Περί της αργίας της Κυριακής

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

«Ἡ πρώτη κτίσις τήν ἀρχήν ἀπό Κυριακῆς λαμβάνει, (δῆλον δέ ἀπό γάρ ταύτης ἑβδόμη τό Σάββατον γίνεται, κατάπαυσις οὖσα τῶν ἔργων), οὕτω καί ἡ δευτέρα (κτίσις) πάλιν ἐκ τῆς αὐτῆς ἄρχηται, πρώτη οὖσα τῶν μετ’ αὐτήν, καί ὀγδοάς ἀπό τῶν πρό αὐτῆς, ὑψηλῆς ὑψηλοτέρα, καί θαυμασίας θαυμασιωτέρα. Πρός γάρ τήν ἄνω φέρει κατάστασιν». (Ἅγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς τήν καινήν Κυριακήν, Λόγος ΜΔ’, § Ε’, PG 36, στ. 612C).

Ἡ «ὁμῆλιξ τοῦ φωτός, ἁγία Κυριακή, ἡ τῇ ἀναστάσει τοῦ Κυρίου τετιμημένη» (Μ. Βασίλειος) σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς ἁγίας ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἀλλά καί τήν μακραίωνη ἐθιμική παράδοση τοῦ τόπου μας θεωρεῖται ἡμέρα ἱερή καί σεβασμία. Εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἡμέρα τοῦ Κυρίου, πού τιμήθηκε μόνη ἀπό ὅλες τίς ἡμέρες τοῦ ἑβδοματικοῦ χρόνου μέ αὐτό τοῦτο τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας. Εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, «ἡ μιᾷ τῶν Σαββάτων» ἀλλά καί ἡ ὀγδόη αὐτῆς, ἡ προεικόνιση τῆς ἀλήκτου καί ἀνεσπέρου ἡμέρας τοῦ Κυρίου, ἡ προτύπωση τοῦ ὄγδοου καί ἀτελεύτητου αἰῶνος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ Κυριακή ἡμέρα, κατά τόν ἱερό Γρηγόριο τόν Θεολόγο ὑπεμφαίνει τήν πρώτη δημιουργία τοῦ κόσμου ἀλλά καί τήν διά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἀναδημιουργία καί ἀνάπλασή του. Ἡ ἁγία αὐτή ἡμέρα μυσταγωγεῖ στόν κόσμο τό θαῦμα τῆς ἑβδομαδιαίας λειτουργικῆς ἀναμνήσεως τοῦ θείου Πάσχα, τήν τελείωση καί τήν πλήρωση τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας Ἀναστάσεως.

Ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἀπό τοῦ πρώτου ἀκόμα αἰῶνος (Ἀποκ. α’, 10), προέκρινε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς ἀπό τίς ὑπόλοιπες τῆς ἑβδομάδος καί τήν ἀφιέρωσε λειτουργικῶς καί ἑορτολογικῶς στό ὑπερφυές καί φιλανθρωπότατο μυστήριο τῆς πανενδόξου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας, ἀπό τῆς ὁποίας «τό ἀείζωον, ἡ ἀφθαρσία τε καί τό ἀθάνατον ἐπήγασεν» (Μητροπολίτου Φιλαδελφείας Μακαρίου Χρυσοκεφάλου (1336-1382), λόγος θ’, Εἰς τάς Μυροφόρους).

Ἡ ἁγία ἡμέρα τῆς Κυριακῆς καθώς εἶναι ἡ πρώτη καί μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς δεσποτικές ἑορτές τοῦ χρόνου, ὡραΐζεται καί μεγαλύνεται μέ τά προνόμια, κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, τῆς θείας Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος, καί καθώς ὑπηρετεῖ βαθύτατους συμβολισμούς καί νοήματα ὑψηλά, τιμήθηκε ὑπερβαλλόντως ἀπό τήν συνείδηση τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Σώματος μέ λειτουργική, ἱστορική, πνευματική καί ἠθική περιωπή καί δόξα. Ἡ κατ’ ἐξοχήν αὐτή πανσεβάσμιος ἡμέρα τῶν λειτουργικῶν συνάξεων τοῦ Κυριακοῦ Σώματος, ἡ ἀείροος πηγή τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ἡ τετιμημένη ἡμέρα τῆς καταπαύσεως καί τοῦ ἁγιασμοῦ, ἡ ἔμπνευσις τῶν θεοφόρων Πατέρων μας, ἡ ἁγία ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, «ἡ ὕπατος πασῶν τῶν ἡμερῶν», εἰσοδεύει τήν ζωή τῶν πιστῶν στήν κατόπτευση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καί χειραγωγεῖ πρός τήν «τοῦ Θεοῦ ἀνάνευσιν» καί θεωρία.

Γιά ὅλους τούς παραπάνω λόγους ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας ἐνωρίτατα καί ἐκ λόγων φιλανθρωπίας ἀνέδειξε τήν ἀξία τῆς Κυριακῆς ὡς ἡμέρας δοξολογίας, ἁγιασμοῦ, ἀναπαύσεως, πνευματικῆς καί σωματικῆς ἀνασυγκροτήσεως, ὁριοθετήσεως τοῦ ἀληθοῦς νοήματος τῆς ζωῆς μας, ἀνακαλύψεως τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἐξόδου μας ἀπό τήν φιλαυτία καί φιλαργυρία, συναντήσεώς μας «ἐν παροξυσμῷ ἀγάπης» μετά τοῦ Θεοῦ καί τῆς εἰκόνος Του, τοῦ ἀνθρώπου. Ἰδού τί λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς περί τῆς Κυριακῆς: «Ταύτην, τοίνυν, τήν ἡμέραν (τήν Κυριακήν) ἁγιάσεις καί βιοτικόν πᾶν ἔργον οὐ ποιήσεις, χωρίς τῶν ἀναγκαίων, καί τοῖς ὑπό σέ καί μετά σοῦ πᾶσιν ἄνεσιν παρέξεις, ἵν’ ὁμοῦ δοξάσητε τόν τῷ οἰκείῳ θανάτῳ κτησάμενον ἡμᾶς καί ἀναστάντα καί συναναστήσαντα τήν ἡμετέραν φύσιν… Καί προσκαρτερήσεις ἐν αὐτῇ τῷ τοῦ Θεοῦ ναῷ καί ταῖς ἐν αὐτῷ συνάξεσι παραμενεῖς καί μεταλήψῃ ἐν εἰλικρινεῖ πίστει καί ἀκατακρίτῳ συνειδότι τοῦ ἁγίου σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ καί ἀρχήν ἀκριβεστέρου βίου ἄρξῃ καί ἀνακαινίσεις σεαυτόν καί ἑτοιμάσεις πρός ὑποδοχήν τῶν μελλόντων αἰωνίων ἀγαθῶν» (Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Δεκάλογος τῆς κατά Χριστόν νομοθεσίας. Φιλοκαλία, τ. Δ’, ἔκδ. Ἀστήρ, Ἀθήνα 1976, σ. 118-119). Στήν ἴδια πνευματική γραμμή καί ἀπό τήν αὐτή κοινωνική εὐαισθησία, χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ εὐρύτατου πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας μας ἐμφορούμενος, κινεῖται καί ὁ σοφός Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Εὐσέβιος, τονίζοντας: «Μή παρέλθῃς τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου, μή κλέψῃς τήν ἡμέραν αὐτοῦ, μή ἀποστερήσῃς τοῖς μισθίοις σου τήν ἀνάπαυσιν, μή χωρισθῇς τῆς εὐχῆς, μή ἀποστῇς τῆς Ἐκκλησίας» (Εὐσεβίου Ἀλεξανδρείας, PG 86 A, στ. 421Α).

Ἡ ἁγία ἡμέρα τοῦ Κυρίου, ἡ σεπτή Κυριακή, τό ἑβδομαδιαῖο Πάσχα προβάλλει ἐνώπιόν μας ὄχι μόνον ὡς μία ἀνθρώπινη ἀναγκαιότητα γιά ἀνάπαυση «ἀπό τῶν κόπων τῆς πολυμόχθου σαρκός» καί ἀνασυγκροτήσεως τῆς προσωπικῆς, οἰκογενειακῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς μας, ἀλλά πρωτίστως ὡς ἕνα πνευματικό αἴτημα δοξολογίας τοῦ ἁγίου Θεοῦ καί ἁγιασμοῦ τῆς ὑπάρξεώς μας διά τῆς ἐμπροϋποθέτου συμμετοχῆς μας στήν ψυχοτρόφο Τράπεζα τοῦ Κυρίου μας, ἀποφυγῆς τῆς ἁμαρτίας, ἀσκήσεως τῆς φιλανθρωπίας καί ἐπαναριοθετήσεως σύνολης τῆς ζωῆς μας στήν προοπτική τῆς αἰωνιότητος. Ἡ Κυριακή εἶναι πολύ περισσότερο ἀπό μία ἀργία κοσμική. Εἶναι πρόγευση τῆς αἰωνιότητος, ὑπόθεση πνευματικῆς ἐργασίας, πλησμονή ἀνναστασίμου χαρᾶς, ἀφορμή ἁγιασμοῦ, εὐκαιρία μετανοίας, ἐπιλογή ζωῆς, εὐωδία Παραδείσου, πρόσκληση αἰωνιότητος, συνάντηση Θεοῦ.

Γιά τοῦτο τόν λόγο μόνο ἀπορία καί βαθύτατο προβληματισμό προκαλεῖ ἡ ἐπιχειρούμενη τελευταίως σταδιακή κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς ὥστε, ὡς ὑποστηρίζεται νά ἀνακάμψει οἰκονομικά ἡ δύστηνος πατρίδα μας. Σέ ἐποχές κρίσεων, ὅπως σήμερα, εἶναι τουλάχιστον ἀκατανόητο νά μήν ἐνισχύονται τά πνευματικά καί ἠθικά θεμέλια τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, νά περιορίζονται τά ὅρια τῆς ζωῆς, νά ἰσοπεδώνεται ἡ ἐλπίδα, νά ἀφαιρεῖται ἡ προοπτική, νά ἀποϊεροποιεῖται ὁ ἄνθρωπος, νά πλήττεται ὁ ἱερός θεσμός τῆς οἰκογένειας, νά «θεοποιεῖται» τό χρῆμα καί τό κέρδος, νά μεταπίπτει ὁ ἄνθρωπος σέ παραγωγική μηχανή καί λογιστική μονάδα. Εὐθύνη μας εἶναι νά ἀνακαλύψουμε τήν ὀμορφιά τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου, νά γνωρίσουμε τούς ὑψηλούς πνευματικούς συμβολισμούς καί τήν ἀτίμητη ἀξία γιά τήν ζωή μας συνολικῶς, τῆς σεπτῆς αὐτῆς ἡμέρας πού λαμπρύνεται μέ τά ἀκριβά προνόμια τοῦ ὑπερφυοῦς μυστηρίου τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Σερρῶν καί Νιγρίτης Θεολόγος