάποια δύσκολη στιγμή βγήκε έξω κι έσωσε το γένος ολόκληρο. Κι ενώ ήταν τόσο ταπεινός και ένοιωθε ότι δεν μπορεί να φιλήση τα ποδάρια του άλλου, από την άλλη μεριά ένοιωθε ότι: “Κοιτάξτε, αυτά που σας λέω είναι λόγια του Θεού? αν κατέβαινε ο Θεός, θα σας έλεγε τα ίδια”, και: “Ο νεκρός εαυτός μου μπορεί να διδάξη όλον τον κόσμο”.

Έτσι όταν έφτασε η στιγμή του μαρτυρίου του († 1779), όταν τον πρόδωσαν οι εβραίοι, γιατί πολύ τους “χτύπαγε”, επειδή χαλούσαν την αργία της Κυριακής, εκείνος είπε: “Μη με δέσετε. Δεν αντιστέκομαι. Ο θάνατος μου είναι μέσα στο πρόγραμμα της ζωής μου”. Κι έτσι παρέδωσε το πνεύμα του και μπήκε στην αιωνιότητα, και μένει μαζί μας. Και όπου πέρασε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός έχουν υψώσει έναν σταυρό, γιατί έπεσε ένα αστροπελέκι κι έχει διαλύσει τα πάντα, κι έχει αγιάσει τα πάντα…

Σήμερα όλοι βασανιζόμαστε, το καταλαβαίνω. Κι όταν λέμε “βασανιζόμαστε”, σημαίνει ότι έχομε μια υγεία μέσα μας. Βασανίζεται όλος ο κόσμος, αλλ’ ελευθερώνεται ζώντας μόνο μέσα στην ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι μακάριοι κι ευλογημένοι οι βασανισμένοι, γιατί υπάρχει δυνατότης να αναπαυθούν. Και είναι μακάριοι οι διψασμένοι, γιατί μπορούν να ξεδιψάσουν. Εάν δεν υπήρχε η ορθόδοξη Εκκλησία, εάν δεν υπήρχε η λογική κι η χάρις του αγίου Κοσμά του Αιτωλού και των Αγίων μας, θα ήμασταν καταδικασμένοι σ’ ένα βάσανο.

Προ καιρού ήμουν στην Αμερική, και μου έκανε εντύπωσι πόσο τα πράγματα είναι πλούσια, πόσο οι δρόμοι τεράστιοι, πόσο τα σπίτια σαν ζωγραφιά, με το σπίτι, το γρασίδι, τα δέντρα, τα αυτοκίνητα… Αλλ’ όταν είδα μερικούς ανθρώπους, ένοιωσα πως μέσα σ’ αυτή την τάξι και την καθαριότητα, εκεί που δεν λείπει τίποτε, λείπουν όλα. Και όλα μια στιγμή είναι άοσμα, άγευστα και άχρωμα, αφού μου είπαν κάποιοι ότι, ενώ τα είχαν όλα, δεν είχαν διάθεσι για ζωή και ήθελαν να “τελειώσουν”…

Βλέπει κανείς ότι αυτή η λογική, που έχομε πολλές φορές και λέμε “να ανεβάσωμε το βιοτικό επίπεδο, να μπούμε στην Ευρώπη για να έχωμε ένα νόμισμα, να είμαστε πλούσιοι, κτλ”, δεν βγάζει πουθενά. Γιατί ο άνθρωπος είναι κάτι το παράξενο, που δεν χορταίνει με τα πλούτη. Κι αν του λύσης όλα τα προβλήματα, ή νομίζεις ότι του τα λύσης, τότε είναι που μπήκες στο άλυτο πρόβλημα. Λ.χ. οι Σουηδοί, οι οποίοι έχουν ίσως το ανώτερο βιοτικό επίπεδο στην Ευρώπη, είναι αυτοί που αυτοκτονούν περισσότερο. Γιατί, ενώ νομίζουν ότι τα έχουν όλα, δεν έχουν τίποτε.

Ο άνθρωπος, λοιπόν, είναι ένα παράξενο ον, που όταν πλησιάση αυτόν τον παράδεισο τον κοσμικό, νοιώθει ότι δεν του λέει τίποτε. Ενώ αν κανείς έχη μέσα του τη φλόγα του Θεού, αν τυχόν θυσιάζεται για τον άλλον κι αν τυχόν ζει όπως ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, κι αν έχη ταπείνωσι, τότε είναι μέσα στον παράδεισο. Τότε καμμιά επίθεσι, καμμιά κόλασι δεν μπορεί να τον βλάψη. Τότε συμβαίνει αυτό που λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος ότι “αποκτά κανείς δυνατό στομάχι και χωνεύει κάθε μια τροφή”. Κάθε μια δυσκολία τού κάνει καλό και ο ίδιος ο θάνατος τού κάνει καλό.

Ο άνθρωπος, ξέρετε, ζητά την επιτυχία, ζητά την πρόοδο. Θέλει λ.χ. ένα παιδί να τελειώση το δημοτικό, το γυμνάσιο, το λύκειο, να πάη στο πανεπιστήμιο και να προχωρήση. Εν συνεχεία αν τυχόν αξιωθή να πάρη και το βραβείο Νόμπελ, συνεχίζει να πεινά και να διψά για πρόοδο. Όπως λέει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος: “Επιποθώ του πλείονος και πάντοτε στενάζω”. “Επιποθώ”, θέλω, ποθώ συνεχώς και περισσότερο, και διαρκώς στενάζω. Ο άνθρωπος -είτε πιστεύει, είτε δεν πιστεύει, αυτό είναι άλλο θέμα- έχει μέσα του την πνοή του Θεού. Και λέγει ο άγιος Συμεών, ότι “υπάρχει μια μικρή χαρά, που περιγελά τον θάνατο”. Κι αν τυχόν όλα τα κερδίσωμε και δεν κερδίσωμε εκείνη τη χαρά, που περιγελά τον θάνατο, τότε είμαστε εξ ίσου αποτυχημένοι, είτε είμαστε πλούσιοι, είτε φτωχοί, είτε γραμματισμένοι, είτε αγράμματοι.

Τώρα που μπαίνομε στην Ευρώπη, αυτό που δεν χρειάζεται να κάνωμε, γιατί είναι αμαρτία προς την παράδοσί μας και ταυτόχρονα αδικούμε και τους ευρωπαίους, είναι το να μιλάμε την γλώσσα και να έχωμε την λογική της Ευρώπης. Η Ευρώπη είναι πλούσια και ταυτόχρονα είναι πάρα πολύ φτωχή. Ο δυτικός πολιτισμός είναι πολύ προχωρημένος και ταυτόχρονα είναι μέγας επαρχιωτισμός. Μέσα εδώ στην παράδοσί μας υπάρχει κάτι, αν θέλετε κάτι το τρελλό, το μωρό -αυτό που λέει ο Απόστολος Παύλος: “Τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός”- κάτι το φτωχό, κάτι το ανύπαρκτο, που τα διαλύει όλα και δίνει σημασία και αξία στον άνθρωπο.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέει ότι ο καθένας είναι “εν σμικρώ Εκκλησία”. Γι’ αυτό εάν τυχόν εμείς διαβάσωμε τον βίο, την πολιτεία και τις διδαχές του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, τα καταλαβαίνομε, επειδή έχομε γεννηθή μέσα σ’ αυτήν την παράδοσι. Εάν τα διαβάση κάποιος άλλος, από αυτούς τους πλούσιους ευρωπαίους, που τυχαίνει να τα έχουν όλα και συγχρόνως να τους λείπουν όλα, δεν θα καταλάβη αυτή την λογική.

Γι’ αυτό, νομίζω, ότι το χρέος μας είναι να τραφούμε με αυτή την λογική, την ορθόδοξη, και να χαρούμε την ζωή μας, να χαρούμε τις δυσκολίες μας, να χαρούμε – αν θέλετε – τον θάνατόν μας, δηλαδή να γίνωμε σαν την χαρά που ξεπερνά τον θάνατο. Και μ’ αυτό τον τρόπο, νοιώθομε ότι πράγματι ο Θεός, “καλά λίαν εποίησε” τα πάντα. Και σ’ αυτή την περίπτωσι εξοφλούμε και το χρέος, που έχομε προς όλους? και προς τους ευρωπαίους και προς τους αμερικάνους, και προς τους πολιτισμένους και προς τους απολίτιστους, γιατί όπως λέει ο Απόστολος Παύλος: “Έλλησί τε και βαρβάροις οφειλέτης ειμί”.

Σαν παράδειγμα σας φέρνω πάλι τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Ένας άνθρωπος μπορεί ν’ απολαύση την ζωή του, μόνο αν τυχόν αποφασίση να την θυσιάση για τους άλλους. Και να τυχόν αυτό γίνη, τότε από τώρα μπαίνει στην αιωνιότητα και μπορεί να καταλάβη τι σημαίνει ότι “ο Θεός είναι Τριαδικός, ότι είναι τρία πρόσωπα και συγχρόνως είναι ένας Θεός”. Και μπορεί να καταλάβη τι σημαίνει, ότι “η ενότης της Εκκλησίας είναι η ενότης η Τριαδική, η οποία ιερουργείτε μέσα εδώ”. Μπορεί να καταλάβη τι σημαίνει, ότι “ο άλλος είναι ο εαυτός μου”. Ενώ αντίθετα, εάν τυχόν εγώ φροντίζω μόνο για τον εαυτό μου, τότε πνίγω τον εαυτό μου, γιατί τον χωρίζω από τους άλλους.

Γι’ αυτό λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης ότι “μπορεί να είναι εικόνα του Θεού κάθε ένας άνθρωπος, αλλά ταυτόχρονα όλο το ανθρώπινο γένος είναι μία εικόνα του Θεού”. Και γι’ αυτό: “Εις άνθρωπος κατονομάσει το παν”. Ένας άνθρωπος είναι ολόκληρο το γένος, ο κάθε άνθρωπος είναι ολόκληρη η Εκκλησία. Κι αν τυχόν κανείς ζη με το παράδειγμα του άγιου Κοσμά του Αιτωλού, τότε νοιώθει ότι, όντας ελάχιστος και μη όντας άξιος να φιλήση τα πόδια του άλλου, ταυτόχρονα είναι μεγάλος και δυνατός, γιατί ο νεκρός εαυτός του μπορεί να κηρύξη και να διδάξη όλον τον κόσμο. Οπότε, αυτός ο συνδυασμός της αδυναμίας και της δυνάμεως, της ησυχίας, θα έλεγα, το να μείνω μόνος και να είμαι μαζί με όλους τους άλλους, είναι ένα δώρο που δίνει η ορθόδοξη Εκκλησία.

Θυμάμαι μία γριάν ελληνίδα, από την Κωνσταντινούπολι, στην Μασσαλία. Δούλευε σ’ ένα εστιατόριο. Εγέρασε και πήρε σύνταξι κι έμενε στο σπίτι της. Κάποτε μου είπε: «Πολλοί με λυπούνται τώρα και μου λένε: “Κυρά-Κατίνα, τι κάνεις τώρα μόνη σου;” Αλλ’ εγώ θέλω να σας πω ότι, τώρα που είμαι μόνη μου, περνώ την καλύτερη περίοδο της ζωής μου, γιατί συνέχεια λέω την ευχή: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με”, και ταυτόχρονα διαβάζω βίους αγίων».
Έτσι βλέπομε, από την μια μεριά, έναν που τα έχει όλα, (σπίτια τέλεια, αυτοκίνητα της τελευταίας τεχνολογίας, κτλ.), και να μην έχη όρεξι να ζήσει. Και από την άλλη, την κυρά-Κατίνα, από την Κωνσταντινούπολι διωγμένη, να έχη πεθάνει ο άντρας της, να μένη μόνη σ’ ένα δωματιάκι και να νοιώθη ότι βρίσκεται μέσα στον παράδεισο. Αυτό είναι που χαρίζει η ορθόδοξη Εκκλησία. Δηλαδή, όχι μόνο μπορεί κανείς να χαρή ευαίσθητα και σωστά τις ευλογίες της ζωής, αλλ’ είναι δυνατόν να έχη μέσα του αυτήν την ευαισθησία και την χαρά, η οποία περιγελά τον θάνατο και η οποία κάνει τις δυσκολίες, τα γεράματα και τον θάνατο, μεγάλη ευλογία…

Αναζητώντας τέσσερις μεγάλες αξίες ζωής

Αναζητώντας τέσσερις μεγάλες
αξίες ζωής

Του Σεβασμ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου

Οι λίγες σκέψεις πού θα ήθελα να μοιρασθώ μαζί σας έχουν ως αρχικό πλαίσιο ένα στίχο από το ποίημα του Άγγλου Νομπελίστα ποιητή Τόμας Έλλιοτ, από το Choruses from “The Rock’’ (Χορικά από τον Βράχο): «Πού είναι η σοφία πού έχουμε χάσει μέσα στην πληροφόρηση;

Η αδιάκοπη καθημερινή πληροφόρηση για ένα πλήθος πραγμάτων, θεωριών, γεγονότων δημιουργεί τον κίνδυνο να γίνουμε τελικά ένα τεράστιο αρχείο από σημαντικά και ασήμαντα πράγματα. Η έξοδος από αυτή την παθητικότητα της συσσωρεμένης πληροφορήσεως απαιτεί συνεχή αξιολόγηση και σύνθεση. Με παρόμοια ταχύτητα αυξάνουν και οι κάθε είδους επιστημονικές γνώσεις, καθώς ζούμε σε μία εποχή στην οποία ο άνθρωπος βυθίζεται σε δύο άπειρα στο άπειρως σμικρό της ύλης και στο άπειρως μεγάλο των άστρων. Ο κατακλυσμός αυτός από νέες γνώσεις συχνά μας οδηγεί σ’ έναν ίλιγγο.

Η ανθρωπότητα ξεκίνησε στον προηγούμενο αιώνα με καύχηση για τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας και με πολλή εμπιστοσύνη στο μέλλον. Ήδη όμως στην αρχή του 21ου αιώνος πορευόμαστε μέσα σ’ ένα σύννεφο αβεβαιότητας και ανησυχίας. Η συσσώρευση πληροφοριών και ο όγκος της γνώσεως δεν φθάνουν. Εξακολουθούμε να αναζητούμε μέσα σε όλα αυτά ένα νόημα ζωής, την βαθύτερη ενότητα πού συνδέει την ανθρωπότητα, το συμπάν. Χρειάζεται μία ανάβαση από την απλή πληροφόρηση και τη γνώση στη σοφία, πού δίνει στην κρίση μας διορατικότητα, θέα στο όλον, και στην ανθρώπινη συμπεριφορά δημιουργικότητα και επιείκεια. Η σοφία δεν ταυτίζεται με την εξυπνάδα ή την πολυμάθεια. Είναι προϊόν μίας γενικότερης εσωτερικής πνευματικής ωριμότητος, μιας ευρύτερης συνθέσεως ευφυΐας, εμπειρίας και γνώσεως, διαύγειας πνευματικής και καλοσύνης.

Η σοφία πού έχει συσσωρευθεί στους πολιτισμούς διαφόρων λαών παραμένει πολύτιμη κληρονομιά για την ανθρωπότητα. Αλλά υπάρχουν διαφορά επίπεδα σοφίας. Στην Αγία Γραφή τονίζεται η πρωταρχική αξία της. «Μακάριος άνθρωπος ός εύρε σοφίαν … παν δε τίμιον ούκ άξιον αύτης εστίν». (Παρ. 3:13, 15 πρβλ. 8:11 κ. α.). Παράλληλα κινείται η πίστη άτι πηγή της σοφίας είναι ο Θεός. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσης δε αγαθή τοις ποιο?σιν αυτήν». (Ψαλμ. 110:10 πρβλ. παρ. 9:10).
Έτσι στο πρώτο ερώτημα ταιριάζει ένα άλλο συγγενές, πού θέτει ο Απόστολος Ιάκωβος: «Τις σοφός και επιστήμων εν υμίν; Δείξατα εκ της καλής αναστροφής τα έργα αυτού εν πραότητι σοφίας» (Ιάκ. 3:13). Επισημαίνει την ανάγκη διακρίσεως ανάμεσα σε μια σοφία «επίγεια, ψυχική, δαιμονιώδη», και σε μια άνωθεν κατεςρόμενη σοφία, πού έχει ειδικά χαρακτηριστικά: «Η δε άνωθεν σοφία πρώτον μεν αγνή εστίν, έπειτα ειρηνική, επιεικής, ευπειθής μεστή ελέους και καρπών αγαθών, αδιάκριτος και ανυπόκριτος» (3:17). Η σοφία πού έχει πηγή της τον Θεό επιμένει και εργάζεται για τη δικαιοσύνη. Με τελικό αποτέλεσμα αυτού του κόπου την ειρήνη. Ειρήνη με τον εαυτό μας, με τούς γύρω μας, με την κτίση ανθρωπότητα γενικά, με την κτίση ολόκληρη. «Καρπός δε της δικαιοσύνης εν ειρήνη σπείρεται τοις ποιούσιν ειρήνην» (3:18).

Στα παραπάνω ερωτήματα πού έθεσε ο Έλλιοτ στα Χορικά από τον Βράχο (1934), έδωσε ο ίδιος μια αποκαλυπτική απάντηση ύστερα από 8 χρόνια εντόνων εμπειριών, με ένα του στίχο στα Τέσσερα Κουαρτέτα πού δημοσιεύθηκαν το 1942: «Η μόνη σοφία πού μπορούμε να ελπίζουμε πώς θα αποκτήσουμε είναι η σοφία της ταπείνωσης. Η ταπείνωση δεν έχει τέλος».
Υπέροχη διατύπωση μιας αλήθειας πού διαποτίζει τη βιβλική σκέψη και την ορθόδοξη πνευματικότητα και πού συνοψίζεται στην προτροπητής Αγίας Γραφής: «Όσω μέγας εί, τοσούτω ταπείνου σε αυτόν, και έναντι Κυρίου ευρήσεις χάριν? ότι μεγάλη η δυναστεία του Κυρίου και υπό των ταπεινών δοξάζεται». (Σοφία Σειράχ 3:18, 20)

Συνεχίζοντας στον ρυθμό της πρώτης δέσμης ερωτημάτων, θα προχωρούσα σ’ ένα άλλο κρίσιμο θέμα πού απασχολεί κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο: Που είναι η ελευθερία πού έχουμε χάσει στον φιλελευθερισμό; Που είναι ο φιλελευθερισμός πού έχουμε χάσει στην ιδιοτέλεια;

Η ελευθερία είναι βαθύς πόθος του κάθε ανθρώπου. Χωρίς αυτή, η ανθρώπινη ύπαρξη χάνει την αξία και τη δυναμική της. Δεν είναι όμως λίγες οι περιπτώσεις οπού διεκδικούμε με πάθος την ελευθερία, όταν πρόκειται για τον εαυτό μας, και αντιστεκόμαστε ή αδιαφορούμε για την αντίστοιχη ελευθερία, πού είναι δικαίωμα και αναζήτηση άλλων ανθρώπων ή άλλων λαών. Η ελευθερία δεν εξαρτάται από την καταγωγή, τη μόρφωση, το χρώμα, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, την πολιτιστική ιδιομορφία.
Συχνά η ελευθερία χάνεται μέσα σε διάφορα ολοκληρωτικά συστήματα. Αλλά και ο φιλελευθερισμός δεν είναι σπάνιο να καταστεί μέσον διεκδικήσεων από ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων εις βάρος άλλων, κάποτε και στήριγμα για καταπίεση και παραγκωνισμό σημαντικών αναγκών μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου χρησιμοποιείται ως εφαλτήριο για την υπεράσπιση της αδικίας.

Ελευθερία ασφαλώς δεν σημαίνει ασυδοσία, παράβαση των ηθικών κανόνων με πρόσχημα το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Δεν σημαίνει αδιαφορία για τα δικαιώματα των άλλων. Η ελευθερία για να επιβιώσει, χρειάζεται απαραιτήτως την υπευθυνότητα. Σε όλα τα επίπεδα, το προσωπικό, το οικογενειακό, το τοπικό, το παγκόσμιο, ελευθερία χωρίς υπευθυνότητα είναι κατ’ εξοχήν επικίνδυνη. Αλίμονο στο αυτοκίνητο πού δεν έχει σωστό τιμόνι και καλά φρένα. Αλίμονο στην ελευθερία πού δεν έχει υπευθυνότητα και αυτοσυγκράτηση.

Περισσότερο όμως από ο, οτιδήποτε άλλο, υπονομεύει την υπευθυνότητα και αλλοιώνει τον χαρακτήρα της ελευθερίας η ιδιοτέλεια.
Η περιστροφή γύρω από το είδωλο του εαυτού μας με τις ποικίλες μορφές και τα χρώματα πού παίρνει, με συνεχή αναζήτηση του ατομικού συμφέροντος, την ατομική ικανοποίηση, την αλαζονεία. Ο πιο αδίστακτος εχθρός της ελευθερίας, ο εγωκεντρισμός, γίνεται πιο ύπουλος όταν κρύβεται στο συλλογικό εγώ αμάδων ή λαών. Αυτό τόν πειρασμό και αυτή την ολίσθηση πρέπει ιδιαιτέρα να αποφεύγουν ταλαντούχοι άνθρωποι. Το να έχει κανείς ικανότητες, μόρφωση, ευκαιρίες πλουσιοπάροχα από τόν Θεό συνήθως σημαίνει ευθύνη.

Η επόμενη παραλλαγή ερωτημάτων: Που είναι η αγάπη, πού την έχουμε χάσει στον ερωτισμό; Που είναι ο ερωτάς, πού τόν έχουμε χάσει στο σεξ;

Όλοι οι άνθρωποι, σ’ όλες τις φάσεις του βίου τους, ιδιαίτερα όμως όσοι διατρέχουν την άνοιξη της ζωής τους, είναι ευαίσθητοι στη δέσμη των αισθημάτων και των προβλημάτων πού συνδέονται με την αγάπη. Σε συντριπτικό ποσοστό οι σύγχρονες τέχνες και τα μέσα ενημερώσεως εμπλέκουν αγάπη, έρωτα, αλλά ακόμα και διαστροφές μαζί τους. Ότι σχετίζεται με τη διαιώνιση της ζωής είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο αλλά και σύνθετο.

Το ξεκίνημα της ανθρώπινης ζωής συνδέεται με μία μορφή αγάπης. Η ανάπτυξη της ζωής απαιτεί ένα κλίμα αγάπης και είναι για το βρέφος πιο πολύτιμο και από το γάλα. Προτού κάνουμε τα πρώτα βήματα στον κόσμο, θέλουμε να θηλάσουμε γάλα και αγάπη. Στα νεανικά χρόνια, νέες δυνάμεις έλξεως και αγάπης, με πρωτόγνωρη δύναμη δονούν την ανθρώπινη ύπαρξη.
Δυστυχώς όμως πολλά ιερά πράγματα απειλούνται από διάφορα συνθήματα και ιδέες πού ρυπαίνουν την εποχή μας. Περισσότερο από τη ρύπανση της ατμοσφαίρας, οι σύγχρονες πόλεις μας ταλαιπωρούνται από μια ρύπανση της φαντασίας, πού μολύνει τη σκέψη, τα συναισθήματα, τις ροπές, τις πράξεις των πολλών αλλοιώνοντας, κάποτε και διαστρέφοντας τις πιο ανές, τις πιο δυνατές και άμορφες σχέσεις. Ο κυνισμός δηλητηριάζει τόν ερωτά, ο εγωκεντρισμός συντρίβει την αγάπη. Χρειάζεται αντίσταση, αντίσταση ποιότητος. Αλλ’ επί πλέον, έμπνευση για την υπέρβαση του τυφλού πάθους, για την καλλιέργεια της αγάπης σε κάθε μορφή των σχέσεων μας. Έμπνευση από πρόσωπα πού βιώσαν ευρύτερα την αγάπη, με συνέπεια, με πρωτοτυπία και γενναιότητα. Άσκηση στήν καθημερινή πραγματικότητα, για να ζούμε πιο συγκεκριμένα, πιο ουσιαστικά, με μεγαλύτερη εμβέλεια την αγάπη: Μία αγάπη πού δεν γνωρίζει σύνορα, πού υπερβαίνει οποιεσδήποτε διακρίσεις έθνους, φυλής, χρώματος, μορφώσεως, γνώσεων.

Υπέροχα κείμενα της παγκόσμιας φιλολογίας είναι αφιερωμένα στήν αποκάλυψη του κάλλους, της δυνάμεως και της υπερχής της αγάπης. Αλλά χωρίς αμφιβολία, τα πλουσιότερα κοιτάσματα ιδεών, μορφών, κινήτρων, αληθειών, βρίσκονται στήν Αγία Γραφή, αρχίζοντας από υπέροχους στίχους της Παλαιάς Διαθήκης και φθάνοντας στο απροσμέτρητο βάθος και ύψος και μήκος και πλάτος της αγάπης, όπως την κήρυξε και την έζησε ο Ιησούς Χριστός. «Μείνατε εν τη αγάπη τη εμή» (?ω. 15:9). «Αυτή εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς». Επάνω σ’ αυτό το θεμέλιο οικοδομήθηκαν αργότερα τα πολλά υπέροχα κείμενα του αποστόλου Παύλου για την αγάπη, όπως ο ύμνος της αγάπης πού έχουμε στήν Α’ Προς Κορινθίους επιστολή. Και ο ευαγγελιστής και απόστολος Ιωάννης, με τόν πιο συνταρακτικό τρόπο, θα δηλώσει: «Ο Θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α’ ?ω. 4:16).

Ανεξάρτητα από τόν βαθμό πίστεως και σχέσεως πού έχει κανείς με τόν Ιησού, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι Αυτός παραμένει η ολοφώτεινη αποκάλυψη της αγάπης. Και όσο κανείς τόν πλησιάζει με το στοχασμό και τη ζωή του, νιώθει την ακτινοβολία της αγάπης Του να επηρεάζει ολόκληρη την ύπαρξη του.
Η αναζήτηση της σοφίας, της ελευθερίας και της αγάπης παίρνει την ορθή κατεύθυνσή της με τη ζωντανή πίστη στον Θεό, ο οποίος παραμένει η αρχική και αιώνια πηγή τους. Ακολουθώντας τόν ρυθμό του πρώτου στίχου τολμώ να πω στον τέταρτο και τελευταίο: «Που είναι η πίστη πού έχουμε χάσει στήν αφηρημένη θρησκευτικότητα; Που είναι η γνήσια θρησκευτικότητα πού έχουμε χάσει στήν τυπολατρία;»

Στους προηγούμενους αιώνες, συχνά η πίστη στον Θεό απωθήθηκε στο περιθώριο από τον Δυτικό και τόν Ανατολικό Κόσμο. Στις αρχές μάλιστα του εικοστού αιώνος, από χείλη και γραφίδες διανοουμένων διακηρύχθηκε ότι «ο Θεός πέθανε και τόν σκοτώσαμε εμείς». Στις αρχές του 21ου αιώνος παρατηρούμε σε πολλά μέρη επιστροφή της πίστεως. Σ’ αυτή όμως τη νέα άνθηση του ενδιαφέροντος για το Υπερβατικό, για το Άγιο, για τόν Θεό, διαφαίνονται δύο κίνδυνοι: Πρώτο, η αλλοίωση της θρησκευτικής εμπειρίας με μεταλλαγμένα προϊόντα διαφόρων θρησκευτικών θεωριών ποικίλης προελεύσεως, πού προτείνουν μία αόριστη πνευματικότητα. Η θρησκευτική εμπειρία ανοίγει τόν ορίζοντά μας στο άπειρο. Όχι όμως για να αφεθούμε σε ένα παθητικό, απροσδιόριστο «κενό» και σε ένα χαώδες διάστημα, στη μοναξιά. Ο δεύτερος κίνδυνος είναι η διαστροφή του θρησκευτικού συναισθήματος και αυτής της πίστεως, με προσανατολισμό την περιφρόνηση των αντιφρονούντων, τη βία και το μίσος.

Τα τελευταία χρόνια επιτείνεται ένα φοβερό κράμα βίας και θρησκευτικών συνθημάτων πού ενισχύουν σειρά από τρομοκρατικές ενέργειες. Όσα συντελούνται, κυρίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, είναι αρκετά γνωστά. Το φαινόμενο είναι πολύ πιο σύνθετο από ότι, τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται, και απαιτείται βαθύτερη ανάλυση και σοφή κατανόηση. Παλαιότερα, εκατομμύρια ταλαιπωρημένων και στερημένων ανθρώπων συσπειρώθηκαν στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα πού μεσουράνησε στον εικοστό αιώνα. Το σύστημα αυτό στηρίχθηκε στα φιλοσοφικά θεμέλια του διαλεκτικού υλισμού και αθεϊσμού, και γνωρίζουμε πως κατέρρευσε. Στον 21ο αιώνα , η απογοήτευση λόγω φτώχειας, η οργή για την αδικία, η απόγνωση θα μπορούσαν να οδηγήσουν λαούς και ευρύτατα λαϊκά στρώματα σε νέες συσπειρώσεις. Όχι πλέον με αθεϊστικά συνθήματα, αλλά με εκμετάλλευση του θρησκευτικού συναισθήματος , με τη μετάλλαξη και αλλοίωση του.

Εμπρός στο πρόβλημα αυτό θα χρειασθεί να προχωρήσουμε από την απλή πληροφόρηση στήν κριτική σκέψη και σοφή αντιμετώπιση. Ο Δυτικός Κόσμος οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι η αικία και η φτώχεια στήν ανθρωπότητα, για τα οποία ο ίδιος έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης, διευκολύνουν την εκμετάλλευση του θρησκευτικού συναισθήματος. Η θρησκευτικότητα δεν είναι απλώς εν ακοινωνικό επιφαινόμενο. όπως και η ανθρώπινη νόηση, ανήκει στό DNA του ανθρώπου. Είναι πολύτιμη γιά τήν επιβίωση και τήν πρόοδό του.

Κυρίως, επείγει νά ξαναβρούμε τόν πυρήνα της πίστεώς μας στόν Θεό, η οποία οδήγησε τόν χριστιανικό κόσμο στήν ?κπληκτική δημιουργία σέ όλους τούς τομείς. Διότι, ας μην αποσιωπούμε ότι ο πολιτισμός μας έχει συγκεκριμένες ρίζες. Ρίζες του -ως είναι γνωστό- είναι η αρχαιοελληνική σκέψη, τό ρωμαϊκό δίκαιο και Οι χριστιανικές παραδόσεις.
Η ?λλοιωμένη ή διαστρεβλωμένη πίστη, πού οδηγεί στή βία και τόν τρόμο, θά αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά μέ σοφία, μέ ?ληθινό σεβασμό στό δικαιωμα ελευθερίας όλων των ανθρώπων. Και πρό παντός μέ τή ζωντανή χριστιανική πίστη πού δέν περιορίζεται στούς εξωτερικούς τύπους και τά ευσεβοφανή λόγια. Μιά ενεργό πίστη, η οποία στηρίζει τή δικαιοσύνη και τήν αλληλεγγύη ανάμεσα στούς ανθρώπους και τούς λαούς. Μιά πίστη συνυφασμένη μέ τήν αγάπη και τό έλεος του Θεού.

Η χριστιανική πίστη είναι γεμάτη δύναμη και δημιουργικότητα, σύμφωνα με τη διαβεβαίωση του Κυρίου: «Ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει, και μείζονα τούτων ποιήσει» (Ιω. 14:12). Πίστη πού διατρανώνει τη διαχρονική παρουσία του Αγίου Πνεύματος στη ζωή των πιστών, του «Παρακλήτου», «του Πνεύματος της αλήθειας» (14:16-17). Πίστη πού θερμαίνει την ψυχή με την αίσθηση της συνεχούς παρουσίας του Χριστού και της αμοιβαιότητος της αγάπης. Δεν μπορείς να πιστεύεις αληθινά, αν δεν αγαπάς «Κύριον τόν Θεόν σου εξ όλης της καρδιάς σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου». Και στη συνέχεια, ως άμεση συνέπεια, «τόν πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μαρκ. 12:30-31).
Η αληθινή πίστη στον Θεό είναι ουσιαστικά η προσωπική σχέση εμπιστοσύνης με Αυτόν πού είναι η Αγάπη.
Αντί επιλόγου – Το δίλημμα.

Θα μου επιτρέψετα να τελειώσω με μία συγκεκριμένη Ιστορία. Θυμούμαι κάποιο νέο ιερωμένο, πρίν από τέσσερις δεκαετίες, στη νήσο Πάτμο, σε ώρα παρατεταμένης περισυλλογής. Αντιμετώπιζε ένα δίλημμα: Να μείνει στήν όμορφη ευρωπαϊκή χώρα του, μέσα στο περιβάλλον πού τόν αγαπούσε και πού το αγάπησε, ή να αναχωρήσει για μια δύσκολη αποστολή στήν Αφρική, για να βοηθήσει μια από τις πιο αδικημένες ανθρώπινες κοινότητες. Ατενίζοντας τόν ορίζοντα του ανοικτού πελάγους από το ασκητήριο όπου είχε αποσυρθεί, ζητούσε μέσα του μια ικανοποιητική απάντηση σ’ αυτό το δίλημμα. Η απάντηση ήρθε τελικά με ένα κρίσιμο ερώτημα: «Σου φθάνει ο Θεός; Πιστεύεις πραγματικά; Τότε πήγαινε. Δεν σου φθάνει; Τότε κάθισε εκεί πού είσαι». Και ένα εόμενο ερώτημα έκανε το πρώτο πιο ισχυρό: «Αν όμως δεν σου φθάνει ο Θεός, σε ποιόν ακριβώς Θεό πιστεύεις;».

Ακολούθησε μία ήρεμη απόφαση για μία τέτοια πορεία σε δύσκολους δρόμους, σε περιοχές πού είχαν ταλαιπωρηθεί από τη φτώχεια ή την αθεΐα. Σε ώρες σκληρές, πού έφθαναν στα όρια της κάμψεως ή τούανάτου, βασική παρηγοριά ήταν η εγγύηση του αναστάντος Χριστού: «Και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντέλειας του αιώνος» (Ματθ. 28:20)? και η βεβαιότητα του ψαλμωδού: «Εάν γάρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ’ εμού εί» (Ψαλμ. 22:4).

Ο ιερωμένος αυτός, ύστερα από πορεία 43 χρόνων σε διάφορα μονοπάτια της οικουμένης έχει την τιμή να απευθύνεται αυτή την ώρα σ’ εσάς αγαπητοί μου, θέλει με όλη του την ψυχή να ευχηθεί: Η συνέχεια της ζωής όλων σας να είναι μια συνεχής ανάβαση, από την απλή πληροφόρηση στη συστηματική γνώση και από τη γνώση στη σοφία «την άνωθεν κατερχομένη». Μια αδιάκοπη ανάβαση από την ιδιοτέλεια στήν αληθινή ελευθερία. Από ανεύθυνες ερωτοτροπίες, στον γνήσιο και ευλογημένο από τόν Θεό ερωτά, και κυρίως στήν ουσιαστική βίωση της χριστιανικής αγάπης. Ένα τελικό άλμα, από τη μηχανική συμμετοχή σε παραδοσιακές τελετές ή από μία φαρισαϊκού τύπου θρησκευτικότητα, προς τη ζωντανή πίστη στον Θεό, όπου το Άγιο Πνεύμα δεσπόζει και σφραγίζει τη ζωή μας με το φως, τις ενέργειες, τη δύναμή Του. Μια πίστη η οποία ανοίγεθι την ύπαρξη μας στο άπειρο, με συντροφιά την παρουσία Αυτού πού είναι Αγάπη.

Σάς το εύχομαι με όλη μου την καρδιά.

Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας
† Αναστάσιος

Λόγος εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου

Λόγος εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου

Του Ηλία Μηνιάτη

Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου, εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη.

Αυτή είναι η πλέον ζωντανή και πρεπώδης εικών της μεταστάσης εις ουρανόν Θεομήτορος οπού εζωγράφισε με θεοκίνητον κάλαμον ο Προφητάναξ· και προς την θεωρίαν της εικόνος ταύτης προσκαλώ σήμερον τα όμματα της ευλαβούς σας διανοίας, ω φιλέορτον σύστημα. Μη στοχασθήτε εδώ κάτω τα θλιβερά εκείνα σύμβολα του θανάτου· εκεί, δηλαδή, οπού φαίνεται ένα σώμα νεκρόν ηπλωμένον επάνω εις ένα κράββατον, κηδευόμενον σεπτώς παρά των ιερών Αποστόλων, παραδόξως συνηγμένων εκ των περάτων της γης. Εις την αγιωτάτην Παρθένον όλα εστάθησαν υπέρ άνθρωπον· εις τούτο μόνον έδειξε πως ήτον φύσεως ανθρωπίνης, διατί σήμερον φαίνεται, πως είναι φύσεως θνητής· αλλά και εις τούτο εφάνησαν τα προνόμια της θείας χάριτος· διατί, καθώς όταν η πανάμωμος Μαρία συνέλαβεν, η σύλληψις εστάθη άσπορος, και όταν εγέννησεν, η κύησις εστάθη αδιάφθορος,έτζι όταν απέθανεν, η νέκρωσις εστάθη αθάνατος. Δεν είναι θάνατος, όχι, ετούτος, ωσάν εκείνος ο τύραννος του γένους μας, ο υιός της κατάρας και πατήρ φθοράς, οπού εις το σκοτεινόν του βασίλειον κρατεί αιχμάλωτον του Αδάμ την κληρονομίαν. Αυτός είναι ή ένας γλυκύς ύπνος, με τον οποίον θέλησε η πάναγνος Δέσποινα ωσάν να αναπαυθή ολίγον εις το πέρας της επικήρου ταύτης ζωής, διά να αρχίση την οδόν εκείνης της ακηράτου· ή μία θαυμαστή έκστασις θείου έρωτος, εις την οποίαν, η μεν μακαριωτάτη εκείνη ψυχή σπεύδουσα το ογληγορώτερον να φθάση προς τον ηγαπημένον θείον Υιόν, άφησε δι’ ολίγον το ομοδίαιτον σώμα· και τούτο ομοίως αιρόμενον υπό χερουβικού άρματος ηκολούθησε τον αυτόν δρόμον και ανέβη δεδοξασμένον εις ουρανούς. Ίδετε τον τάφον εις το χωρίον Γεθσημανή και θέλετε τον εύρει κενόν· διατί τάφος δεν δύναται να χωρίση την Μητέρα της ζωής, το δοχείον της σεσωρευμένης θεότητος, του οποίου τόπος αντάξιος είναι ο θρόνος της θείας δόξης. Και επάνω εις τοιούτον θρόνον, εκ δεξιών του Βασιλέως Θεού, μεταστάσα η Μήτηρ του Θεού κάθεται ως Βασίλισσα των ουρανίων και επιγείων, υπερτέρα πάσης κτίσεως· «παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου». Βασίλισσα των επιγείων· εις αυτήν αποδίδει τας δευτέρας, μετά Θεόν, τιμητικάς λατρείας των πιστών η Εκκλησία εις τους αχράντους αυτής πόδας ρίπτουσι τα σκήπτρα και διαδήματα οι ευσεβείς Βασιλείς. Αυτής τον υψηλόν θρόνον περικυκλώνουσι των Ορθοδόξων τα συστήματα· και ποίος παρακαλεί υγείαν εις τας νόσους· τούτος παρηγορίαν εις τας θλίψεις· εκείνος βοήθειαν εις τας συμφοράς· όλοι ζητούσιν έλεος από την πηγήν του ελέους· και ο παρακαλών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει· διατί ανεξάντλητον είναι το πέλαγος, ακένωτος είναι η πηγή των αγαθών.

Βασίλισσα των ουρανίων· αυτήν σέβονται και προσκυνούσιν όλα των ασωμάτων τα τάγματα· οι Άγγελοι, το καθαρώτατον έσοπτρον της αγνείας· οι Αρχάγγελοι, το πολύτιμον σημείον των θείων αποκαλύψεων· αι Εξουσίαι, το πανσθενές κράτος των πιστών· αι Δυνάμεις, το ακαταμάχητον τείχος της Εκκλησίας· αι Αρχαί, την σωτήριον αρχήν της παγκοσμίου απολυτρώσεως· αι Κυριότητες, την υπερτάτην Κυρίαν του παντός· οι Θρόνοι, τον έμψυχον θρόνον του Βασιλέως της δόξης· τα Χερουβίμ, την θεοδίδακτον μυσταγωγόν της υψηλής γνώσεως· τα Σεραφίμ την άσβεστον λαμπάδα της θείας καθαρωτάτης αγάπης. Βασίλισσα, την οποίαν ασπάζεται αυτή η τρισήλιος Θεαρχία· το Πνεύμα το άγιον, την ανύμφευτον νύμφην· ο Υιός και Λόγος την απήρανδρον Μητέρα· ο Θεός και Πατήρ, την ηγαπημένην θεόπαιδα· «παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου». Αλλ’ η δοξασμένη Παντάνασσα του ουρανού και της γης, είναι (λέγει), «εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη»·δηλαδή το θεοΰφαντον ένδυμα της μακαριότητος οπού την στολίζει, είναι διάχρυσον, διά τας υπερκάλλους αγλαΐας του απροσίτου φωτός. Ειναι πεποικιλμένον, ήγουν διακεκριμένον με διάφορα χρώματα, οπού θέλει να ειπή· καθώς εις την Παρθένον ζώσαν επί της γης, ήσαν όλοι οι διάφοροι χαρακτήρες των αρετών,οπού εις πάντων των Αγίων τας ψυχάς τυπώνει η χάρις, έτζι εις την Παρθένον, μεταστάσαν εις ουρανούς, είναι όλα τα διάφορα χρώματα των θείων ελλάμψεων, οπού εις πάντων των Μακαρίων τα πρόσωπα ζωγραφίζει της θείας δόξης το τρισόλβιον φως. Όταν ο Ήλιος φθάση εις την μέσην αψίδα του ουρανού, εξίσου χύνει εις όλα τα μέρη των ακτίνων το φως, μα εξίσου δεν φωτίζονται πάντα τα φωτιζόμενα σώματα· καθώς είναι, ή αραιότερα ή πυκνότερα, έτζι, ή περισσότερον ή ολιγώτερον λαμβάνουσι το προσβάλλον απαύγασμα της ηλιακής λαμπηδόνος· τα μεν καθαρά εκλάμπουσιν ολόφωτα, τα δε διαφανή διαλάμπουσιν εύδια και τα στερεά και αντίτυπα αντιλάμπουσιν όσον μόνον γίνονται ορατά. Μα όταν λάχη και ο Ήλιος προσβάλη τας ακτίνας του εις ένα ακηλίδωτον καθρέπτην, όχι μόνον τον φωτίζει, αλλ’ αυτός όλος ο ήλιος εκεί φαίνεται να εισεβαίνει και να περικλείεται εις τρόπον, ότι εκείνος δεν φαίνεται τόσον ένα κρύσταλλον οπού φωτίζεται, αλλ’ αυτός ο Ήλιος οπού φωτίζει. Αυτή είναι, ανάμεσα των άλλων φωτιζομένων σωμάτων και του καθρέπτου η διαφορά· ότι τα μεν άλλα λαμβάνουσι μόνον του Ηλίου το φως, ο καθρέπτης λαμβάνει αυτόν όλον τον Ήλιον και ακτινοβολεί ωσάν Ήλιος. Ομοίως ο άδυτος εκείνος της δικαιοσύνης Ήλιος, οπού λάμπει εν ταις λαμπρότησι των αγίων, εξίσου χύνει εις όλα τα πνεύματα των Μακαρίων της θείας δόξης το ανέσπερον φως, μα εξίσου δεν φωτίζονται πάντα· καθένας λαμβάνει το ίδιον μέτρον της θείας φωτοχυσίας, ωσάν ένα μερικόν χρώμα μακαρίας ελλάμψεως· και δέχεται ή περισσότερον ή ολιγώτερον το μέτρον του θείου τούτου φωτός, καθώς είναι δεκτικόν, κατά τον βαθμόν δηλαδή και αναλογίαν της ιδίας του καθαρότητος. Έτζι αλλέως φωτίζονται οι άγιοι Άγγελοι, οπού είναι άϋλα πνεύματα· αλλέως οι άνθρωποι, οπού είναι φύσεως παχυτέρας·και πάλιν ανάμεσα και εις τους Αγγέλους διαφορετικά φωτίζονται από τας Κυριότητας οι Θρόνοι· από τους θρόνους τα Χερουβίμ και από τα Χερουβίμ τα Σεραφίμ· και ανάμεσα εις τους ανθρώπους, από τους Προφήτας οι Απόστολοι, από τους Ομολογητάς οι Μάρτυρες, και τους Ασκητάς αι Παρθένοι· όλοι είναι άστρα του νοητού στερεώματος, όθεν οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως φωστήρες· πλην «αστήρ αστέρος διαφέρει εν δόξει» κατά το ρητόν.

Η Παναγία Παρθένος είναι ανάμεσα εις όλους τους Μακαρίους ακηλίδωτος καθρέπτης αγνείας και καθαρότητος· όλη καλή, όλη άμωμος, καθώς την ονομάζει εις το Άσμα το Πνεύμα το Άγιον· «όλη καλή η πλησίον μου, και άμωμος ουκ έστιν εν σοι». Καθαρωτέρα ασυγκρίτως και των ανθρώπων και των Αγγέλων.Όθεν όχι μόνον εις αυτήν χύνει της μακαριότητος το φως, αλλ’ εις αυτήν εισεβαίνει και ωσάν περικλείεται όλη, όλη εκείνη η πολυχεύμων πηγή του φωτός, όλος, όλος της δόξης ο Ήλιος· εις τρόπον, ότι ως άλλος δεύτερος της δόξης Ήλιος, ακτινοβολεί της Παναγίας Παρθένου το μακάριον πρόσωπον και κάνει διπλούν το φως της ανεσπέρου ημέρας. Καταλάβετε δε την διαφοράν της μακαριότητος οπού χαίρονται των λοιπών δικαίων τα πνεύματα και της μακαριότητος οπού χαίρεται η θεομήτωρ Μαρία· ότι εκείνοι με κατά μέρος δέχονται της θείας δόξης το φως, αυτή δε όλον δέχεται της δόξης τον Ήλιον. Εκείνοι μερικώς έλαβον εδώ την χάριν και κατά το μέτρον της χάριτος απολαμβάνουσιν εκεί την δόξαν· αυτή είναι δοχείον δεκτικόν εκεί όλης της δόξης, καθώς εδώ εστάθη δοχείον δεκτικόν όλης της χάριτος. Όθεν εδώ ήτον, καθώς την ωνόμασεν ο Αρχάγγελος κεχαριτωμένη, είχε δηλαδή όλον το πλήρωμα της θείας χάριτος· το ομολογεί και ο Θεολόγος· «εκάστοις των εκλεκτών η χάρις κατά μέγεθος εδόθη, τη δε Παρθένω άπαν το της χάριτος πλήρωμα»·εκεί δε είναι δεδοξασμένη, έχει δηλαδή όλον το πλήρωμα της θείας δόξης, καθώς την επροείδεν ο Ιεζεκιήλ· «και είδον, και ιδού πλήρης δόξης ο οίκος του Κυρίου». Και «παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου, εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη». Αδύνατον είναι, Χριστιανοί, ο νους μας να φαντασθή το υπέρλαμπρον εκείνο φως, με το οποίον αστράπτει η μακαρία Παρθένος εις τον Παράδεισον· η Σελήνη, ο Ήλιος είναι σκοτεινά πράγματα παραβαλλόμενα με εκείνο το ανεκλάλητον κάλος, το οποίον βλέπουσι και δεν χορταίνουσιν οι μακάριοι· τι ωραίον! τι φαεινόν! τι θεοειδές θέαμα εις τα μάτια των Σεραφίμ. Τούτο επεθύμησε να ιδή ένας νέος πολλά ευσεβής της Παρθένου και έκαμε προς αυτήν τοιαύτην δέησιν. «Μαρία, γλυκύτατον όνομα, όπου εγώ μετά Θεόν σέβω και προσκυνώ με όλον τον πόθον και ευλάβειαν της ψυχής μου, διατί είσαι της ψυχής μου η παρηγορία και η χαρά· αν εύρηκα χάριν ενώπιόν σου ο ταπεινός δούλος σου, μίαν χάριν να μου κάμης σε παρακαλώ· ανάμεσα εις τας άλλας ευεργεσίας να με αξιώσης να σε ιδώ καθώς είσαι εις τον Παράδεισον. Αξίωσόν με, αειπάρθενε Κόρη, αξίωσόν με, Μήτερ ελέους· ας σε ιδώ και ευχαριστούμαι να χάσω ένα από τα μάτια μου». Εισήκουσεν η Πάναγνος Δέσποινα του ευλαβούς της δούλου την προσευχή· του εφάνη μίαν νύκτα εις τον ύπνον του ολολαμπής, με όλον εκείνο το φως της δόξης, με το οποίον λάμπει εις τον ουρανόν. Εξύπνησεν ο νέος και, αληθινά, έχασε το ένα από τα ομμάτια του, μα από την χαράν οπού είχεν, ότι ηξιώθη να ιδή την Βασίλισσαν του ουρανού και της γης, δεν ελυπάτο ολότελα, ότι εστερήθη το φως του· μάλιστα πάλιν παρακαλεί να την ιδή άλλην μίαν φοράν και ευχαριστείται να χάση και το άλλο ομμάτι, οπού του έμεινε· και πάλιν ηξιώθη, πάλιν την είδε· μα τι λογιάζετε, Χριστιανοι; πως τάχα να έμεινε τυφλός και από τα δύο ομμάτια; η συμπαθεστάτη Μήτηρ του Θεού, ωσάν του εφάνη την δευτέραν φοράν, όχι μόνον δεν τον εστέρησεν από το ένα ομμάτι οπού του έμεινεν, αλλά του έστρεψε και το άλλο οπού είχε χαμένον. Εξύπνησεν ο νέος εκείνος και με τα δύο ομμάτια υγιή και όλος εκστατικός από την διπλήν χαρά, με πολλά δάκρυα ευλαβούς αγαλλιάσεως, έδωκε τη Θεομήτορι χιλίας ευχαριστίας.

Κεχαριτωμένη, Δεδοξασμένη, Παντάνασσα, από την άφθονον εκείνην ηλιοβολίαν του θείου φωτός οπού χαίρεσαι, παρισταμένη εκ δεξιών του μονογενούς σου Υιού, πέμψον εδώ κάτω και εις ημάς τους ευλαβείς δούλους σου μίαν μακαρίαν ακτίνα, οπού να είναι και φως εις τον εσκοτισμένον μας νουν και φλόγα εις την ψυχραμένην μας θέλησιν, διά να βλέπωμεν να περιπατούμεν σπουδαίοι εις την οδόν των θείων δικαιωμάτων. Ημείς, μετά Θεόν, εις εσέ του Θεού την Μητέρα και Μητέρα ημών έχομεν την ελπίδα της σωτηρίας μας· από σε ελπίζομεν τας νίκας της γαληνοτάτης Αυθεντίας, τα τρόπαια των Ευσεβών Βασιλέων· την στερέωσιν της Εκκλησίας· την αντίληψιν του Ορθοδόξου γένους· την σκέπην της ευλαβούς του ταύτης πολιτείας, οπού είναι αφιερωμένη εις την άμαχόν σου βοήθειαν. Ναι, Παναγία Παρθένε, ναι, Μαρία, όνομα οπού είναι η χαρά, η παρηγορία, το καύχημα των Χριστιανών· δέξου την νηστείαν και παράκλησιν των αγίων τούτων ημερών, οπού εκάμαμε εις τιμήν σου, ως θυμίαμα ευπρόσδεκτον· και αξίωσόν μας, καθώς εδώ εις την Εκκλησίαν ευλαβώς ασπαζόμεθα την αγίαν και θαυματουργόν ταύτην εικόνα, έτζι και εκεί εις τον Παράδεισον να ιδούμεν αυτό το μακάριόν σου πρόσωπον, το οποίον να προσκυνούμεν συν τω Πατρί και τω Υιώ και τω αγίω Πνεύματι, εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.