Αγία Σοφία και οι κόρες της

Η Αγία Σοφία και οι τρεις κόρες της

Μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού (117 – 138). Η μητέρα Σοφία, τίμια και θεοσεβής γυναίκα, γρήγορα χήρεψε και με τις τρεις κόρες της ήλθε στη Ρώμη. Εκεί καταγγέλθηκαν ως φημισμένες χριστιανές.

Τότε ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις γυναίκες ήταν χριστιανές και διέταξε να τις συλλάβουν
Αφού απομόνωσαν τη μητέρα, άρχισαν να ανακρίνουν τις κόρες.

Πρώτη παρουσιάστηκε στο βασιλιά η δωδεκάχρονη Πίστη. Με δελεαστικούς λόγους ο Ανδριανός προσπάθησε να πείσει την Πίστη να αρνηθεί το Χριστό και θα της χορηγούσε τα πάντα, για να ζήσει ευτυχισμένη ζωή, αλλά αντιμετώπισε το άκαμπτο φρόνημα της νεαρής.

Τα λόγια της Αγίας Γραφής αποτέλεσαν δυναμική απάντηση της Πίστης: «ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ» (Γαλ. 2: 20) δηλαδή «ζω εμπνεόμενη από την πίστη μου στον Χριστό, που με αγάπησε και έδωσε τον εαυτό Του για τη σωτηρία μου». Τότε, μετά από βασανιστήρια, την αποκεφάλισαν.

Επίσης με τα λόγια της Αγίας Γραφής απάντησε και η δεκάχρονη Ελπίδα, όταν τη ρώτησαν αν αξίζει να υποβληθεί σε τέτοια βασανιστήρια: «ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν» (Α΄ Τιμοθ. 4:10). Δηλαδή, «ναι, διότι έχουμε στηρίξει τις ελπίδες μας στον ζωντανό Θεό, που είναι σωτήρ όλων των ανθρώπων, και ιδιαίτερα των πιστών». Αμέσως τότε και αυτή αποκεφαλίστηκε.

Αλλά δεν υστέρησε σε απάντηση και η εννιάχρονη Αγάπη. Είπε ότι η ύπαρξή της είναι στραμμένη «εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν ὑπομονὴν τοῦ Χριστοῦ» (Β’ Θεσσαλ. 3: 5). Βέβαια δεν άργησαν να αποκεφαλίσουν και αυτή.

Περήφανη για τα παιδιά της η Σοφία, ενταφίασε με τιμές τις κόρες της και παρέμεινε για τρεις μέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας το Θεό να την πάρει κοντά του. Ο Θεός άκουσε την προσευχή της και η Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στους τάφους των παιδιών της.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Σοφία ἐκθρέψασα, κατὰ τὴν κλῆσιν σεμνή, τᾶς τρεῖς θυγατέρας σου, ταύτας προσάγεις Χριστῷ, ἀθλήσεως σκάμασιν ὅθεν τῆς ἄνω δόξης, σὺν αὐταὶς κοινωνοῦσα, πρέσβευε τῷ Σωτήρι, καλλιμάρτυς Σοφία, δοῦναι τοὶς σὲ τιμώσι, χάριν καὶ ἔλεος.

Αγία Αικατερίνη

Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη Μεγαλομάρτυς

Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη ἢ Αἰκατερίνη τῆς Ἀλεξάνδρειας, γνωστὴ καὶ ὡς Μεγαλομάρτυς Ἁγία Αἰκατερίνη καὶ κατὰ τοὺς ὑμνολόγους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας Αἰκατερίνα, πιστεύεται ὅτι ὑπῆρξε σημαντικὴ στοχάστρια κατὰ τὸν πρώιμο 4ο αἰῶνα.

Πιστεύεται ἐπίσης ὅτι ἔζησε ἐπὶ ἐποχῆς Μαξιμίνου, ἀπόλυτου ἄρχοντα τῆς Αἰγύπτου, ἰδιαιτέρου χριστιανομάχου καὶ ὅτι ἤταν βασιλικοῦ γένους, ὄντας κόρη τοῦ ἀριστοκράτη τότε Κώνστα. Ἔτυχε μεγάλης μόρφωσης καὶ ἤταν κάτοχος τῆς λατινικῆς γλώσσας καὶ τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας. Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ῥητορικὴ καὶ πολλὲς ξένες γλῶσσες τῆς ἐποχῆς της. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία προσελκύσθηκε ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία τὴν ὁποία μελέτησε καὶ ἀφοῦ ἀσπάσθηκε τὸν Χριστιανισμό, ἐργάσθηκέ με ἔντονη δράση καὶ ἐνθουσιασμὸ για τὴν διαδοσὴ του ἐπιτυγχάνοντας πολλὰ χάριν τῆς ῥητορικῆς της δεινότητας καὶ τῶν πολλῶν γνώσεων της.

Τὴν Αἰκατερίνη ὅμως ἐκτὸς τῆς σοφίας καὶ τῶν ἀρετῶν της, τὴν διέκρινε καὶ τὸ σπάνιο κάλλος τῆς μορφῆς της. Λέγεται ὅτι στην ἡλικία τῶν 18 ἐτῶν ἐπισκέφτηκε τὸν Ῥωμαῖο αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἤταν πιθανὸν ὁ Μαξιμίνος Β ἢ ὁ Μαξέντιος, καὶ προσπάθησε να τὸν πείσει για τὸ ὅτι ἤταν ἐσφαλμένοι οἱ διωγμοί που διεξῆγε κατὰ τῶν Χριστιανῶν (ἐνῶ πέτυχε να μεταστρέψει στον Χριστιανισμὸ τὴν γυναῖκα τοῦ αὐτοκράτορα).

Τοῦτο προήλθε ἀπὸ μία σύγχυσή με μία ὡραιότατη ἀριστοκράτιδα τῆς Ἀλεξάνδρειάς που εἶχε ἀποκρούσει τις ἀκόλαστες προτάσεις τοῦ Μαξιμίνου καὶ ἐξ αὐτοῦ τιμωρήθηκέ με δήμευση ὅλης τῆς περιουσίας τῆς ὑπ΄ αὐτόν, τῆς ὁποίας τὴν ἱστορία εἶχε γράψει ὁ ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας τοῦ 4ου αἰῶνα Εὐσέβιος.

Ἡ σύγχυση ὅμως αὐτὴ διαλύθηκε πρώτα ἀπὸ τὴν διαπίστωση ὅτι οὐδεμία τέτοια λεπτομέρεια τοῦ βίου τῆς Ἁγίας δεν ἀναφέρεται στήν βιογραφία ἐκείνης καὶ οὔτε τοῦ μαρτυρικοῦ τῆς θανάτου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ στοιχεῖα (σχόλια) ἀπὸ ἄλλο συγγραφέα βεβαιώνεται ὅτι ἡ περὶ ᾖς ὁ λόγος Ἀλεξανδρινὴ ἀριστοκράτιδα λεγόταν Δωροθέα. Πάντως ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη ἀπὸ νεαρότατη ἡλικία εἶχε δείξει ἀσυνήθη εὐσέβεια καὶ προσήλωση στα Θεία ὅπου καὶ ὁ θρῦλος ὅτι δέχθηκε τὸ “δακτυλίδι πνευματικῆς μνηστείας” ἀπὸ μέρους τοῦ Χριστοῦ που της προσκόμισε ἡ ἀειπάρθενος Μητέρα Του ἢ κατ΄ ἄλλους ἀπὸ τὸν Ἴδιον.

Απολυτίκιον Ἦχος πλ. α’

Τὸν συνάναρχον Λόγον
Τὴν πανεύφημον νύμφην Χριστοῦ ὑμνήσωμεν, Αἰκατερῖναν τὴν θείαν καὶ πολιοῦχον Σινᾶ, τὴν βοήθειαν ἡμῶν καὶ ἀντίληψιν, ὅτι ἐφίμωσε λαμπρῶς, τοὺς κομψοὺς τῶν ἀσεβῶν, τοῦ Πνεύματος τῇ μαχαίρᾳ, καὶ νῦν ὡς Μάρτυς στεφθεῖσα, αἰτεῖται πᾶσι τὸ μέγα ἔλεος.

Άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ῥῶσσος

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ῥῶσος γεννήθηκε τὸ 1690 μ.Χ. στήν Ῥωσία. Οἱ γονεῖς του, πιστοὶ χριστιανοὶ οἱ ἴδιοι, βάπτισαν τὸν γιὸ τους χριστιανὸ καὶ τὸν μεγάλωσαν σύμφωνά μέ τις ἐπιταγὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Ἅγιος ἀπὸ μικρὸς ἔγινε θερμὸς χριστιανὸς καὶ διέγαγε τὸν βίο του ἐν Χριστῷ.

Ὅταν ἔφτασε στην καταλληλη ἡλικία, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κατετάγη στον Ῥωσικὸ στρατό. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη μαινόταν ὁ Ῥωσοτουρκικὸς πόλεμος. Ὁ Ἅγιος πολέμησε σὲ αὐτὸν τὸν πόλεμο, ἕως ὅτου αἰχμαλωτῖστηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ δόθηκε σὰν σκλάβος σὲ ἕνα Τοῦρκο ἀξιωματικό που καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Προκόπι τῆς Μικρὰς Ἀσιάς. Ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικὸς μετέφερε τὸν Ἅγιο στο Προκόπι καὶ ἐκεῖ προσπάθησε, ὅπως συνηθιζόταν τότε, να τὸν πείσει να ἀλλαξοπιστήσει. Ὁ Ἅγιος ἀντιστάθηκε σθεναρὰ σὲ ὄλες τις προσπάθειες τοῦ Τούρκου καὶ τέλος, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ Τοῦρκος ἄφησε ἤσυχο τὸν Ἅγιο να διατηρήσει τὴν πιστὴ του.
Οἱ συνθῆκες διαβίωσης τοῦ Ἁγίου ἤταν πολὺ σκληρές. Κοιμόταν στο στάβλο τοῦ ἀφεντικοῦ του, μαζί με τὰ ζώα τῶν ὁποίων την φροντίδα του εἶχε ἀναθέσει. Ἔτρωγε ἐλάχιστα, τὰ ῥούχα του ἤταν φτωχικὰ καὶ ἤταν ἀναγκασμένος να περπατὰ χωρὶς ὑποδήματα. Σὲ αὐτὸν τὸν στάβλο, ὁ Ἅγιος προσευχόταν, ἐνῶ τὰ βράδια συχνὰ ἐπισκεπτόταν μιά ἐκκλησία που ἤταν ἐκεῖ κοντά, ἀφιερωμένη στον Ἅγιο Γεώργιο.

Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ῥώσου, ἔφερε εὐλογία στο σπίτι τοῦ ἀφεντικοῦ του, ὁ ὁποῖος πλούτισε καὶ ἔγινε ἀπὸ τοὺς ἰσχυροτέρους ἀντρες τῆς περιοχῆς. Ὅταν κάποια στιγμὴ ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικὸς ἐπισκέφτηκε τὴν Μέκκα για προσκύνημα, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης με θαυμαστὸ τρόπο ἔστειλε ἀπὸ τὸ Προκόπι στην Μέκκα ἕνα πιάτο με ῥύζι για τὸ ἀφεντικὸ του. Στην ἀρχὴ δεν τὸν πίστεψαν, ἀλλὰ ὅταν ὁ Τοῦρκος γύρισε ἀπὸ τὴν Μέκκα φέρνοντας τὸ πιάτο μαζὶ τοῦ πείστηκαν καὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔγινε σὲ ὅλους ὅσους κατοικοῦσαν στην περιοχὴ γνωστό.

Ὁ Τοῦρκος θέλοντας να τιμήσει τὸν Ἅγιο προσφέρθηκε να του καλυτερέψει τις συνθῆκες διαβίωσης. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀρνήθηκε καὶ συνέχισε να φροντίζει τὰ ζώα τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ να μένει στον στάβλο. Δουλεύοντας τὴν ἡμέρα καὶ προσευχόμενος τὴν νύχτα ἔζησε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ῥῶσος τὸν ὑπολοιπο τοῦ βίου του ἕως τις 27 Μαΐου τοῦ 1730 μ. Χ. ὅπου ἀναπαύτηκε σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν.
Τὸ σῶμα τοῦ παραδόθηκε ἀπὸ τὸ ἀφεντικὸ του στους Χριστιανοὺς τοῦ Προκοπίου ὥστε να τὸ θάψουν σύμφωνά με τοὺς κανόνες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου ἐνταφιάστηκε στο χριστιανικὸ νεκροταφεῖο καὶ ἐκεῖ παρέμεινε για τρεισήμισι χρόνια. Μετὰ τὸ πέρας αὐτῶν τῶν ἐτῶν ὁ Ἅγιος ἐμφανίστηκε στον ὕπνο ἑνὸς γέροντα Ἱερέα ζητώντας του να γίνει ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του. Κάθε βραδὺ μία στήλη φωτὸς κατέβαινε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στον τάφο τοῦ Ἁγίου.

Οἱ Χριστιανοὶ ἔκαναν τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ τοποθέτησαν σὲ μία λάρνακα κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στον ὁποῖο προσευχόταν ὁ Ἅγιος ἐν ὄσο ἤταν στη ζωή.

Πολλὰ θαύματα γίνοντάν με τὴν χαρη τοῦ Ἁγίου καὶ κόσμος πολὺς ἐρχόταν να προσκυνήσει τὸ Ἱερὸ Λείψανό του. Ὅταν τὸ 1834 μ.Χ. κτίστηκε στο Προκόπι ἔνας μεγάλος Ναὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, μεταφέρθηκε ἐκεῖ τὸ Λείψανό του. Τρεῖς φορὲς ὅμως θαυματουργὰ ἐπέστρεφε τὸ βραδὺ τὸ Ἱερὸ Λείψανο τοῦ Ἁγίου στον παλαιὸ ναό, ἐνῶ οἱ πιστοὶ τὸ μετέφεραν τὴν ἡμέρα στον νέο Ναό. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἀγρυπνίες, καί με τὴν συγκατάβαση τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκε μόνιμα πλέον τὸ λείψανο του στον νέο Ναό.

Σὲ αὐτὸν τὸν ναὸ ἔμεινε ὁ Ἅγιος μέχρι τὸ 1924 μ.Χ. Μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν Ἑλλάδας καὶ Τουρκίας που ἔγινε τότε, μεταφέρθηκε καὶ τὸ Ἱερὸ Λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ῥώσου στο Νέο Προκόπι τῆς Εὐβοίας ὅπου ἐγκαταστάθηκαν οἱ Ἕλληνές που ζούσαν στο Προκόπι τῆς Μικρὰς Ἀσιάς. Ἡ μεταφορὰ στο Νέο Προκόπι Εὐβοίας, ἔγινε χάρη στις προσπάθειες τοῦ Παναγιώτη Παπαδόπουλου. Ὁ ἀείμνηστος Παναγιώτης Παπαδόπουλος ναύλωσέ με δικὴ του δαπάνη τὸ πλοῖο «Βασίλειος Δεστούνης» με τὸ ὁποῖο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκαν στην Ἑλλάδα καὶ 800 πατριῶτες.

Τὸ 1930 ἄρχισε να χτίζεται ναὸς πρὸς τιμὴ τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος ὁλοκληρώθηκε μετὰ ἀπὸ πολλοὺς κόπους τῶν πιστῶν τὸ 1951. Τότε μεταφέρθηκε ὁ Ἅγιος στο νέο Ναὸ καὶ ἐκεῖ βρίσκεται μέχρι τις μέρες μας. Πιστοὶ ἐπισκέπτονται τὸν ναὸ αὐτὸ καὶ προσκυνοῦν τὸν Ἅγιο, ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικὸ εὐχαριστώντας τὸν για τὰ θαύματα καὶ τὴν βοήθειά που τοὺς δινεῖ με τήν χάρη του.
Τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ῥώσου ἐορτάζουμε στις 27 Μαΐου.

Ἀπολυτίκιον.

Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σὲ πρὸς οὐρανίους μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον, ἀδιαλώβητον, τὸ σκῆνός σου Ὅσιε. Σῦ γὰρ ἐν τῇ Ἀσία, ὡς αἰχμάλωτος ἤχθης, ἔνθα καὶ ὠκειώθης, τῷ Χριστῷ Ἰωάννῃ. Αὐτὸν οὖν ἱκέτευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἠμῶν.

Αγία Βαρβάρα

Η Αγία Βαρβάρα Μεγαλομάρτυς

Ἀποτελεῖ κόσμημα τῶν μαρτύρων τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. Ὁ πατέρας της ἦταν ἀπὸ τοὺς πιὸ πλούσιους εἰδωλολάτρες τῆς Ἠλιουπόλεως καὶ ὀνομαζόταν Διόσκορος.

Μοναχοκόρη ἡ Βαρβάρα, διακρινόταν γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ σώματός της, τὴν εὐφυΐα καὶ σωφροσύνη της. Στὴν χριστιανικὴ πίστη κατήχησε καὶ εἵλκυσε τὴν Βαρβάρα μία εὐσεβῆς χριστιανὴ γυναίκα. Τὴν ζωή της μέσα στὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον ἡ Βαρβάρα περνοῦσε «ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι». Δηλαδὴ μὲ κάθε εὐσέβεια καὶ σεμνότητα.

Ὅμως τὸ γεγονὸς αὐτό, δὲν ἔμεινε γιὰ πολὺ καιρὸ μυστικό. Ὁ Διόσκορος ἔμαθε ὅτι ἡ κόρη του εἶναι χριστιανὴ καὶ ἐκνευρισμένος διέταξε τὸν αὐστηρὸ περιορισμό της. Ἀλλὰ ἡ Βαρβάρα κατόρθωσε καὶ δραπέτευσε. Ὁ πατέρας της τότε ἐξαπέλυσε ἄγριο κυνηγητὸ μέσα στὶς σπηλιὲς καὶ τὰ δάση, ὅπου κρυβόταν ἡ κόρη του. Τελικά, κατόρθωσε καὶ τὴν συνέλαβε.

Ἀλλὰ ὁ ἄσπλαχνος καὶ πωρωμένος εἰδωλολάτρης πατέρας, παρέδωσε τὴν κόρη του στὸν ἡγεμόνα Μαρκιανό. Αὐτός, ἀφοῦ στὴν ἀρχὴ δὲν κατόρθωσε μὲ δελεαστικοὺς τρόπους νὰ μεταβάλει τὴν πίστη της, διέταξε καὶ τὴν μαστίγωσαν ἀνελέητα. Κατόπιν τὴν φυλάκισε, ἀλλὰ μέσα ἐκεῖ ὁ Θεὸς θεράπευσε τὶς πληγὲς τῆς Βαρβάρας καὶ ἐνίσχυσε τὸ θάρρος της.

Τότε ὁ ἡγεμόνας θέλησε νὰ τὴ διαπομπεύσει δημόσια γυμνή. Ἀλλὰ ἐνῶ ἔβγαζαν τὰ ροῦχα της, ἄλλα ὡραιότερα ἐμφανίζονταν στὸ σῶμα της. Ὁ ἡγεμόνας βλέποντας τὸ θαῦμα, διέταξε νὰ ἀποκεφαλισθεῖ. Χωρὶς καθυστέρηση, ὁ ἴδιος ὁ κακοῦργος πατέρας της, ἀνέλαβε καὶ τὴν ἀποκεφάλισε.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τῆς Τριάδος τὴν δόξαν ἀνακηρύττουσα, ἐν τῷ λουτρῷ τρεῖς θυρίδας ὑπεσημήνω σοφῶς, κοινωνίαν πατρικὴν λιποῦσα πάνσεμνε· ὅθεν ἠγώνισαι λαμπρῶς, ὡς παρθένος εὐκλεής, Βαρβάρα Μεγαλομάρτυς. Ἀλλὰ μὴ παύσῃ πρεσβεύειν, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τῷ ἐν Τριάδι εὐσεβῶς ὑμνουμένῳ, ἀκολουθήσασα σεμνὴ Ἀθληφόρε, τὰ τῶν εἰδώλων ἔλιπες σεβάσματα, μέσον δὲ τοῦ σκάμματος, ἐναθλοῦσα Βαρβάρα, τυράννων οὐ κατέπτηξας, ἀπειλὰς ἀνδρειόφρον, μεγαλοφώνως κράζουσα σεμνή· Τριάδα σέβω, τὴν μίαν Θεότητα.

Μεγαλυνάριον.

Πατέρα λιποῦσα τὂν δυσσεβῆ, ἐδείχθης θυγάτηρ, Βασιλέως τῶν οὐρανῶν, ὑπὲρ οὗ προθύμως, ἀθλήσασα Βαρβάρα, λυτροῦσαι πάσης νόσου, τοὺς προσιόντας σοι.