Τῆ Η' τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου, τό Γενέθλιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας.
“Ἀποκάλυψον πρός Κύριον τήν ὁδόν σου καί ἔλπισον ἐπ’ αὐτόν, καί αὐτός ποιήσει.”
Φανέρωσε στόν Κύριο μέ ἐμπιστοσύνη τό δρόμο καί τίς ἐπιδιώξεις καί τίς ἀνάγκες τῆς ζωῆς σου καί ἔλπισε σ’ Ἀὐτόν καί Αὐτός θά κάνει ἐκεῖνα πού ζητᾶς καί χρειάζεσαι. Μ’ αὐτή τήν ἐμπιστοσύνη καί ἐλπίδα, ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα ἱκέτευαν προσευχόμενοι τό Θεό νά τούς χαρίσει παιδί, νά τό ἔχουν γλυκειά παρηγορία στά γεράματα τους. Καί τήν ἐλπίδα τους ὁ Θεός ἔκανε πραγματικότητα. Τούς χάρισε τήν παρθένο Μαριάμ, πού ἦταν ὁρισμένη νά γεννήσει τό Σωτήρα τοῦ κόσμου καί νά λάμψει σάν ἡ πιό εὐλογημένη μεταξύ τῶν γυναίκων.
Ἥταν ἐκείνη, ἀπό τήν ὁποία ἔμελλε νά προέλθει Αὐτός πού θά συνέτριβε τήν κεφαλή τοῦ νοητοῦ ὄφεως.
Στήν Παλαιά Διαθήκη δόθηκαν πολλές προτυπώσεις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Μία εἶναι καί ἡ βάτος τοῦ Σινᾶ, τήν ὁποία ἐνῶ εἶχαν περιζώσει φλόγες φωτιᾶς, αὐτή δέν καιγόταν. Ἧταν ἀπεικόνιση τῆς Παρθένου, πού θά γεννοῦσε τό Σωτῆρα Χριστό καί συγχρόνως θά διατηροῦσε τήν παρθενία της. Ἔτσι, ἡ Ἄννα καί ὁ Ἰωακείμ, πού ἦταν ἀπό τό γένος τοῦ Δαβίδ, μέ τήν κραταιά ἐλπίδα, πού εἶχαν στό Θεό ἀπέκτησαν ἀπ΄Αὐτόν τό ἐπιθυμητό δῶρο, πού θά συντροφεύει τόν κόσμο μέχρι συντελείας αἰώνων.