ΝΑΟΣ ΠΕΡΙΚΑΛΛΗΣ
Ψηφίδες ιστορίας και ταυτότητας του Ιερού Ναού των Αγίων Θεοδώρων Σερρών
Επιμέλεια:
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΕΝΝΑ
Έκδοσις:Επικοινωνιακό και μορφωτικό Ίδρυμα Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης «Άγιος Νικήτας ο νέος»
Σέρρες 2013
Ψηφίδες ιστορίας και ταυτότητας του Ιερού Ναού των Αγίων Θεοδώρων Σερρών
Επιμέλεια:
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΕΝΝΑ
Έκδοσις:Επικοινωνιακό και μορφωτικό Ίδρυμα Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης «Άγιος Νικήτας ο νέος»
Σέρρες 2013
Ἐπιμέλεια ἐκδόσεως:
Ἱερά Μητρόπολις Σερρῶν καί Νιγρίτης
Έκδοσις:Ἐπικοινωνιακό καί Ἐπιμορφωτικό Ἵδρυμα «Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Νέος»
Σέρρες 2013
π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ
«᾿Εγώ εἰμι τὸ Α καὶ τὸ Ω» (᾿Αποκ. αʹ 8)
Τὸ χριστιανικὸ μήνυμα ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μήνυμα σωτηρίας καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριός μας ἀρχικὰ χαρακτηρίστηκε ὡς ὁ Σωτήρας, ὁ ῾Οποῖος λύτρωσε τὸν λαό Του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς. Τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς Σαρκώσεως ἑρμηνευόταν συνήθως ἀπὸ τὴν πρώτη χριστιανικὴ θεολογία μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς Λυτρώσεως. ᾿Εσφαλμένες ἀντιλήψεις γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὶς ὁποῖες ἡ πρώτη ᾿Εκκλησία ἔπρεπε νὰ παλέψει, ἀποδοκιμάστηκαν καὶ ἀπορρίφθηκαν ἀκριβῶς ὅταν αὐτὲς ἔτειναν νὰ ὑποσκάψουν τὴν πραγματικότητα τῆς Λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Θεωρήθηκε γενικὰ ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς Σωτηρίας ἦταν ὅτι ἡ προσωπικὴ ἕνωση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἀποκαταστάθηκε, καὶ ἄρα ὁ Λυτρωμένος ἔπρεπε νὰ ἀνήκει ὁ ῎Ιδιος καὶ στὶς δυὸ πλευρές, δηλαδὴ νὰ εἶναι συγχρόνως θεῖος καὶ ἀνθρώπινος, γιατὶ διαφορετικὰ ἡ σπασμένη κοινωνία μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου δὲ θὰ εἶχε ἀποκατασταθεῖ. Αὐτὴ ἦταν ἡ κύρια γραμμὴ σκέψεως τοῦ ῾Αγίου ᾿Αθανασίου στὸν ἀγώνα του κατὰ τῶν ᾿Αρειανῶν, τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ στὴν πολεμική του κατὰ τοῦ ᾿Απολλιναρισμοῦ, καὶ ἄλλων συγγραφέων τοῦ Δʹ καὶ Εʹ αἰώνα. ≪᾿Εκεῖνο σώζεται ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸ Θεό≫, λέγει ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός1.
῾Η λυτρωτικὴ ἄποψη καὶ ἐπίδραση τῆς Σαρκώσεως τονίστηκαν μὲ ἔμφαση ἀπὸ τοὺς Πατέρες. ῾Ο σκοπὸς καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς Σαρκώσεως ὁρίστηκαν μὲ ἀκρίβεια ὡς ἡ Λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου· καὶ ἡ ἀποκατάστασή του στὴν ἀρχέγονη κατάσταση ποὺ καταστράφηκε ἀπὸ τὴν πτώση καὶ τὴν ἁμαρτία. ῾Η ἁμαρτία τοῦ κόσμου καταργήθηκε καὶ ἀπαλείφθηκε ἀπὸ τὸν ᾿Ενανθρωπήσαντα, καὶ Αὐτὸς μόνο, ποὺ ἦταν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, μποροῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτό. ᾿Απὸ τὴν ἄλλη πλευρά, δὲ θὰ ἦταν σωστὸ νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι οἱ Πατέρες θεωροῦσαν αὐτὸ τὸ λυτρωτικὸ σκοπὸ ὡς τὴν μόνη αἰτία γιὰ τὴν ᾿Ενανθρώπηση, ἔτσι ὥστε ἡ ᾿Ενανθρώπηση νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ καθόλου, ἂν δὲν εἶχε ἁμαρτήσει ὁ ἄνθρωπος.
῾Η ἐρώτηση μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφὴ ποτὲ δὲν τέθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες. Τὸ θέμα γιὰ τὸ ὕψιστο κίνητρο τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως ποτὲ δὲν συζητήθηκε ἐπίσημα (formally) κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Πατέρων. Τὸ πρόβλημα τῆς σχέσεως ἀνάμεσα στὸ μυστήριο τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως καὶ τὸν ἀρχικὸ σκοπὸ τῆς Δημιουργίας δὲν τὸ ἔθιξαν οἱ Πατέρες· δὲν ἐπεξεργάστηκαν ποτὲ αὐτὸ τὸ θέμα συστηματικά. ≪῎Ισως θὰ ἦταν σωστὸ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ σκέψη μιᾶς ᾿Ενανθρωπήσεως ἀνεξάρτητης ἀπὸ τὴν Πτώση συμφωνεῖ μὲ τὸ γενικὸ πνεῦμα τῆς ῾Ελληνικῆς θεολογίας. Μερικὲς φράσεις τῶν Πατέρων φαίνεται νὰ δείχνουν πὼς ἡ σκέψη διατυπώθηκε μὲ σαφήνεια ἐδῶ κι᾿ ἐκεῖ, καὶ ἴσωςἀκόμα νὰ συζητήθηκε≫2.
Αὐτὲς οἱ ≪φράσεις τῶν Πατέρων≫δὲν συγκεντρώθηκαν καὶ δὲν ἐρευνήθηκαν. Πράγματι, στοὺς ἴδιους Πατέρες μπορεῖ νὰ παραπέμψει κανεὶς γιὰ τὴν ὑποστήριξη ἀντιθέτων ἀπόψεων. Δὲν ἀρκεῖ νὰ συγκεντρώσουμε χωρία, παίρνοντάς τα ἔξω ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα καὶ ξεχνώντας τὸν σκοπό, ποὺ εἶναι συχνὰ πολεμικός, γιὰ τὸν ὁποῖο γράφτηκαν ἐπὶ μέρους ἔργα. Πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ≪φράσεις τῶν Πατέρων≫ἦταν μόνο ≪περιστασιακὲς≫διατυπώσεις (≪occasional≫statements), καὶ πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦνται μόνο μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ σύνεση. ῾Η σωστὴ σημασία τους μπορεῖ νὰ ἐξακριβωθεῖ μόνο ὅταν διαβαστοῦν μέσα στὰ συμφραζόμενα, δηλαδὴ μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς σκέψεως κάθε ἐπὶ μέρους συγγραφέα….
Κατὰ τὴν μακροχρόνια αὐτὴ συζήτηση μιὰ σταθερὴ ἀναφορὰ γινόταν στὴ μαρτυρία τῶν Πατέρων. Κατὰ ἀρκετὰ περίεργο τρόπο, τὸ πιὸ σπουδαῖο χωρίο/ἀναφορὰ παραγνωριζόταν σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνθολογία τῶν περικοπῶν. ᾿Αφοῦ τὸ θέμα τοῦ κινήτρου τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως ποτὲ δὲν τέθηκε ρητὰ (formally) στὴν ἐποχὴ τῶν Πατέρων, τὰ περισσότερα κείμενα ποὺ χρησιμοποιήθηκαν στὶς μεταγενέστερες συζητήσεις δὲν μπόρεσαν νὰ δώσουν καμιὰ ἀκριβὴ καθοδήγηση3.
῾Ο ῞Αγιος Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητὴς (580-662) φαίνεται πὼς εἶναι ὁ μόνος Πατέρας ποὺ ἐνδιαφέρθηκε ἄμεσα γιὰ τὸ πρόβλημα, ἂν καὶ ὄχι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὅπως οἱ μεταγενέστεροι θεολόγοι τῆς Δύσεως. Εἶπε ὁλοκάθαρα ὅτι ἡ ᾿Ενανθρώπηση θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπόλυτος καὶ πρωταρχικὸς σκοπὸς τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴ Δημιουργία. ῾Η φύση τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως, αὐτῆς τῆς ἑνώσεως τοῦ θεϊκοῦ μεγαλείου μὲ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, εἶναι πραγματικὰ ἕνα ἀκατανόητο μυστήριο, ἀλλὰ μποροῦμε τουλάχιστον νὰ συλλάβουμε τὸν ≪λόγο≫καὶ τὸν ≪σκοπὸ≫αὐτοῦ τοῦ ὑπέρτατου μυστηρίου. Κι᾿ αὐτὸς ὁ πρωταρχικὸς λόγος, ἢ ὁ ἔσχατος σκοπὸς ἦταν, κατὰ τὴν γνώμη τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου, ἀκριβῶς ἡ ἴδια ἡ ᾿Ενανθρώπηση καὶ ὕστερα ἡ δική μας ἐνσωμάτωση μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Σαρκωθέντος.
Οἱ λόγοι τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου εἶναι σαφεῖς καὶ ξεκάθαροι. ῾Η 60ὴ ≪ἐρώτησις πρὸς Θαλάσσιον≫εἶναι ἕνας ὑπομνηματισμὸςστὸ χωρίο Αʹ Πέτρου αʹ 19-20: ≪(῾Ο Χριστὸς ἦταν) ὡς ἀμνὸς ἄμωμος καὶ ἄσπιλος, προεγνωσμένος πρὸ καταβολῆς κόσμου≫. ῾Ο ῞Αγιος Μάξιμος πρῶτα συνοψίζει σύντομα τὴν ἀληθὴ διδασκαλία γιὰ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὕστερα συνεχίζει: ≪Αὐτὸ εἶναι τὸ εὐλογημένο τέλος, γιὰ χάρη τοῦ ὁποίου τὰ πάντα δημιουργήθηκαν. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς ποὺ τέθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας καὶ ποὺ τὸν ὀνομάζουμε προμελετημένη πλήρωση [προεπινοούμενον τέλος]. ῞Ολη ἡ δημιουργία ὑπάρχει γιὰ χάρη αὐτῆς τῆς πληρώσεως, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ πλήρωση δὲν ὑπάρχει ἐξαιτίας κανενὸς ἀπὸ ὅσαδημιουργήθηκαν. ᾿Επειδὴ ὁ Θεὸς εἶχε κατὰ νοῦν αὐτὸτὸ τέλος, δημιούργησε τὶς φύσεις τῶν πραγμάτων. Αὐτὸεἶναι πράγματι ἡ πλήρωση τῆς θείας Πρόνοιας καὶ τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ. Διὰ μέσου αὐτῆς ὑπάρχει μιὰ ἀνακεφαλαίωση στὸ Θεὸ ὅσων δημιουργήθηκαν ἀπὸ Αὐτόν. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο ποὺ περιλαμβάνει ὅλους τοὺς αἰῶνες, τὸ φοβερὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι περισσότερο ἀπὸ ἄπειρο καὶ ὑπάρχει ἀπείρως πρὶν ἀπὸ ὅλους τοὺς αἰῶνες. ῾Ο ῎Αγγελος (Messenger), ποὺ στὴν οὐσία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ἄνθρωπος ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς πληρώσεως. Καὶ μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι ἦταν Αὐτὸς ὁ ῎Ιδιος ποὺ ἀποκατέστησε τὰ ὁλοκάθαρα ἐνδότερα βάθη τῆς καλωσύνης ποὺ δόθηκαν ἀπὸ τὸν Πατέρα· καὶ φανέρωσε ἐν ῾Εαυτῷ τὴν πλήρωση, μὲ τὴν ὁποία ὁ κόσμος ἐπέτυχε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς ὑπάρξεως. Γιατὶ ἐξαιτίας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τοῦ μυστηρίου τοῦ σχετικοῦ μὲ τὸν Χριστό, ὅλος ὁ χρόνος καὶ ὅλα ὅσα εἶναι ἐν χρόνῳ βρῆκαν τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς ὑπάρξεώς τους ἐν Χριστῷ. Γιατὶ πρὶν ἀπὸ τὸν χρόνο τέθηκε μυστικὰ ὡς σκοπὸς μιὰ ἕνωση τῶν αἰώνων, τοῦ ὁρισμένου καὶ τοῦ ᾿Απροσδιόριστου, τοῦ μετρητοῦ καὶ τοῦ ᾿Αμέτρητου, τοῦ πεπερασμένου καὶ τοῦ ᾿Απείρου, τῆς δημιουργίας καὶ τοῦ Δημιουργοῦ, τῆς κινήσεως καὶ τῆς ἀκινησίας—μιὰ ἕνωση ποὺ φανερώθηκε ἐν Χριστῷ κατὰ τοὺς τελευταίους τούτους καιροὺς≫(M., P.G., XC/90, 621, Α-Β). Πρέπει κανεὶς νὰ διακρίνει μὲ πολλὴ προσοχὴ ἀνάμεσα στὴν αἰώνια ὕπαρξη τοῦ Λόγου, στοὺς κόλπους τῆς ῾Αγίας Τριάδας, καὶ στὴν ≪οἰκονομία≫τῆς Σαρκώσεώς Του. ῾Η ≪πρόγνωση≫σχετίζεται ἀκριβῶς μὲ τὴ Σάρκωση: ≪῾Επομένως ὁ Χριστὸς προγνωρίστηκε, ὄχι ὅπως ἦταν κατὰ τὴν φύση Του, ἀλλὰ ὅπως ἐμφανίστηκε ἀργότερα σαρκωμένος γιὰ χάρη μας σύμφωνα μὲ τὴν τελικὴ οἰκονομία≫(M., P.G., XC/90, 624D).
῾Ο ≪ἀπόλυτος προορισμὸς≫τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται πολὺ καθαρά4. Αὐτὴ ἡ πεποίθηση συμφωνοῦσε ἀπόλυτα μὲ τὸ γενικὸ πνεῦμα τοῦ θεολογικοῦ συστήματος τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου, ὁ ὁποῖος ἐπανέρχεται στὸ πρόβλημα σὲ πολλὲς περιπτώσεις, καὶ στὶς ἀπαντήσεις του πρὸς Θαλάσσιον καὶ στὰ ≪᾿Αμφιβαλλόμενά≫του. Γιὰ παράδειγμα στὸ ᾿Εφεσ. αʹ 9 ὁ ῞Αγιος Μάξιμος λέγει: ≪(᾿Απὸ αὐτὴ τὴν Σάρκωση καὶ ἀπὸ τὴν ἐποχή μας) αὐτὸς μᾶς ἔδειξε γιὰ ποιό σκοπὸ δημιουργηθήκαμε καὶ ὅτι τὸ μέγιστο ἀγαθὸ γιὰ μᾶς θὰ εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὸ τῶν αἰώνων≫(M., P.G., XC/90, 1097C). ᾿Απὸ τὴν ἴδια τὴν σύστασή του ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται μέσα του ≪τὸ μεγάλο μυστήριο τοῦ σκοποῦ τοῦ Θεοῦ≫, τὴν τελικὴ ὁλοκλήρωση τῶν πάντων ≪ἐν τῷ Θεῷ≫.
῾Η ὅλη ἱστορία τῆς Θείας Προνοίας γιὰ τὸν ῞Αγιο Μάξιμο διαιρεῖται σὲ δύο μεγάλες περιόδους: ἡ πρώτη κορυφώνεται στὴν Σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ εἶναι ἡ ἱστορία τῆς συγκαταβάσεως τοῦ Θεοῦ (≪μέσα ἀπὸ τὴν Σάρκωση≫)·ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἱστορία τῆς ἀναβάσεως τοῦ ἀνθρώπου στὴν δόξα τῆς θεώσεως, μιὰ ἐπέκταση, τρόπον τινά, τῆς Σαρκώσεως σ᾿ ὁλόκληρη τὴν δημιουργία. ≪Γι᾿ αὐτὸ μποροῦμε νὰ διαιρέσουμε τὸ χρόνο σὲ δύο τμήματα σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιό του, καὶ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε καὶ τὰ δυό, δηλαδὴ τὶς ἐποχὲς ποὺ ἀνήκουν στὸ μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἐποχὲς ποὺ ἀφοροῦν τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς χάριτος… καὶ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε μὲ συντομία: καὶ ἐκεῖνες τὶς ἐποχὲς ποὺ ἀφοροῦν τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐκεῖνες ποὺ σημειώνουν τὴν ἔναρξη τῆς ἀνόδου τῶν ἀνθρώπων στὸν Θεό… ῎Η, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἀκόμα καλύτερα, ἡ ἀρχή, τὸ μέσο καὶ τὸ τέλος ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐκείνων ποὺ ἔχουν περάσει, ἐκείνων ποὺ ἀνήκουν στὸ παρόν, καὶ ἐκείνων ποὺ πρόκειται ἀκόμα νὰ ἔλθουν, εἶναι ὁ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστὸς≫(M., P.G., XC/90, 320, B-C).
῾Η τελικὴ ὁλοκλήρωση συνδέεται κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου μὲ τὴν πρωταρχικὴ δημιουργικὴ θέληση καὶ τὸν πρωταρχικὸ δημιουργικὸ σκοπὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἑπομένως ἡ ὅλη ἀντίληψή του εἶναι αὐστηρὰ ≪θεοκεντρική≫, καὶ συγχρόνως ≪Χριστοκεντρική≫. ῞Ομως, αὐτὸ δὲν ἐπισκοτίζει καθόλου τὴ θλιβερὴ πραγματικότητα τῆς ἁμαρτίας, τῆς τέλειας ἀθλιότητας τῆς ἁμαρτωλῆς ὑπάρξεως. ῾Η μεγάλη ἔμφαση δίνεται πάντοτε ἀπὸ τὸν ῞Αγιο Μάξιμο στὴν μεταστροφὴ καὶ τὴν κάθαρση τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως, στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν καὶ τοῦ κακοῦ. ᾿Αλλὰ βλέπει τὴν τραγωδία τῆς πτώσεως καὶ τὴν ἀποστασία τῶν δημιουργημάτων μέσα στὴν εὐρύτερη προοπτικὴ τοῦ ἀρχικοῦ σχεδίου τῆς Δημιουργίας5.
Ποιά εἶναι ἡ πραγματικὴ βαρύτητα τῆς μαρτυρίας τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου; ῏Ηταν αὐτὴ τίποτα περισσότερο ἀπὸ μιὰ ≪προσωπική του γνώμη≫, καὶ ποιό εἶναι τὸ κύρος τέτοιων ≪γνωμῶν≫;Εἶναι τελείως σαφὲς ὅτι στὸ θέμα τοῦ πρώτου καὶ ὕψιστου ≪κινήτρου≫τῆς Σαρκώσεως καμιὰ ἄλλη ἀπάντηση δὲν μπορεῖ νὰ δοθεῖ παρὰ μόνο μιὰ ≪ὑποθετικὴ≫(ἢ ≪ἁρμόζουσα≫[convenient]) ἀπάντηση. Πολλές, ὅμως, δογματικὲς προτάσεις εἶναι ἀκριβῶς τέτοιες ὑποθετικὲς προτάσεις ἢ ≪θεολογούμενα≫6. Καὶ φαίνεται ὅτι ἡ ≪ὑπόθεση≫μιᾶς Σαρκώσεως ἀνεξάρτητης ἀπὸ τὴν πτώση τοὐλάχιστον εἶναι θεμιτὴ μέσα στὸ σύστημα τῆς ᾿Ορθόδοξης θεολογίας καὶ ταιριάζει πολὺ καλὰ μέσα στὸ γενικὸ πνεῦμα τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων.
Μιὰ ἱκανοποιητικὴ ἀπάντηση στὸ θέμα τοῦ ≪κινήτρου≫τῆς Σαρκώσεως μπορεῖ νὰ δοθεῖ μόνο μέσα στὸ πνευματικὸ κλίμα τοῦ γενικοῦ δόγματος περὶ τῆς Δημιουργίας.
Σημειώσεις
1. ᾿Επιστολὴ 101, Πρὸς Κληδόνιον (M., P.G., 37, στλ. 118).
2. ᾿Επίσκοπος B.F. Westcott, ≪The Gospel of Greation≫ εἰς The Epistles of St. John, The Greek Text with notes and essays, Τρίτηἔκδοση (Macmillan, 1892), σελ. 288.
Ἀπό τό βιβλίο: Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Δημιουργία καὶ᾿Απολύτρωση,᾿Εκδόσεις Π. Πουρναρᾶ
Πηγή: www.imaik.gr
Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου
Ὁ παντοκράτωρ Θεός, ὅταν ἐδημιούργει διά τοῦ Λόγου του τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ἐγνώρισε καί τήν ἀδυναμίαν τῆς φύσεώς των καί ὅτι αὐτή δέν θά ἦτο ἱκανή μόνη της νά γνωρίσῃ τόν δημιουργόν, οὔτε κἄν νά λάβῃ ἔννοιαν Θεοῦ. Διότι αὐτός μέν ἦτο ἄκτιστος, αὐτοί δέ πλάσματα ἐκ τοῦ μηδενός, αὐτός μέν ἦτο ἀσώματος, οἱ δέ ἄνθρωποι ἐπλάσθησαν μέ σῶμα κάπου ἐδῶ κάτω, καί γενικῶς μεγάλαι εἶναι αἱ ἐλλείψεις τῶν πλασμάτων, διά νά γνωρίσουν καί νά κατανοήσουν τόν πλάστην των. Καί πάλιν ὡς ἀγαθός Θεός εὐσπλαγχνίσθη τό ἀνθρώπινον γένος καί δέν τό ἀφῆκε μακριά ἀπό τήν γνῶσιν του, διά νά μή ἔχῃ ἄχρηστον ζωήν.
Ἀλλά ποία ἡ ὠφέλεια τῶν δημιουργημάτων, ὅταν δέν γνωρίζουν τόν δημιουργόν των; Ἤ πῶς θά ἦσαν λογικά, ὅταν δέν θά ἐγνώριζον τόν Λόγον τοῦ Πατρός, διά τοῦ ὁποίου ἐδημιουργήθησαν; Καθόλου μά καθόλου δέν ἐπρόκειτο νά διαφέρουν ἀπό τά ἄλογα, ἐάν δέν ἀνεγνώριζαν τίποτε περισσότερον ἀπό τά ἐπίγεια.
Διατί καί ὁ Θεός ἔκανεν αὐτούς, ἀπό τούς ὁποίους δέν ἤθελε νά γνωρίζεται; Διά νά μή συμβῇ λοιπόν αὐτό, ὁ ἀγαθός μετέδωκεν εἰς αὐτούς ἐκ τῆς ἰδίας εἰκόνος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ποιεῖ αὐτούς κατ᾿ εἰκόνα του καί καθ᾿ ὁμοίωσιν, ὥστε διά τοῦ χαρίσματος αὐτοῦ, ἀφοῦ ἀντιληφθοῦν τήν εἰκόνα, ἐννοῶ ἀσφαλῶς τόν Λόγον τοῦ Πατρός, νά δυνηθοῦν δι᾿ αὐτοῦ νά λάβουν ἔννοιαν τοῦ Πατρός, καί γνωρίζοντας τόν δημιουργόν των νά ζοῦν τήν ὄντως εὐτυχισμένην καί μακαρίαν ζωήν.
Ἀλλ᾿ οἱ ἄνθρωποι πάλιν παρεφρόνησαν καί παρημέλησαν τήν χάριν πού τούς ἐδόθη μ᾿ αὐτόν τόν τρόπον, καί τόσον πολύ ἀπεστράφησαν τόν Θεόν καί τόσον πολύ ἐθόλωσαν τήν ψυχήν των, ὥστε ὄχι μόνον ἐλησμόνησαν τήν ὀρθήν ἀντίληψιν περί Θεοῦ, ἀλλά καί ἄλλα ἀντ᾿ ἄλλων ἐπενόησαν εἰς τούς ἑαυτούς των. Διότι καί τά εἴδωλα κατεσκεύασαν διά τούς ἑαυτούς των ἀντί τῆς ἀληθείας, καί προετίμησαν τά ἀνύπαρκα ἀπό τόν πραγματικόν Θεόν, καί ἐλάτρευσαν «τῇ κτίσει παρά τόν κτίσαντα» (Ρωμ. 1, 25), καί τό χειρότερον ἀπ᾿ ὅλα εἶναι, ὅτι τήν τιμήν πού ἀνήκει εἰς τόν Θεόν τήν ἀπέδωκαν καί εἰς ξύλα καί εἰς λίθους καί εἰς κάθε ὕλην, καί εἰς ἀνθρώπους, καί ἀκόμη περισσότερα ἀπό αὐτά ἔκαναν, ὅπως ἐλέχθη εἰς τά προηγούμενα. Καί τόσον πολύ ἠσέβησαν, ὥστε εἰς τό ἑξῆς καί τούς δαίμονας ἐλάτρευον καί τούς ἀνεκήρυττον θεούς, ἱκανοποιοῦντες τάς ἐπιθυμίας των. Καί ἐθυσίαζαν ἄλογα ζῷα καί ἔσφαζον ἀκόμη καί ἀνθρώπους, ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, κατά τήν λατρείαν τῶν θεῶν ἐκείνων, καί ἔτσι ὑπεδουλώνοντο ἀκόμη περισσότερον εἰς τήν ἀκόλαστον μανίαν ἐκείνων.
Διά τοῦτο λοιπόν ἐδιδάσκοντο ἀπό αὐτούς τάς μαγείας καί τά κατά τόπους μαντεῖα ἐπλάνευον τούς ἀνθρώπους καί ὅλοι ἀπέδιδον τά αἴτια τῆς γεννήσεως καί ὑπάρξεώς των εἰς τά ἄστρα καί εἰς ὅλα τά οὐράνια σώματα καί δέν ἐσκέπτοντο τίποτε περισσότερον ἀπό ὅσα ἔβλεπον. Καί γενικῶς ὅλα ἦσαν γεμάτα ἀπό ἀσέβειαν καί παρανομίαν καί μόνον ὁ Θεός καί ὁ Λόγος αὐτοῦ δέν ἀνεγνωρίζοντο, ἄν καί δέν ἀπέκρυψεν εἰς τήν ἀφάνειαν τόν ἑαυτόν του ἀπό τούς ἀνθρώπους, οὔτε ἔδωκεν εἰς αὐτούς ἀμυδράν γνῶσιν περί τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλά μέ πολλούς καί διαφόρους τρόπους τήν ἐξήπλωσεν εἰς αὐτούς.
Τό χάρισμα τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» ἦτο μόνον του ἀρκετόν, διά νά γνωρίζῃ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεόν Λόγον καί δι᾿ αὐτοῦ τόν Πατέρα. Ἐπειδή ὅμως ὁ Θεός ἐγνώριζε τήν ἀδυναμίαν τῶν ἀνθρώπων, ἐπρονόησε καί περί τῆς ἀμελείας αὐτῶν, ὥστε, ἐάν ἀμελοῦσαν νά γνωρίσουν μόνοι των τόν Θεόν, νά δύνανται διά τῶν ἔργων τῆς κτίσεως νά μή ἀγνοοῦν τόν δημιουργόν. Ἐπειδή ὅμως ἡ ἀμέλεια τῶν ἀνθρώπων ἐπεκτείνεται ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον εἰς τά χειρότερα, καί πάλιν ὁ Θεός ἐπρονόησε δι᾿ αὐτήν τήν ἀδυναμίαν των, καί ἔστειλε τόν νόμον καί τούς προφήτας, οἱ ὁποῖοι ἦσαν γνώριμοι εἰς αὐτούς, ὥστε καί ἐάν διστάσουν νά σηκώσουν τό βλέμμα των εἰς τόν οὐρανόν, διά νά ἀναγνωρίσουν τόν ποιητήν, νά ἔχουν τήν διδασκαλίαν ἐκ τῶν πλησίον. Διότι οἱ ἄνθρωποι δύνανται ἀπό τούς συνανθρώπους των νά μάθουν διά τά ἀνώτερα πράγματα.
Ἦτο δυνατόν νά σηκώσουν αὐτοί τό βλέμμα εἰς τό μεγαλεῖον τοῦ οὐρανοῦ καί, ἀφοῦ κατανοήσουν τήν ἁρμονίαν τῆς κτίσεως, νά γνωρίσουν τόν ἡγεμόνα αὐτῆς τόν Λόγον τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος διά τῆς προνοίας του περί ὅλων γνωρίζει εἰς ὅλους τόν Πατέρα. Καί διά τοῦτο κινεῖ τά πάντα, διά νά γνωρίζουν, ὅλοι τόν Θεόν δι᾿ αὐτοῦ. Ἤ ἐάν καί τοῦτο τούς ἦτο κουραστικόν, ἠδύναντο νά συναναστρέφωνται τούς ἁγίους καί μέ τήν βοήθειαν αὐτῶν νά γνωρίσουν τόν δημιουργόν τῶν πάντων Θεόν, τόν Πατέρα τοῦ Χριστοῦ, καί ἀκόμη ὅτι ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων εἶναι ἀθεΐα καί γεμάτη ἀσέβειαν. Ἦτο ἐπίσης δυνατόν εἰς αὐτούς νά εἶχον γνωρίσει τόν νόμον καί νά παύσουν νά κάνουν κάθε παρανομίαν, καί νά ζήσουν βίον ἐνάρετον. Διότι δέν ἦτο μόνον διά τούς Ἰουδαίους ὁ νόμος, οὔτε δι᾿ αὐτούς μόνον ἐστέλλοντο οἱ προφῆται (ἀλλ᾿ ἐστέλλοντο πρός τούς Ἰουδαίους καί ἐδιώκοντο ἀπό τούς Ἰουδαίους)· ἦσαν ὅμως ἱερόν διδασκαλεῖον, διά νά γνωρίσῃ ὅλη ἡ οἰκουμένη τόν Θεόν.
Ἐνῷ λοιπόν τόσον μεγάλη ἦτο ἡ ἀγαθότης καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδή ἐνικήθησαν ἀπό τάς προσκαίρους ἀπολαύσεις καί τάς σατανικάς φαντασίας καί ἀπάτας, δέν παρεδέχθησαν τήν ἀλήθειαν, ἀλλ᾿ ἐγέμισαν τούς ἑαυτούς των μέ περισσότερα κακά καί ἁμαρτήματα, ὥστε νά μή φαίνωνται πλέον λογικοί, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς συμπεριφορᾶς των νά θεωροῦνται ἀνόητοι.
Ἔτσι λοιπόν οἱ ἄνθρωποι ἔχασαν τό λογικόν των καί ἔτσι ἡ δαιμονική πλάνη ἐπεσκίαζε τά πάντα, καί ἀπέκρυπτε τήν γνῶσιν περί τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τί ἔπρεπε νά κάνῃ ὁ Θεός; Νά σιωπᾷ διά μίαν τόσον μεγάλην πλάνην καί νά ἀφήνῃ τούς ἀνθρώπους νά πλανῶνται ὑπό τῶν δαιμόνων καί νά μή γνωρίζουν τόν Θεόν; Καί διά ποῖον λόγον ἐδημιουργήθη ἐξ ἀρχῆς ὁ ἄνθρωπος κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ; Ἦτο προτιμότερον νά δημιουργηθῇ ἁπλῶς ὡς ἄλογον ὄν, παρά ἀφοῦ ἐδημιουργήθη ὡς λογικόν, νά ζῇ τήν ζωήν τῶν ἀλόγων.
Καί ποία τέλος πάντων ἀνάγκη ὑπῆρχεν ἐξ ἀρχῆς νά λάβῃ ἔννοιαν περί Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον μάλιστα οὔτε τώρα εἶναι ἄξιος νά λάβῃ; Δέν ἔπρεπε νά τοῦ δοθῇ οὔτε ἀξ ἀρχῆς. Καί ποῖον θά ἦτο τό ὄφελος ἤ ἡ δόξα διά τόν ποιητήν Θεόν, ἐφ᾿ ὅσον δέν τόν προσκυνοῦν οἱ ἄνθρωποι πού αὐτός ἐδημιούργησεν, ἀλλά νομίζουν ὅτι ἄλλοι εἶναι οἱ δημιουργοί των; Διότι ἐμφανίζεται ὁ Θεός νά τούς ἔχῃ δημιουργήσει δι᾿ ἄλλους καί ὄχι διά τόν ἑαυτόν του. Ἐξ ἄλλου, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος εἶναι βασιλεύς, δέν ἀφήνει τάς χώρας πού κατέκτησεν ἐλευθέρας νά δουλεύουν εἰς ἄλλους, οὔτε νά καταφεύγουν εἰς ἄλλους, ἀλλά δι᾿ ἐγγράφων τούς ὑπενθυμίζει, πολλάκις δέ καί διά φίλων στέλλει ἐπιστολάς εἰς αὐτάς, καί ἀκόμη, ἐάν παραστῇ ἀνάγκη, ὁ ἴδιος πηγαίνει καί τούς κάνει νά συσταλοῦν ἀπό τήν παρουσίαν του, ὥστε νά μή ὑπηρετοῦν ἄλλους καί μένῃ ἀνεκτέλεστον τό ἰδικόν του ἔργον. Δέν θά λυπηθῇ ὁ Θεός πολύ περισσότερον τά πλάσματα του, ὥστε νά μή ἀποπλανηθοῦν μακράν αὐτοῦ καί νά μή ὑπηρετοῦν εἰς τά ἀνύπαρκτα, ἀφοῦ μάλιστα αὐτή ἡ πλάνη γίνεται ἡ αἰτία ἀπωλείας καί ἀφανισμοῦ των; Ἅπαξ καί ἔγιναν μέτοχα τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, δέν ἔπρεπε νά χαθοῦν.
Τί ἔπρεπε λοιπόν νά κάνῃ ὁ Θεός; Ἤ τί ἄλλο ἔπρεπε νά γίνῃ παρά νά ἀνανεωθῇ τό «κατ᾿ εἰκόνα», ὥστε δι᾿ αὐτοῦ νά δυνηθοῦν οἱ ἄνθρωποι πάλιν νά τόν γνωρίσουν; Καί πῶς ἄλλως θά ἠδύνατο νά γίνῃ αὐτό παρά διά τῆς προσελεύσεως αὐτῆς τῆς ἰδίας τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; Δι᾿ ἀνθρώπων μέν δέν ἦτο δυνατόν, ἐπειδή αὐτοί εἶχον δημιουργηθῆ «κατ᾿ εἰκόνα»· ἀλλ᾿ οὔτε δι᾿ ἀγγέλων, διότι αὐτοί δέν εἶναι εἰκόνες. Διά τοῦτο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε, διά νά ἐπιτύχῃ νά ἀναδημιουργήσῃ τόν «κατ᾿ εἰκόνα» ἄνθρωπον, αὐτός ὁ ὁποῖος ἦτο εἰκών τοῦ Πατρός. Καί δέν ἦτο δυνατόν νά γίνῃ ἀλλιῶς, ἄν δέν ἐξηφανίζετο ὁ θάνατος καί ἡ φθορά. Διά τοῦτο εὐλόγως ἔλαβε θνητόν σῶμα, διά νά εἶναι δυνατόν καί ὁ θάνατος νά ἐξαφανισθῇ εἰς αὐτόν καί οἱ «κατ᾿ εἰκόνα» ἄνθρωποι νά ἀνακαινισθοῦν πάλιν. Δι αὐτήν λοιπόν τήν ἀνάγκην δέν ἐχρειάζετο τίποτε ἄλλο, παρά ἡ εἰκών τοῦ Πατρός…
Ὅπως λοιπόν ὁ καλός διδάσκαλος πού φροντίζει διά τούς μαθητάς του, ἐκείνους πού δέν δύνανται νά καταλάβουν τά πολύ μεγάλα, τούς ἐκπαιδεύει μέ συγκατάβασιν ἔστω καί διά τῶν ἁπλουστέρων, τοιουτοτρόπως καί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί ὁ Παῦλος λέγει, «ἐπειδή ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διά τῆς σοφίας τόν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεός διά τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τούς πιστεύοντας» (Α´ Κορ 1, 21). Ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ ἀπεμακρύνθησαν ἀπό τήν ὀρθήν ἀντίληψιν περί Θεοῦ καί εἶχον ἐστραμμένα πρός τά κάτω τά μάτια, σάν νά εἶχον βυθισθῆ εἰς βυθόν, ἀνεζήτουν τόν Θεόν εἰς τήν δημιουργίαν καί τά αἰσθητά, κατεσκεύασαν ὡς θεούς των ἀνθρώπους θνητούς καί δαίμονας· διά τοῦτο ὁ φιλάνθρωπος καί κοινός Σωτήρ ὅλων, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, λαμβάνει διά τόν ἑαυτόν σῶμα, καί μέ τούς ἀνθρώπους ὡς ἄνθρωπος συναναστρέφεται καί βοηθεῖ τάς αἰσθήσεις ὅλων.
Ἔτσι καί ἐκεῖνοι πού σκέπτονται ὅτι ὁ Θεός εἶναι σωματικός, διά τῶν ἔργων τά ὁποῖα ὁ Κύριος κάνει μέ τό σῶμα, δι᾿ αὐτῶν νά ἐννοήσουν τήν ἀλήθειαν καί δι᾿ αὐτοῦ νά σκεφθοῦν τόν Πατέρα. Ἐπειδή δέ ἦσαν ἄνθρωποι καί ἔβλεπον τά πάντα ὡς ἄνθρωποι, ὅσα καί ἄν ὑπέπιπτον εἰς τάς αἰσθήσεις των, ἔβλεπον νά βοηθοῦνται διά τῶν αἰσθήσεων, ὥστε μέ ὅλα νά διδάσκωνται τήν ἀλήθειαν. Εἴτε ἐλάτρευον μέ φόβον τήν κτίσιν, ὅμως τήν ἔβλεπαν νά ὁμολογῇ Κύριον τόν Χριστόν. Εἴτε ἦτο ἡ διάνοιά των προκατειλημμένη ἀπό ἀνθρώπους, ὥστε νά τούς θεωρῇ θεούς, ἀπό τά ἔργα ὅμως τοῦ Σωτῆρος, πού ἦσαν μοναδικά συγκρινόμενα πρός πάντα, ἀποδεικνύεται μεταξύ τῶν ἀνθρώπων ὁ Σωτήρ μόνον Υἱός Θεοῦ, διότι οἱ ἄνθρωποι δέν ἔκαναν τόσον σπουδαῖα ἔργα, σάν αὐτά τά ὁποῖα ἔκανεν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ἄν καί ἦσαν προκατειλημμένοι καί μέ τούς δαίμονας, βλέποντες ὅμως νά διώκωνται αὐτοί ὑπό τοῦ Κυρίου, ἀντελαμβάνοντο ὅτι μόνον αὐτός εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί ὅτι οἱ δαίμονες δέν εἶναι θεοί. Ἄν καί εἶχε κυριευθῆ ὁ νοῦς των ἀπό νεκρούς, ὥστε νά λατρεύουν τούς ἥρωας καί τούς θεούς πού ἀναφέρουν οἱ ποιηταί, βλέποντες τήν ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος, ὡμολόγουν ὅτι ἐκεῖνοι εἶναι ψευδεῖς καί μόνον ὁ Κύριος εἶναι ἀληθινός, ὁ Λόγος τοῦ Πατρός ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖ καί ἐπί τοῦ θανάτου.
Διά τοῦτο καί ἐγεννήθη καί ὡς ἄνθρωπος ἔζησε καί ἀπέθανε καί ἀνέστη. Μέ τά ἰδικά του ἔργα ἐξησθένισε καί ἐπεσκίασε τά ἀπ᾿ αἰῶνος ἔργα ὅλων τῶν ἀνθρώπων πού ἔζησαν, ὥστε ὅπου ἔχουν περιπέσει οἱ ἄνθρωποι νά τούς σηκώσῃ ἀπό ἐκεῖ, καί νά διδάξῃ τόν ἀληθινόν Πατέρα αὐτοῦ, ὅπως καί ὁ ἴδιος λέγει· «Ἦλθον σῶσαι καί εὑρεῖν τό ἀπολωλός» (Λουκ. 19, 10).