ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΜΩΝΥΜΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΟΜΩΝΥΜΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Σέ ἀπόσταση 2 χλμ. περίπου ἀπό τό κέντρο τοῦ δημοτικοῦ διαμερίσματος τοῦ ἁγίου Πνεύματος εὑρίσκεται ἡ ἱστορική Μονή τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἡ ὁποῖα ἐκτίσθη περί το 1857 μ.Χ. καί λειτούργησε παλαιότερα ὡς ἀνδρῶα Ἱερᾶ Μονή. Το μοναστηριακό συγκρότημα καί τό καθολικό ἀνακαινίσθηκε πρόσφατα. Ἑορτάζει τήν Δευτέρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέ συμμετοχή πλήθους πιστῶν ἀπό ὅλη την Μακεδονία.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ “ΒΥΣΣΙΑΝΗΣ”

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ “ΒΥΣΣΙΑΝΗΣ”

Σέ ἀπόσταση δέκα χιλομέτρων βόρεια τῆς πόλεως τῶν Σερρῶν και δύο ἀπό τό δημοτικό διαμέρισμα τοῦ Μετοχίου, μέσα σέ ἕνα καταπράσινο τοπίο ἡ γυναικεία Ἱερά Μονή τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου. Ἡ Μονή ἱδρύθηκε τό 1972 μέ πρωτοβουλία τῶν Σερραίων κατοίκων και ἔλαβε τήν προσωνυμία «ἡ Βύσσιανη» ἀπό τό ὁμώνυμο χωριό πού βρισκόταν σέ κοντινή ἀπόσταση. Για πρώτη ἴσως φορά το χωριό αὐτό ἀπαντᾶται σέ ἔγγραφο τοῦ 1320, καθώς καίσέ ἔγγραφα τῶν ἐτῶν 1328 καί 1344. Το χωριό αὐτό καταστράφηκε τό 1916 ἀπό τά βουλγαρικά στρατεύματα κατοχῆς καί σήμερα τόν τόπο ὕπαρξής του μαρτυροῦν μόνο τά ἐρείπια τῶν κατοικιῶν.

Ἡ Μονή κατά τήν διάρκεια τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα χρησιμοποιήθηκε ὡς καταφύγιο τῶν ἀγωνιστῶν καί ὡς κρύπτη ὅπλων και πολεμοφοδίων. Ὑπέστη ζημιές τήν περίοδο τῶν Βαλκανικῶν πολέμων τοῦ 1912-13 καί μετέπειτα ἐρημώθηκε. Γιά τήν ἀποκατάστασητῶν ζημιῶν πού ὑπέστη συστάθηκε μία ἀδελφότητα μέ τήν ἐπωνυμία «Ἀγαθοεργός Ἀδελφότης ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου Βύσσιανης». Μέριμνά της ἦταν ἡ ἀνακατασκευή τοῦ παλαιοῦ Ναοῦ τῆς Μονῆς. Οἱ ἐργασίες ἀποκατάστασης ἄρχισαν τον Ἰούλιο τοῦ 1925 καί ὁλοκληρώθηκαν τό 1928. Στίς 17 Σεπτεμβρίου τοῦ 1925 τελέστηκαν τά ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ. Τό ἔργο τῆς ἀδελφότητας αὐτῆς ἐνισχύει ἡ ἵδρυση ἑνός συλλόγου ὑπό τήν ἐπωνυμία «Σύλλογος Κυριῶν καίΔεσποινίδων Βύσσάνης».

Στήν Ἱερά Μονή φυλάσσεται ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία εὑρέθηκε σύμφωνα μέ τήν λαϊκή παράδοση, ἀπό ἕναν γεωργόστόν τόπο ὅπου εἶναι κτισμένο σήμερα τό καθολικό, ὅταν γιά τέσσερις νύχτες ἔβλεπε ἕνα δυνατό φῶς νά λάμπῃ ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν ἡ εἰκόνα. Σέ θαύμα τῆς Παναγίας Βύσσιανης ἀποδίδεται ἐπίσης ἡ ἀνάβλυση ἄφθονου νεροῦ. Τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς της, 14 Αὐγούστου 1996, τό ἐπί σειρά ἐτῶν ἀποξηραμένο ἁγίασμα ἄρχισε νά ἀναβλύζει νερό ἀσταμάτητα μέχρι καί σήμερα. Τό καθολικό τῆς Μονῆς ἐπεκτάθηκε τό 1996 μέ τήν προσθήκη νάρθηκα. Στή θέση τοῦ παλαιοῦ Ναοῦ, ὁ ὁποῖος κατεδαφίστηκε, κτίσθηκε Παρεκκλήσι τῆς Παναγίας.

Πρώτη μοναχή πού ἐγκαταβίωσε στή Μονή ἦταν ἡ ἀδελφή Πελαγία, πού ἦρθε νά μονάσει ἀπό τήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Μηνᾶ Δράμας τό 1972.

Τό 1984 ἐγκαταστάσθηκε νέα ἀδελφότητα ὑπό τήν πεπνυμένη καθοδήγηση τῆς Ἡγουμένης Γερόντισσας Ἰσιδώρας Βουλγαροπούλου. Σήμερα στήν Ἱερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Βύσσιανης μονάζουν 10 μοναχές. Ἑορτάζει στίς 15 Αὐγούστου τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου καί τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Ἡ Μονή δέχεται ἐπισκέπτες κατά τίς ὧρες 7:30 π.μ. ἕως 13:00 μ.μ. καί ἀπό 17:00 μ.μ. μέχρι στίς 20:00 μ.μ. Διεύθυνση: Ἱερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου «Βύσσιανης», Τ.Κ. 62100, Σέρρες. Τηλ. (23210) 62502

Επέτειος 100 χρόνων από την απελευθέρωση των Σερρών

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΣΕΡΡΩΝ ΚΑΙ ΝΙΓΡΙΤΗΣ Κ. ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ 100 ΧΡΟΝΩΝ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΣΕΡΡΩΝ
ΣΤΟΝ Ι.Ν. ΑΓ. ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΣΕΡΡΩΝ

Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἐξοχώτατε κ. Ὑπουργέ,
Ἐνδοξώτατε Στρατηγέ, Ἀρχηγέ Γ.Ε.ΕΘ.Α.,
Ἐντιμότατοι κ. Βουλευτές,
Ἀξιότιμε κ. Περιφερειάρχα Κεντρ. Μακεδονίας,
Ἀξιότιμε κ. Δήμαρχε,
Διακεκριμένοι λοιποί ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν ἀρχῶν,
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Ὁ Μακεδονικός Ἀγῶνας ὑπῆρξε μία ἀπό τίς σημαντικότερες καί ἡρωϊκότερες ἐξάρσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ κατά τά τέλη τοῦ 19ου καί τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος. Οἱ πατέρες μας, οἱ ἔνδοξοι Μακεδονομάχοι, ἀγωνίσθησαν ἤδη ἀπό τό 1821, μέ κορυφαῖο τότε ἀρχηγέτη τόν συντοπίτη μας Ἀρχιστράτηγο Ἐμμανουήλ Παπᾶ, γιά τό ὑπερμέγιστο ἀγαθό τῆς ἐλευθερίας. Καθώς ἐφέτος συμπληρώνονται ἑκατό χρόνια ἀπό τήν ἀπελευθέρωση τῆς πόλεως καί τῆς περιοχῆς μας ἀπό τήν διπλή σκληρή σκλαβιά, πρωτίστως στούς Τούρκους γιά 530 χρόνια καί ἀργότερα στούς Βουλγάρους, κλίνουμε νοερῶς μέ εὐλάβεια καί σεβασμό τό γόνυ τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας ἐνώπιον τοῦ μαρτυρίου καί τῆς θυσίας τῶν ἡρωϊκῶν ἀγωνιστῶν, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, νέων καί γερόντων, κληρικῶν καί λαϊκῶν, πού βασανίσθηκαν, διώχθηκαν καί θυσιάστηκαν γιά τήν ἐλευθερία τῆς ἑλληνικωτάτης Μακεδονίας μας, καταθέτοντας τήν εὐγνωμοσύνη καί τόν σεβασμό μας στήν μνήμη των. Ἡ λαμπρή αὐτή ἐπέτειος μᾶς δίνει ἐπίσης τήν ἀφορμή νά ἐμβαθύνουμε μέ γόνιμο τρόπο στά γεγονότα καί κυρίως νά διδαχθοῦμε ἀπό αὐτά. Ἡ ἀναγνώριση, ἡ ἔκφραση καί ἡ ἀπονομή τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης πρός ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, στίς κρίσιμες στιγμές τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου, ἐπετέλεσαν μέ συναίσθηση ὑψηλῆς εὐθύνης καί ἀπαράμιλλο ἡρωϊσμό τό χρέος τους πρός τήν Πατρίδα, ἀποτελεῖ ἐπιβεβλημένο καθῆκον ὅλων μας, πού σήμερα ἀπολαμβάνουμε τό μέγα ἀγαθό τῆς ἐλευθερίας, χάρη στίς ἰδικές τους θυσίες. Ἕνας ἀπό τούς κορυφαίους πρωταγωνιστές αὐτοῦ τοῦ ἔπους, στόν ὁποῖον ὀφείλεται ἰδιαίτερη τιμή καί εὐγνωμοσύνη, γιά ὅσα ὑπέρ τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος ἔπραξε, εἶναι καί ὁ ἀείμνηστος προκάτοχός μας, Μητροπολίτης Σερρῶν Ἀπόστολος Χριστοδούλου (1909 – 1917), πού ὡς ὁ κορυφαῖος τοῦ ἀγῶνος ἀλλά τῆς ὀδύνης καί τῆς μεγάλης θλίψεως τῶν ἡμερῶν ἐκείνων, παρέμεινε ὡς τό τέλος ὁ καλός ποιμένας, κοντά στό βασανισμένο ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Σερρῶν Ἀπόστολος Χριστοδούλου, γεννήθηκε στό χωριό Ἅγιοι Θεόδωροι τῆς Ἴμβρου τό 1856. Ὁλοκλήρωσε τίς ἐγκύκλιες σπουδές στήν πατρίδα του καί, ὑπό τήν ἐγγύηση τοῦ Μητροπολίτου Ἴμβρου Νικηφόρου, ἔγινε δεκτός στή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης τό 1874. Μετά τήν φοίτησή του στή Σχολή, ὅπου διακρίθηκε γιά τήν φιλοπονία καί σεμνότητά του, τό 1881 χειροτονήθηκε διάκονος. Ἐπί ἕνα ἔτος ἐδίδαξε τά θρησκευτικά μαθήματα στό Ζάππειο Παρθεναγωγεῖο. Τό 1882 ἐσπούδασε στή Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καί μετά τήν εὐδόκιμη ἀποφοίτησή του ἔγινε καθηγητής στήν περιώνυμο Σχολή τῆς Χάλκης, τῆς ὁποίας τήν διεύθυνση ἀνέλαβε τό 1899. Ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἐκτιμήσασα τό σύνολο τῆς προσφορᾶς του, τό 1901 τόν ἐξέλεξε Μητροπολίτη Σταυρουπόλεως καί τό 1906 τόν προήγαγε σέ Μητροπολίτη Βεροίας. Στίς 28 Αὐγούστου τοῦ 1909 ἀνῆλθε μέ κανονικές ψήφους στόν Μητροπολιτικό θρόνο τῶν Σερρῶν, διαδεχόμενος τόν ἐν ἀκμῇ ἡλικίας ἀδοκήτως θανόντα, Μητροπολίτη Ἀθανάσιο Πιπέρα. Ὁ ἀείμνηστος Ποιμενάρχης ὀργάνωσε κατ’ ἐκεῖνες τίς δραματικές ὥρες τοῦ Ἰουνίου τοῦ 1913 τήν ἄμυνα τῆς πόλεως, προστατεύοντας ὡς φιλόστοργος πατέρας τούς Ἕλληνες ἀλλά καί τούς Τούρκους πολίτες τῶν Σερρῶν ἀπό τίς ἄγριες ἐπιθέσεις τῶν Βουλγάρων. Μέ ἀπαράμιλλη τόλμη προσεπάθησε νά ἀποτρέψει τήν καταστροφή τῆς πόλεως ἀπευθυνόμενος ἐγκαίρως στίς βραδέως δυστυχῶς προελαύνουσες Ἑλληνικές δυνάμεις καί ἐθρήνησε ὡς ἄλλος Ἱερεμίας στά ἐρείπια τῆς ἀγαπημένης του πόλεως, ἀνάμεσα στά ὁποῖα περιλαμβανόταν ὁ περικαλλέστατος παλαιός Μητροπολιτικός Ναός τῶν Ἁγίων Θεοδώρων καί ἄλλες 18 ἐκκλησίες, καί τέλος ὑπεδέχθη ὡς ἐπικεφαλῆς τῆς πόλεως, τόν ἔνδοξο καί ἐλευθερωτή Ἑλληνικό στρατό μετά ἀπό 530 χρόνια ἀπαράκλητης σκλαβιᾶς στούς Τούρκους καί ὁλιγόμηνης κατοχῆς στούς Βουλγάρους.

Λίγα χρόνια ὅμως μετά καί πάλι ἡ πόλη μας ἀναστατώνεται ὅταν τά τύμπανα τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ἠχοῦν. Οἱ πυρπολητές τῶν Σερρῶν στίς 29 Αὐγούστου τοῦ 1916 ξαναγυρίζουν. Εἶναι τό ἴδιο σκληροί καί ἀπάνθρωποι, ὅπως καί στήν πρώτη περίοδο τῆς κατοχῆς τους. Ὁ Μητροπολίτης περιορίσθηκε φρουρούμενος στήν ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς του καί δέν τοῦ ἐπετρέπετο ἡ ἔξοδος στήν ἐπαρχία. Ἡ ἀντικειμενική ἀδυναμία του νά βοηθήσει τούς χριστιανούς του, μαραζώνει τήν ψυχή του καί στις 14 Ἰανουαρίου τοῦ 1917 ὁ σεπτός Ποιμενάρχης τῶν Σερρῶν παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Πλαστουργοῦ του.

Ὁ Μητροπολίτης Ἀπόστολος Χριστοδούλου ὅλα αὐτά τά χρόνια πού ἐποίμανε την περίβλεπτο Μητρόπολη τῶν Σερρῶν ἦταν, μέ ὅλο τό σθένος τῆς ψυχῆς του, ὁ στοργικός ποιμένας, ὁ φρυκτωρός τῶν ἰδανικῶν τοῦ Γένους μας, ὁ ἄγρυπνος φρουρός τῶν δικαίων τοῦ Σερραϊκοῦ λαοῦ τά χρόνια τῆς μεγάλης του δοκιμασίας. Ἀναθεωρώντας κανείς τήν ἔκβαση τῆς ἀναστροφῆς καί τῆς προσφορᾶς τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου Ἀποστόλου στά πέτρινα ἐκεῖνα χρόνια, μποροῦμε νά διακρίνουμε εὐχερῶς τό μεγαλεῖο, τό πνευματικό, ἠθικό καί ἐθνικό εὖρος τοῦ ἀνδρός, στόν ὁποῖο ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἐπεφύλαξε τήν μεγάλη εὐλογία νά ὑποδεχθεῖ ὡς ἐπικεφαλῆς ὁλοκλήρου τοῦ Σερραϊκοῦ λαοῦ, τήν 29η Ἰουνίου 1913, τόν ἐλευθερωτή, ἔνδοξο Ἑλληνικό Στρατό πού προήλαυνε νικητής, δυστυχῶς ὅμως μέσα στά καπνίζοντα ἐρείπια τῆς πυρικαύστου μαρτυρικῆς καί ἑλληνικωτάτης αὐτῆς πόλεως. Ἡ Ἐκκλησία τῶν Σερρῶν καί ἡ πόλις κατά λόγον δικαιοσύνης ὀφείλει αἰώνια εὐγνωμοσύνη στόν μεγάλο αὐτόν Ἱεράρχη, τοῦ ὁποίου ἡ προτομή, ἔργο τῆς φιλοκάλου σμίλης τῆς Σερραίας γλύπτριας κ. Μαρίας Χαλβατζῆ, θά κοσμεῖ ἐφεξῆς τόν περίβλεπτο αὐτό Βυζαντινό Ναό τῶν Θείων Θεοδώρων καί θά ὑπενθυμίζει σέ ὅλους μας τό χρέος μας πρός τήν Ἐκκλησία καί τήν πατρίδα.

Ἀγαπητοί μου,

Ὁ Ἑλληνικός λαός στήν ἱστορική του πορεία ἔχει γνωρίσει πολλούς κατακτητές, ἔχει ἀποκτήσει συνείδηση τί θά πεῖ σκλαβιά καί ἔχει χύσει πολύ αἷμα γιά τήν πολυπόθητη κάθε φορά ἐλευθερία του. Ἔτσι γνωρίζει τή μεγάλη σημασία καί ἀξία τῆς εἰρηνικῆς καί ἐλεύθερης ζωῆς. Ἡ πίστις μας στήν πρόνοια τοῦ ἁγίου Θεοῦ καί στά προτερήματα τοῦ Γένους μας, ἡ προσεκτική μελέτη καί ὁ σεβασμός τῆς ἱστορίας μας, ἡ ἐπαγρύπνηση, ἡ ἐθνική μας ἑνότητα καί ὁμοψυχία, ἡ ἐργώδης προσπάθειά μας, ἀποτελοῦν καί σήμερα τά πιό ἀποτελεσματικά ὅπλα, γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ποικίλων ἐθνικῶν, κοινωνικῶν καί πνευματικῶν προκλήσεων καί κρίσεων τῆς σύγχρονης ἐποχῆς.

Τοῦ ἀοιδίμου καί γενναιόφρονος Ποιμενάρχου τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σερρῶν ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, αἰωνία ἡ μνήμη.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Σερρῶν καί Νιγρίτης Θεολόγος

Περί της αργίας της Κυριακής

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

«Ἡ πρώτη κτίσις τήν ἀρχήν ἀπό Κυριακῆς λαμβάνει, (δῆλον δέ ἀπό γάρ ταύτης ἑβδόμη τό Σάββατον γίνεται, κατάπαυσις οὖσα τῶν ἔργων), οὕτω καί ἡ δευτέρα (κτίσις) πάλιν ἐκ τῆς αὐτῆς ἄρχηται, πρώτη οὖσα τῶν μετ’ αὐτήν, καί ὀγδοάς ἀπό τῶν πρό αὐτῆς, ὑψηλῆς ὑψηλοτέρα, καί θαυμασίας θαυμασιωτέρα. Πρός γάρ τήν ἄνω φέρει κατάστασιν». (Ἅγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς τήν καινήν Κυριακήν, Λόγος ΜΔ’, § Ε’, PG 36, στ. 612C).

Ἡ «ὁμῆλιξ τοῦ φωτός, ἁγία Κυριακή, ἡ τῇ ἀναστάσει τοῦ Κυρίου τετιμημένη» (Μ. Βασίλειος) σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς ἁγίας ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἀλλά καί τήν μακραίωνη ἐθιμική παράδοση τοῦ τόπου μας θεωρεῖται ἡμέρα ἱερή καί σεβασμία. Εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἡμέρα τοῦ Κυρίου, πού τιμήθηκε μόνη ἀπό ὅλες τίς ἡμέρες τοῦ ἑβδοματικοῦ χρόνου μέ αὐτό τοῦτο τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας. Εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, «ἡ μιᾷ τῶν Σαββάτων» ἀλλά καί ἡ ὀγδόη αὐτῆς, ἡ προεικόνιση τῆς ἀλήκτου καί ἀνεσπέρου ἡμέρας τοῦ Κυρίου, ἡ προτύπωση τοῦ ὄγδοου καί ἀτελεύτητου αἰῶνος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ Κυριακή ἡμέρα, κατά τόν ἱερό Γρηγόριο τόν Θεολόγο ὑπεμφαίνει τήν πρώτη δημιουργία τοῦ κόσμου ἀλλά καί τήν διά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἀναδημιουργία καί ἀνάπλασή του. Ἡ ἁγία αὐτή ἡμέρα μυσταγωγεῖ στόν κόσμο τό θαῦμα τῆς ἑβδομαδιαίας λειτουργικῆς ἀναμνήσεως τοῦ θείου Πάσχα, τήν τελείωση καί τήν πλήρωση τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας Ἀναστάσεως.

Ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἀπό τοῦ πρώτου ἀκόμα αἰῶνος (Ἀποκ. α’, 10), προέκρινε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς ἀπό τίς ὑπόλοιπες τῆς ἑβδομάδος καί τήν ἀφιέρωσε λειτουργικῶς καί ἑορτολογικῶς στό ὑπερφυές καί φιλανθρωπότατο μυστήριο τῆς πανενδόξου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας, ἀπό τῆς ὁποίας «τό ἀείζωον, ἡ ἀφθαρσία τε καί τό ἀθάνατον ἐπήγασεν» (Μητροπολίτου Φιλαδελφείας Μακαρίου Χρυσοκεφάλου (1336-1382), λόγος θ’, Εἰς τάς Μυροφόρους).

Ἡ ἁγία ἡμέρα τῆς Κυριακῆς καθώς εἶναι ἡ πρώτη καί μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς δεσποτικές ἑορτές τοῦ χρόνου, ὡραΐζεται καί μεγαλύνεται μέ τά προνόμια, κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, τῆς θείας Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος, καί καθώς ὑπηρετεῖ βαθύτατους συμβολισμούς καί νοήματα ὑψηλά, τιμήθηκε ὑπερβαλλόντως ἀπό τήν συνείδηση τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Σώματος μέ λειτουργική, ἱστορική, πνευματική καί ἠθική περιωπή καί δόξα. Ἡ κατ’ ἐξοχήν αὐτή πανσεβάσμιος ἡμέρα τῶν λειτουργικῶν συνάξεων τοῦ Κυριακοῦ Σώματος, ἡ ἀείροος πηγή τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ἡ τετιμημένη ἡμέρα τῆς καταπαύσεως καί τοῦ ἁγιασμοῦ, ἡ ἔμπνευσις τῶν θεοφόρων Πατέρων μας, ἡ ἁγία ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, «ἡ ὕπατος πασῶν τῶν ἡμερῶν», εἰσοδεύει τήν ζωή τῶν πιστῶν στήν κατόπτευση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καί χειραγωγεῖ πρός τήν «τοῦ Θεοῦ ἀνάνευσιν» καί θεωρία.

Γιά ὅλους τούς παραπάνω λόγους ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας ἐνωρίτατα καί ἐκ λόγων φιλανθρωπίας ἀνέδειξε τήν ἀξία τῆς Κυριακῆς ὡς ἡμέρας δοξολογίας, ἁγιασμοῦ, ἀναπαύσεως, πνευματικῆς καί σωματικῆς ἀνασυγκροτήσεως, ὁριοθετήσεως τοῦ ἀληθοῦς νοήματος τῆς ζωῆς μας, ἀνακαλύψεως τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἐξόδου μας ἀπό τήν φιλαυτία καί φιλαργυρία, συναντήσεώς μας «ἐν παροξυσμῷ ἀγάπης» μετά τοῦ Θεοῦ καί τῆς εἰκόνος Του, τοῦ ἀνθρώπου. Ἰδού τί λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς περί τῆς Κυριακῆς: «Ταύτην, τοίνυν, τήν ἡμέραν (τήν Κυριακήν) ἁγιάσεις καί βιοτικόν πᾶν ἔργον οὐ ποιήσεις, χωρίς τῶν ἀναγκαίων, καί τοῖς ὑπό σέ καί μετά σοῦ πᾶσιν ἄνεσιν παρέξεις, ἵν’ ὁμοῦ δοξάσητε τόν τῷ οἰκείῳ θανάτῳ κτησάμενον ἡμᾶς καί ἀναστάντα καί συναναστήσαντα τήν ἡμετέραν φύσιν… Καί προσκαρτερήσεις ἐν αὐτῇ τῷ τοῦ Θεοῦ ναῷ καί ταῖς ἐν αὐτῷ συνάξεσι παραμενεῖς καί μεταλήψῃ ἐν εἰλικρινεῖ πίστει καί ἀκατακρίτῳ συνειδότι τοῦ ἁγίου σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ καί ἀρχήν ἀκριβεστέρου βίου ἄρξῃ καί ἀνακαινίσεις σεαυτόν καί ἑτοιμάσεις πρός ὑποδοχήν τῶν μελλόντων αἰωνίων ἀγαθῶν» (Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Δεκάλογος τῆς κατά Χριστόν νομοθεσίας. Φιλοκαλία, τ. Δ’, ἔκδ. Ἀστήρ, Ἀθήνα 1976, σ. 118-119). Στήν ἴδια πνευματική γραμμή καί ἀπό τήν αὐτή κοινωνική εὐαισθησία, χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ εὐρύτατου πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας μας ἐμφορούμενος, κινεῖται καί ὁ σοφός Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Εὐσέβιος, τονίζοντας: «Μή παρέλθῃς τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου, μή κλέψῃς τήν ἡμέραν αὐτοῦ, μή ἀποστερήσῃς τοῖς μισθίοις σου τήν ἀνάπαυσιν, μή χωρισθῇς τῆς εὐχῆς, μή ἀποστῇς τῆς Ἐκκλησίας» (Εὐσεβίου Ἀλεξανδρείας, PG 86 A, στ. 421Α).

Ἡ ἁγία ἡμέρα τοῦ Κυρίου, ἡ σεπτή Κυριακή, τό ἑβδομαδιαῖο Πάσχα προβάλλει ἐνώπιόν μας ὄχι μόνον ὡς μία ἀνθρώπινη ἀναγκαιότητα γιά ἀνάπαυση «ἀπό τῶν κόπων τῆς πολυμόχθου σαρκός» καί ἀνασυγκροτήσεως τῆς προσωπικῆς, οἰκογενειακῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς μας, ἀλλά πρωτίστως ὡς ἕνα πνευματικό αἴτημα δοξολογίας τοῦ ἁγίου Θεοῦ καί ἁγιασμοῦ τῆς ὑπάρξεώς μας διά τῆς ἐμπροϋποθέτου συμμετοχῆς μας στήν ψυχοτρόφο Τράπεζα τοῦ Κυρίου μας, ἀποφυγῆς τῆς ἁμαρτίας, ἀσκήσεως τῆς φιλανθρωπίας καί ἐπαναριοθετήσεως σύνολης τῆς ζωῆς μας στήν προοπτική τῆς αἰωνιότητος. Ἡ Κυριακή εἶναι πολύ περισσότερο ἀπό μία ἀργία κοσμική. Εἶναι πρόγευση τῆς αἰωνιότητος, ὑπόθεση πνευματικῆς ἐργασίας, πλησμονή ἀνναστασίμου χαρᾶς, ἀφορμή ἁγιασμοῦ, εὐκαιρία μετανοίας, ἐπιλογή ζωῆς, εὐωδία Παραδείσου, πρόσκληση αἰωνιότητος, συνάντηση Θεοῦ.

Γιά τοῦτο τόν λόγο μόνο ἀπορία καί βαθύτατο προβληματισμό προκαλεῖ ἡ ἐπιχειρούμενη τελευταίως σταδιακή κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς ὥστε, ὡς ὑποστηρίζεται νά ἀνακάμψει οἰκονομικά ἡ δύστηνος πατρίδα μας. Σέ ἐποχές κρίσεων, ὅπως σήμερα, εἶναι τουλάχιστον ἀκατανόητο νά μήν ἐνισχύονται τά πνευματικά καί ἠθικά θεμέλια τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, νά περιορίζονται τά ὅρια τῆς ζωῆς, νά ἰσοπεδώνεται ἡ ἐλπίδα, νά ἀφαιρεῖται ἡ προοπτική, νά ἀποϊεροποιεῖται ὁ ἄνθρωπος, νά πλήττεται ὁ ἱερός θεσμός τῆς οἰκογένειας, νά «θεοποιεῖται» τό χρῆμα καί τό κέρδος, νά μεταπίπτει ὁ ἄνθρωπος σέ παραγωγική μηχανή καί λογιστική μονάδα. Εὐθύνη μας εἶναι νά ἀνακαλύψουμε τήν ὀμορφιά τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου, νά γνωρίσουμε τούς ὑψηλούς πνευματικούς συμβολισμούς καί τήν ἀτίμητη ἀξία γιά τήν ζωή μας συνολικῶς, τῆς σεπτῆς αὐτῆς ἡμέρας πού λαμπρύνεται μέ τά ἀκριβά προνόμια τοῦ ὑπερφυοῦς μυστηρίου τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Σερρῶν καί Νιγρίτης Θεολόγος