ΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Σερρῶν καί Νιγρίτης κ. Θεολόγου
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ κ. Δανιήλ, Πρόεδρε τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως,
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Φθιώτιδος κ. Νικόλαε, σεπτέ Ποιμενάρχα τῆς θεοφρουρήτου ταύτης Ἱερᾶς Μητροπόλεως τῆς φιλοξενούσης τό παρόν ΙΣΤ’ Πανελλήνιον Λειτουργικόν Συμπόσιον,
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Πανοσιολογιώτατοι, Αἰδεσιμολογιώτατοι καί Ἐλλογιμώτατοι κύριοι καθηγηταί, εἰσηγηταί τοῦ παρόντος Λειτουργικοῦ Συμποσίου,
Ἀγαπητοί πατέρες καί ἀδελφοί, Ἐκπρόσωποι τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
Ἀρχόμενοι σύν Θεῷ τῆς εἰσηγήσεώς μας, ἡ ὁποία φιλοφρόνως καί ὅλως τιμητικῶς μᾶς ἀνετέθη ὑπό τῆς ἁρμοδίας Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς, ὀφείλουμε τοῦτο μέν νά εὐχαριστήσωμεν εὐγνωμόνως τόν Σεβασμιώτατον καί λίαν περισπούδαστον Πρόεδρόν της, Μητροπολίτην Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ κ. Δανιήλ καί τά μέλη αὐτῆς γιά τήν ὑψηλή τιμήν πού ἐπεδαψίλευσαν στό ταπεινό μας πρόσωπον, τοῦτο δέ νά συγχαρῶμεν ἐκ μέσης καρδίας τόν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Φθιώτιδος κ. Νικόλαον διά τήν ἀρχοντικήν καί κατά πάντα ἀρτίαν φιλοξενίαν τοῦ παρόντος λειτουργικοῦ Συμποσίου, εὐχόμενοι τήν κατά πάντα καί εἰς πάντα εὐόδωσιν αὐτοῦ. Διά τῶν ἁγίων εὐχῶν σας, χωροῦμεν στήν ἀνάπτυξιν τῆς ἀνατεθείσης σέ ἐμᾶς εἰσηγήσεως, ἐχούσης ὡς θέμα τούς πανενδόξους καί καλλινίκους Νεομάρτυρας.
Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, τό ἀσύλητον τοῦτο θησαυροφυλάκιον τοῦ ἀδαπάνητου πλούτου τῶν θείων δωρεῶν, λειτουργεῖ μέσα στόν κόσμο ὡς τό θεότευκτον ἐργαστήριον τῆς ἁγιότητος, ὡς <<κοινωνία θεώσεως>>. Ὁ κατά Χριστόν ἄρτιος ἄνθρωπος, μέ ἐλεύθερη ἐπιλογή του καί μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἀποχωρίζεται τῆς ματαιότητος τοῦ κόσμου τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου καί βιώνει ἐμπειρικά τήν ἐν Χριστῷ καινή ζωή. Οἱ ἅγιοι τῆς πίστεώς μας, οἱ γλυκύτατοι αὐτοί καρποί τοῦ εὐσκιόφυλλου δένδρου τῆς Ἐκκλησίας μας, ζοῦν γιά τόν Χριστό καί διά τοῦ Χριστοῦ. Κύριο χαρακτηριστικό αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς εἶναι ἡ φλογερή ἀγάπη γιά τόν Σωτῆρα Χριστό. Αὐτή ἡ ἀγάπη πρός τόν οὐράνιο Νυμφίο ὁδηγεῖ τόν πληγωμένο ἀπό τά βέλη τῆς θείας ἀγάπης ἄνθρωπο σέ ἕνα καθημερινό σκληρό ἀγώνα καθάρσεως τῶν παθῶν πού ὁδηγεῖ στόν φωτισμό καί τήν θεοκοινωνία. Ὁ συνεπής καί συνεχής προσωπικός ἀγώνας γιά τήρηση τῶν σωτηρίων θείων ἐντολῶν, συνιστᾶ ἕν εἶδος καθημερινοῦ μαρτυρίου, τό ὁποῖον οἱ θεηγόροι Πατέρες ὀνόμασαν μαρτύριον τῆς συνειδήσεως. Ὁ ἴδιος ἐξάλλου ὁ Κύριός μας ὑπεγράμμισε ἐμφαντικῶς ὅτι πιστοποίηση τῆς εἰς Αὐτόν γνησίας ἀγάπης συνιστᾶ ὁ ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, λέγων: «Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με»[i]. Αὐτή ἡ μαρτυρία πίστεως καί ἀγάπης, ὅταν οἱ ἐξωτερικές συνθῆκες εἶναι πρόσφορες, φθάνει καί στήν προσφορά τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, στό μαρτύριο τοῦ αἵματος. Οἱ ἅγιοι μάρτυρες ἔζησαν μέσα ἀπό τόν προσωπικό τους πνευματικό ἀγώνα τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ αὐθεντικῶς, ἔγιναν κοινωνοί τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου, καταθέτοντες τήν δική τους μαρτυρία περί τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὡς τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Σχολεῖο καί φυτώριο μαρτύρων καί ἁγίων εἶναι ἡ ἁγία νύμφη τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλησία. Αὐτή εἶναι ἡ πνευματική της διαπίστευση στόν οὐρανό καί τήν γῆ. Ἐργάζεται μέσα στόν κόσμο γιά νά πλουτίζει τό οὐράνιο πνευματικό στερέωμα μέ νοητά ἄστρα φωτεινά, τούς ἁγίους, πού ἀντανακλοῦν στήν κτίση τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἅγιοι καί μάρτυρες θά ὑπάρχουν ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων, καθώς αὐτό εἶναι τό μεγαλειῶδες ἔργο τῆς πνοῆς τοῦ Παρακλήτου μέσα στήν Ἐκκλησία. Στήν διάρκεια τῆς δισχιλιετοῦς πορείας τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας μέσα στόν κόσμο συναντᾶ κανείς στό μαρτύριο, καί μάλιστα στήν διπλή του διάσταση, ὡς μαρτυρία καί θυσία, τήν οὐσιαστικότερη καί αὐθεντικότερη ἔκφραση τῆς ὀντολογικῆς αὐτοσυνειδησίας της[ii].
Πρώτη ἀναφορά στούς μάρτυρες καί τό μαρτύριο συναντᾶται στήν Παλαιά Διαθήκη. Οἱ λέξεις «μαρτύριον», «μάρτυς», «μαρτυρία»» καί «μαρτυρῶ» χρησιμοποιοῦνται στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τήν ἔννοια τῆς ἀποδείξεως καί τῆς ἐπιβεβαιώσεως τῆς ἀληθείας, μέ τήν νομική ἔννοια τοῦ ἀποδεικτικοῦ στοιχείου[iii]. Συχνά ἐπίσης ἀπαντᾶται ἡ λέξη «μαρτύριον» στήν ἔκφραση «σκηνή τοῦ μαρτυρίου»[iv], ἐνῶ σπανιότερα ἀπαντῶνται οἱ ἀναφορές «κιβωτός τοῦ μαρτυρίου»[v] καί «πλάκες τοῦ μαρτυρίου»[vi], πού ὑποδηλώνουν τίς ἐντολές πού ἐδόθησαν ἀπό τόν Θεό στόν Προφήτη Μωϋσῆ.
Ὁ ρηματικός τύπος «μαρτυρεῖν», τό ρῆμα μαρτύρομαι καί τά οὐσιαστικά «μάρτυς», «μαρτυρία» καί «μαρτύριον» ἀπαντῶνται μέ συχνότητα καί στήν Καινή Διαθήκη καί κυρίως στήν Ἰωάννεια γραμματεία. Οἱ ἐκφράσεις αὐτές ἀναφέρονται στό ἐπίγειο λυτρωτικό ἔργο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ πρός σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἡ λέξη «μαρτύριον» χρησιμοποιεῖται ἐπίσης στήν Καινή Διαθήκη μέ τήν ἔννοια τῆς δημόσιας μαρτυρίας τῆς ἀληθείας ἐνώπιον τῶν δικαστικῶν ἀρχῶν[vii]. Ἀργότερα ἡ Ἐκκλησία χαρακτήρισε τό μαρτύριον ἀφενός μέν ὡς τήν ἐμπειρική κατάθεση τῆς εἰς Χριστόν πίστεως, τῆς <<ἐν ἡμῖν δηλαδή ἐλπίδος>>, ἀφετέρου δέ τήν θυσιαστική συνταύτιση τοῦ μάρτυρος μέ τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ[viii]. Τό μαρτύριο συνιστᾶ μία δομικοῦ χαρακτῆρος χαρισματική, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, πραγματικότητα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού ἐξυψώνει καί ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο ὡς κοινωνό καί μιμητή τῶν παθημάτων τοῦ Πρώτου καί Μεγάλου Μάρτυρος τῆς πίστεώς μας, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἡμῖν ἐχαρίσθη οὐ μόνον τό εἰς Χριστόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν»[ix] σημειώνει ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν καί ἡμέτερος διδάσκαλος, θεῖος Παῦλος. Στήν διαπίστωση αὐτή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου συστοιχίζεται διαχρονικῶς ἡ ἁγιοτρόφος, καλλίτεκνος καί πολύτεκνος μητέρα, Ἐκκλησία.
Μία ξεχωριστή θέση μέσα στό πολύφωτο νοητό στερέωμα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας μας κατέχουν οἱ πολύαθλοι Νεομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι στήν μακρά καί ἀσέληνη νύκτα τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου, πού ξεκίνησε μετά τήν πτώση τῆς Βασιλίδος στούς Ὀθωμανούς Τούρκους, ἀνεδείχθησαν τά ἔμψυχα ἐκεῖνα λυχνάρια πού ἐφώτισαν παρακλητικῶς τήν ζωή τοῦ ὑπόδουλου Γένους. «Κατ’ ἀλήθειαν τοῦτο εἶναι ἕνα θαῦμα» ὁμολογεῖ ὁ μέγας ὑμνητής τῶν Νεομαρτύρων, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης «παρόμοιον ὡσάν νά βλέπῃ τινάς μέσα εἰς τήν καρδίαν τοῦ χειμῶνος ἐαρινά ἄνθη καί τριαντάφυλλα, μέσα εἰς τήν βαθυτάτην νύκτα, ἡμέραν καί ἥλιον, μέσα εἰς τό ψηλαφητό σκότος, φῶτα λαμπρότατα, ἐν καιρῷ τῆς αἰχμαλωσίας, νά βλέπῃ ἐλευθερίαν, καί ἐν τῷ καιρῷ τῆς τωρινῆς ἀσθενείας, ὑπερφυσικήν δύναμιν… οὗτος ὁ δάκτυλος εἶναι τοῦ Θεοῦ, αὕτη ἡ δύναμις εἶναι τοῦ Θεοῦ…»[x].
Ἄν ἐξαιρέσει κανείς τούς τρεῖς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες, οἱ περισσότεροι μάρτυρες ἀνεδείχθηκαν κατά τήν μακρά καί ἐπώδυνη περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Κατ’ αὐτήν τό μαρτύριο βρίσκει τήν οὐσιαστικότερη ἔκφρασή του στούς νεομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἀποτέλεσαν σπουδαῖο κεφάλαιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί ἱστορικῆς πορείας τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στούς Νεομάρτυρες, σέ ἀντιδιαστολή πρός τούς ἐθνομάρτυρες, ὅπου προηγεῖται ἡ ἀγάπη πρός τήν πατρίδα, κυριαρχεῖ ἡ θρησκευτική τους συνείδηση, ἡ ἀγάπη τους δηλαδή πρός τόν Χριστό, ἡ ὁποία ὡς «θεῖος ἔρως» κατέφλεγε τήν καρδιά τους καί τούς ὁδηγοῦσε ἄφοβα στό μαρτύριο. Αὐτή ἡ βαθειά χριστιανική συνείδηση τῶν Νεομαρτύρων εἶναι ὑπερεθνική, καί γι’ αὐτό ἀληθινά οἰκουμενική. Αὐτό τό στοιχεῖο τούς συνδέει ἀναπόσπαστα μέ τούς παλαιούς μάρτυρες τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Στά τετρακόσια καί πλέον χρόνια τοῦ φόβου, τοῦ ἐξισλαμισμοῦ, τῆς ἀβάσταχτης σκλαβιᾶς, ὑψώθηκε ὡς ἀνασχετική δύναμη ἡ θυσία τῶν Νεομαρτύρων. Ὁ ὅρος «Νεομάρτυς» κατ’ ἱστορικήν ἀκρίβειαν εἶναι γνωστός στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας ἤδη ἀμέσως μετά τίς εἰκονομαχικές ἔριδες. Δι’ αὐτοῦ χαρακτηρίζονταν οἱ ὑπερασπιστές τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν εἰκόνων[xi]. Σήμερα ὅμως ὑπό τόν ὅρο «Νεομάρτυρες» χαρακτηρίζονται τά πιστά ἐκεῖνα μέλη τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, τά ὁποῖα ἀπό τόν 12ο αἰώνα καί κυρίως μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453) καί ἑξῆς ὑπέστησαν βασανιστήρια καί ὀδυνηρό θάνατο, ἀπό τούς κατακτητές Ὀθωμανούς καί ἀπό τούς λατίνους ἐνωρίτερον, ἐπειδή ὁμολόγησαν τήν ὀρθόδοξο χριστιανική πίστη τους στόν Σωτῆρα Χριστό, ἔμειναν ἀκλόνητοι σ’αὐτήν τήν ὁμολογία ἕως τέλους καί ἀρνήθηκαν νά ἀλλαξοπιστήσουν[xii]. Ἡ καθιέρωση τοῦ ὅρου «Νεομάρτυς» πρέπει νά τονίσουμε ὅτι ὀφείλεται κυρίως στόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος στό ἔργο του «Νέον Μαρτυρολόγιον» ἔθεσε ὡς χρονικό ὅριο τό ἔτος 1453, ἀπό τό ὁποῖο ἐφεξῆς οἱ ἅγιοι πού ἔδωσαν μαρτυρικῶς τήν ζωήν τους ὑπέρ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ὀνομάζονται «Νεομάρτυρες».
Οἱ Μάρτυρες καί οἱ Νεομάρτυρες συνιστοῦν χαρισματικές πραγματικότητες μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού παρουσιάζουν πολλές ἐσωτερικές ὁμοιότητες, ἀλλά καί κάποιες ἐξωτερικές διαφορές μεταξύ των. Κοινά οὐσιώδη γνωρίσματα ἀποτελοῦν ἡ δυνατή πίστη, ὁ μαρτυρικός θάνατος γιά τόν Χριστό, ἡ προσήλωση στήν ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ἀποτελοῦν τίμια μέλη, ἡ ἀκλόνητη ὁμολογία, ἡ προέλευση ἀπό ὅλα τά κοινωνικά καί ἡλικιακά στρώματα. Οἱ μάρτυρες ἐμφανίστηκαν κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν οἱ χριστιανοί ἀποτελοῦσαν ἔκνομη μειοψηφία στήν εἰδωλολατρική κοινωνία τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Οἱ Νεομάρτυρες ἐμφανίστηκαν κυρίως κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ὅταν τό Γένος εὑρίσκετο ὑπό τόν φρικτό Τουρκικό ζυγό δουλείας.
Μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Τούρκους, ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας παρέμεινε ἡ μόνη ὀργανωμένη πνευματική δύναμη μέσα στό ὑπόδουλο Γένος. Ὁ κατακτητής Σουλτάνος, ὁ Μωάμεθ Β’ ὁ Πορθητής, παραχώρησε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κάποια προνόμια, γιά λόγους ἱστορικούς, πολιτικούς καί οἰκονομικούς[xiii]. Τά προνόμια αὐτά ἐκτός τῶν σκοπιμοτήτων πού ὑπηρετοῦσαν, ἀπετέλεσαν καί τήν νομική βάση ὑπάρξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά καί τό πλαίσιο τῆς δικαιοδοσίας καί τῶν εὐθυνῶν του ἀπέναντι στήν ὑψηλή Πύλη[xiv]. Ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα προνόμια ἦταν ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως[xv]. Μέ εἰδικό διάταγμα παραχωροῦνταν στούς χριστιανούς ἡ ἐλευθερία νά ἀσκοῦν τά θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ὅμως τά γραπτά ἤ προφορικά προνόμια εἶχαν πολλές φορές μόνον θεωρητικό χαρακτῆρα, καθώς στηριζόταν στήν καλή διάθεση τῶν ἑκάστοτε κρατούντων. Στήν πράξη ὁ διωγμός ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας ἦταν μία ὀδυνηρή πραγματικότητα[xvi]. Κυριότερες αἰτίες μαρτυρίου τῶν χριστιανῶν κατ΄ αὐτήν τήν περίοδο ἦταν ἡ μουσουλμανική μισαλλοδοξία, ὁ θρησκευτικός φανατισμός[xvii], ἡ οἰκονομική ἀπληστία[xviii], ἡ ἁπλή ἀνάγνωση, κατόπιν πλεκτάνης, καί ἡ ἀνύποπτος ἀναφορά ἀπό χριστιανούς τῆς μουσουλμανικῆς ὁμολογίας πίστεως, ἡ προσπάθεια τῶν μουσουλμάνων γιά ἐπικράτηση καί ἐπέκταση τῆς κυριαρχίας τους, ἡ ἀνυπόστατος πολλές φορές κατηγορία ὅτι χριστιανός προσέβαλε τήν μωαμεθανική θρησκεία ἤ ὅτι ἐξύβρισε τόν προφήτη Μωάμεθ, ἡ ἀπόπειρα χριστιανοῦ νά ἐκχριστιανίσει μουσουλμάνο ἤ ἡ ἀποστασία ἐκ τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας, ἡ συκοφαντική πληροφορία ὅτι κάποιος χριστιανός ἐπιθυμεῖ δῆθεν νά ἀσπασθεῖ τόν μωαμεθανισμό, ἡ ἀνήθικη στάση Τούρκων εἰς βάρος τῶν χριστιανῶν νεανίδων καί ἡ ἀνάλογη στάση μουσουλμανίδων κατά χριστιανῶν νέων, τά κατά καιρούς ἐπαναστατικά κινήματα μέ τήν συμμετοχή σέ αὐτά κληρικῶν, ἡ ἁπλή φιλονικία μεταξύ χριστιανοῦ καί μουσουλμάνου κατά τήν συναλλαγή ἤ τήν τιμή ἀγοραπωλησίας γεωργικῶν προϊόντων, ἡ ἀμφίεση χριστιανῶν μέ τουρκικά ἐνδύματα, ἡ ἀξιόλογη ἐκπαιδευτική καί φιλανθρωπική δράση[xix], ὁ ζῆλος, ὁ ἐνθουσιασμός καί ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου καί ἡ ἐπιστροφή στήν χριστιανική πίστη χριστιανῶν πού εἶχαν ἐξισλαμισθεῖ.
Τό πλέον ἐπώδυνο ὅμως πλῆγμα κατά τήν σκληρά περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἦταν οἱ ἐξισλαμισμοί, πού ἀπετέλεσαν μία διαρκή ἀφαίμαξη τοῦ μαρτυρικοῦ Γένους μας. Ἄν καί θεωρητικῶς ὁ βίαιος ἐξισλαμισμός δέν ἦταν ἐπιβεβλημένος γιά τούς λαούς τῆς Βίβλου ἀπό τόν νόμο τοῦ Ἰσλάμ, στήν πραγματικότητα ὅμως οἱ συνθῆκες, μετά κυρίως τό πρῶτο τέταρτο τοῦ 16ου αἰῶνος ἦταν διαφορετικές[xx]. Τό «Νέον Μαρτυρολόγιον» περιγράφει χαρακτηριστικῶς τήν σκληρότητα καί τήν βαρβαρότητα τῶν βασανιστηρίων τῶν κατακτητῶν Ὀθωμανῶν κατά τῶν χριστιανῶν. Παραλλήλως δέ, προνόμια, χρήματα καί κάθε ἄλλο ὑλικό ἀγαθό προσφέρονταν δελεαστικά ἀπό τούς μουσουλμάνους στούς χριστιανούς, προκειμένου νά ἀσπασθοῦν τήν πίστη τους[xxi]. Οἱ δύσκολες συνθῆκες διαβίωσης, ἡ ἀναιμική πίστις, οἱ ἑλκυστικές ὑποσχέσεις, ἡ βαριά φορολογία, οἱ ποικίλες καταπιέσεις, ὁδήγησαν κάποιους χριστιανούς νά ἀσπασθοῦν τήν μουσουλμανική θρησκεία[xxii].
Ὁ ἀριθμός τῶν Νεομαρτύρων τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας μας παραμένει εἰσέτι ἄγνωστος. Ἡ δυσκολία στόν ἀκριβή καθορισμό τοῦ ἀριθμοῦ τῶν Νεομαρτύρων ὀφείλεται, ἀφενός μέν στό γεγονός ὅτι τά ὀθωμανικά κρατικά ὄργανα δέν κρατοῦσαν Πρακτικά γιά δίκες αὐτοῦ τοῦ περιεχομένου, ἀφετέρου δέ στήν δυνατότητα πού εἶχε κάθε μουσουλμάνος νά ἔχει στήν δούλεψή του χριστιανούς δούλους, ἐπί τῶν ὁποίων εἶχε οὐσιαστικῶς ἐξουσίαν ζωῆς καί θανάτου[xxiii]. Ὁ Ξηροποταμηνός λόγιος μοναχός τοῦ 18ου αἰῶνος, Καισάριος Δαπόντες (1714-1784) ὑπολογίζει τούς Νεομάρτυρες σέ περισσοτέρους ἀπό χιλίους. Γράφει χαρακτηριστικῶς: «Οἱ νεοφανεῖς ἅγιοι μάρτυρες εἶναι δέ ὑπέρ τούς χιλίους καί περισσότεροι, τῶν ὁποίων τά ὀνόματα ἄγνωστα εἰς ἐμέ, γνωστά δέ παρά τῷ Θεῷ, τῷ τά πάντα γινώσκοντι»[xxiv].
Περί τά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, ὁ λόγιος καί λίαν πεπαιδευμένος διδάχος τοῦ Γένους καί μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Χερσῶνος Εὐγένιος Βούλγαρης (1716-1806) σέ ἐπιστολή του πρός τόν ρωμαιοκαθολικό ὑποδιάκονο Πέτρο Κλαίρκιο ἀπαριθμεῖ τούς γνωστότερους Νεομάρτυρες, λέγων «Ἀλλ’ οὗτοι δή μερίς βραχειά τίς ἐστι τοῦ τῶν νεοφανῶν Ἁγίων παρ’ ἡμῖν κλήρου, δείγματος ἕνεκεν ἀπομνημονευθέντες σοι, πολλούς δέ ἴσθι παρά τούτους ὄντας»[xxv].
Ὁ Σπυρίδων Τρικούπης, λόγιος, πολιτικός καί ἱστοριογράφος τοῦ 19ου αἰῶνος, ἀναφέρει ὅτι μετά τήν Ἐθνική παλιγγενεσία τοῦ 1821 «μόνῃ τῇ Κωνσταντινουπόλει ἐθυσιάσθησαν ἕως δεκακισχίλιοι Χριστιανοί, πολλοί ἐξωρίσθησαν, πάμπολλοι ἐδραπέτευσαν καί κατέφυγαν ὑπό τήν γενναίαν καί φιλόχριστον περίθαλψιν τῆς Ρωσσίας εἰς ξένην γῆν ἀφανεῖς καί γυμνοί οἱ πρώην ἐπιφανεῖς καί βαθύπλουτοι… Ἐν τῷ μέσῳ τῶν δεσμῶν καί τῶν βασάνων, κατ’ ἔμπροσθεν τῆς ἐπονειδίστου ἀγχόνης καί ὑπό τήν ἀνθρωποκτόνον ἀξίνην, πολλοί ἐξ αὐτῶν παρωρμῶντο ν’ ἀρνηθῶσι τόν Χριστόν πρός διαφύλαξιν τῆς ζωῆς των καί ἀπόλαυσιν πολλῶν ἄλλων ἐπιγείων ἀγαθῶν, ἀλλ’ ὅλοι μέχρις ἑνός ἐπροτίμησαν τάς βασάνους καί τόν θάνατον»[xxvi].
Τυπολογικά οἱ Νεομάρτυρες διακρίνονται σέ τέσσερις κατηγορίες[xxvii]. Στήν πρώτη κατηγορία ἐντάσσονται ἐκεῖνοι πού μέ τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους προκάλεσαν τούς Ὀθωμανούς καί ὁδηγήθηκαν στό μαρτύριο. Οἱ νεομάρτυρες τῆς κατηγορίας αὐτῆς ὁμοιάζουν ἰδιαιτέρως μέ τούς μάρτυρες τῆς πρώτης χριστιανικῆς περιόδου, οἱ ὁποῖοι προσέρχονταν αὐτόκλητοι στό μαρτύριο. Ὅπως ἐκεῖνοι, ἔτσι καί αὐτοί πυρπολούμενοι ἀπό θεῖο πόθο ἔσπευδαν μέ χαρά στούς κρατοῦντες ἤ στούς δικαστές καί δήλωναν ὅτι εἶναι χριστιανοί.
Στήν δεύτερη κατηγορία Νεομαρτύρων ἐντάσσονται οἱ πρώην ἀρνησίχριστοι. Ὁρισμένοι χριστιανοί παρασύρθηκαν ἀπό ἐπιπολαιότητα, δειλία, βία, οἰκονομικά καί ἄλλα κίνητρα καί ἀλλαξοπίστησαν. Στή συνέχεια μετανόησαν γιά τό ἁμάρτημά τους καί μαρτύρησαν ὡς χριστιανοί. Τήν γνησιότητα τῶν μαρτύρων αὐτῶν χρειάσθηκε νά ὑπερασπισθοῦν οἱ συντάκτες τῶν βίων τους. Ἡ ἐπιστροφή τῶν ἀρνησιχρίστων στήν πίστη συνοδευόταν συχνά καί μέ πόθο μαρτυρίου γιά τόν Χριστό. Μεταξύ τῶν Νεομαρτύρων ὑπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα. Ὁ Νεομάρτυρας Ζαχαρίας ἀπό τήν Ἄρτα εἶχε ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί ζοῦσε ὡς Τοῦρκος στήν Πάτρα. Διάβαζε ὅμως κρυφά τό βιβλίο «Ἁμαρτωλῶν σωτηρία», πού τόν ὁδήγησε στήν μετάνοια. Ἦταν δέ ἡ μετάνοια καί ἡ ἀγάπη του γιά τόν Χριστό τόσο βαθειά, πού ἤθελε νά δώσει δέκα ζωές γιά τό ὄνομά Του τό ἅγιον. Πολλοί ἀπό τήν κατηγορία αὐτή Νεομάρτυρες μετά τήν ἐπιστροφή τους στήν Ἐκκλησία συνδέθηκαν πνευματικῶς μέ τό Ἅγιον Ὄρος, ὡς ὁ ἅγιος ὁσιομάρτυς Γεδεών ὁ Καρακαλληνός ἐκ Καπούρνης Μαγνησίας, ὅπου προετοιμάσθηκαν ἀπό τούς πνευματικούς ἀλεῖπτες γιά τό ἑκούσιο μαρτύριό τους. Τό μαρτύριο τῶν ἀρνησιθρήσκων ἀποκαθιστοῦσε στή συνείδηση τῶν πιστῶν τόν ἐκπεσόντα χριστιανό καί τούς ἐνίσχυε στήν πίστη. Γι’ αὐτό ἄλλωστε οἱ μάρτυρες τῆς κατηγορίας αὐτῆς παρακινοῦντο ἀπό τούς πνευματικούς τους νά μαρτυρήσουν στόν τόπο ὅπου ἀρνήθηκαν τό Χριστό καί νά ἐξαλείψουν τήν κηλίδα τῆς ἀποστασίας μέ τό αἷμα τους.
Στήν τρίτη κατηγορία ἀνήκουν οἱ Νεομάρτυρες πού θανατώθηκαν ὡς ἐπαναστάτες κατά τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Σ’ αὐτήν τήν κατηγορία ἀνῆκαν κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί πού κατηγορήθηκαν γιά συμμετοχή σέ ἐπαναστατικά κινήματα ἐναντίον τῶν Τούρκων. Οἱ κατηγορίες αὐτές ἀποτελοῦσαν συνήθως τό πρόσχημα γιά τήν ἐνοχοποίηση. Σέ τέτοιου εἴδους προσχηματικές ἀφορμές ὀφείλονται τά μαρτύρια τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἰσαποστόλου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε’, τοῦ ἁγίου Σεραφείμ Φαναρίου κ.ἄ. . Ὁ μαρτυρικός τους θάνατος δέν στηριζόταν σέ ἀποδεδειγμένη ἔνοχη πολιτική πράξη, ἀλλά κυρίως στήν ἄρνησή τους νά ἀλλαξοπιστήσουν καί νά τουρκέψουν. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά πολλούς ἄλλους Νεομάρτυρες τῆς κατηγορίας αὐτῆς, πού θανατώθηκαν κατά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821. Στό ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν ἱερομαρτύρων καί ὁσιομαρτύρων ἁγιορειτῶν πατέρων τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, πού συνέταξε ὁ μοναχός Δοσίθεος Κωνσταμονίτης, ἀναφέρεται ὅτι «καί οἱ νῦν θανατωθέντες ὑπό τῶν Τούρκων κατά τήν ἐπανάστασιν τῆς Ἑλλάδος, ἅγιοί εἰσι βεβαιότατα. Διότι ἠγωνίσθησαν ὑπέρ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ οἱ μακάριοι, καί οὕτως εἰς τάς τιμωρίας αὐτάς ἐκοιμήθησαν»[xxviii]. Εἰς τήν θέσιν αὐτήν βεβαίως ὑπάρχει καί ἰσχυρός ἀντίλογος.
Τέλος, ὑπάρχουν καί Νεομάρτυρες πού προέρχονται ἀπό τίς τάξεις τῶν Μωαμεθανῶν, οἱ λεγόμενοι ἐξ Ἀγαρηνῶν Νεομάρτυρες, ὡς οἱ ἅγιοι Κωνσταντῖνος ἐκ Καπούης, Ἀχμέτ κ.λπ. . Ἡ προσέλευση τῶν Μωαμεθανῶν στόν χριστιανισμό ἦταν ἐπικίνδυνη ὄχι μόνο γιά τούς ἴδιους, ἀλλά καί γι’ αὐτούς πού τούς βοηθοῦσαν στό ἐγχείρημά τους.
Ἡ χορεία τῶν ἁγίων Νεομαρτύρων ἀποτελεῖ μία ἀνεκτίμητη εἰσέτι προσφορά τῆς Ἐκκλησίας στό ἰδανικό τῆς ἐλευθερίας καί τῆς πίστεως. Οἱ Νεομάρτυρες μέ τήν προσφορά τοῦ τιμίου αἵματός τους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀναζωπύρωσαν τήν φλόγα τῆς θρησκευτικῆς, ἀλλά καί τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων καί ἐνέπνευσαν τήν ἐλπίδα τῆς καινούργιας ζωῆς καί ἐλευθερίας[xxix]. Τό πνεῦμα τῆς αὐτοθυσίας τους παραδειγμάτιζε τόν λαό, τόνωνε τό φρόνημά του καί γιγάντωνε τό ἐθνικό καί θρησκευτικό του φρόνημα. Οἱ Νεομάρτυρες συγκράτησαν τήν χριστιανική πίστη στά δύσκολα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς στούς Τούρκους καί μέ τό παράδειγμά τους στήριξαν τόν χειμαζόμενο λαό[xxx]. Μέσα στίς ἀφόρητες συνθῆκες πού ζοῦσαν οἱ χριστιανοί στήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, ὁ μόνος τρόπος γιά νά περισώσουν τήν θρησκευτική καί ἐθνική τους ἀξιοπρέπεια καί νά αἰσθανθοῦν τήν ἀνωτερότητά τους ἀπέναντι στόν βάρβαρο κατακτητή ἦταν ἡ θυσία τῶν Νεομαρτύρων. Ἀποκορύφωμα αὐτῆς τῆς ἀγάπης τῶν Νεομαρτύρων γιά τόν ἐρασμιότατο νυμφίο Χριστό ἀποτελεῖ τό θάρρος τους ἐνώπιον τοῦ θανάτου, τόν ὁποῖο ἀντιμετώπιζαν μέ χαροποιό διάθεση, ἐπιθυμοῦντες τό «ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι»[xxxi]. Ἡ πανθαύμαστη αὐτή γενναιότητά τους ἐνώπιον τοῦ θανάτου εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς βαθειᾶς πίστεώς τους στόν Ἀναστάντα Κύριο καί Σωτῆρα μας Ἰησοῦν Χριστόν. Ὁ πιστός καί καθημαγμένος χριστιανικός λαός ἔβλεπε τό μαρτύριο ὡς τήν πιό συνταρακτική ἡττα τῶν τυράννων κατακτητῶν καί τήν μεγαλύτερη νίκη τῶν ἀδυνάτων, τῶν ταπεινῶν καί τῶν καταφρονημένων. Δέν πρέπει ὅμως νά λησμονοῦμε καί τήν μεγάλη σημασία πού εἶχε γιά τήν ἐπιβίωση τοῦ Γένους μας ἡ θυσία τῶν νεομαρτύρων. Οἱ Νεομάρτυρες ἦταν οἱ ὑπέρμαχοι τῆς ἐλευθερίας τῆς σκέψεως καί τῆς συνειδήσεως, οἱ προάγγελοι τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας, οἱ ἀτρόμητοι ἥρωες τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πατρίδος. Δέν λύγισαν καί πλήρωσαν μέ τήν ἴδια τήν ζωή τους τήν ἄρνησή τους νά ὑποταχθοῦν στό θέλημα τοῦ κατακτητή. «Τό γένος τό ἀσθενές νῦν ἐθριάμβευσε τῶν δυναστῶν τάς ἀρχάς καί τάς ἐξουσίας τοῦ σκότους. Καί οἱ μάρτυρες λάμπουν ὡς ἥλιοι λαμπροί ἐν νυκτί τῆς δουλείας, ὡς ἄγκυραι στερεαί ἐν καιρῷ τρικυμίας»[xxxii] σημειώνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στό νέο μαρτυρολόγιό του.
Οἱ Νεομάρτυρες ὁδηγοῦνταν στό μαρτύριο μέ πολλούς καί διαφορετικούς τρόπους. Ἄφηναν ὑπέρ Χριστοῦ τήν τελευταία τους πνοή εἴτε πάνω στήν πυρά, εἴτε στήν ἀγχόνη, ἄλλοτε μέ ἀποκεφαλισμό[xxxiii], μέ ἐκδορά τοῦ σώματος, μέ ἐπίπονη ἀσιτεία, μέ ἐντοιχισμό, μέ σουβλισμό, μέ διάτρηση τῆς κεφαλῆς μέ καρφιά, μέ ἐξάρθρωση τῶν ἀρθρώσεων, μέ ἀκρωτηριασμό μέ σπάθη ἤ τσεκούρι, μέ στραγγαλισμό καί ἄλλα. Οἱ χριστιανοί παρακολουθοῦσαν τήν ἐκτέλεση τῆς θανατικῆς ποινῆς τοῦ μάρτυρος, ἡ ὁποία γινόταν ἀπό δήμιο τῆς μουσουλμανικῆς κοινότητος, προσευχόμενοι μυστικῶς ἀπό μακριά. Αἰσθανόταν τόν μάρτυρα δικό τους, τόν πόνο του ὡς πόνο τους καί θεωροῦσαν τήν μέχρι θανάτου ἀφοσίωσή του στήν χριστιανική θρησκεία ὡς νίκη τῆς πίστεώς τους[xxxiv].
Ἡ ἐξιστόρηση τῶν τελευταίων στιγμῶν τῶν Νεομαρτύρων εἶναι συγκινητική καί δείχνει συνήθως τήν βαθειά πίστη, τό ἀκλόνητο θάρρος, τήν ἐσωτερική εὐγένεια καί ἡρωϊσμό, τήν ἀταλάντευτη ἀφοσίωση καί τήν ὁλόθυμη προθυμία τους νά δεχθοῦν τό μαρτύριο. Ἡ ὁμολογία τους συνήθως ἦταν ἁπλή. «Χριστιανός εἶμαι». Ὁ Μιχαήλ ὁ Πακνανᾶς ἄλλον λόγο δέν ἔλεγε παρά μόνον τό: «δέν τουρκίζω»[xxxv]. Ὁ ὁσιομάρτυς Δαμιανός ὁμολογοῦσε: «εἰς τήν πίστιν τῶν χριστιανῶν ἐγεννήθηκα καί εἰς αὐτήν θέλω νά ἀποθάνω»[xxxvi].
Οἱ μάρτυρες περιφρονοῦσαν τά βασανιστήρια, τά ὁποῖα θεωροῦσαν ὡς ἔκφραση ἀφοσιώσεώς τους στό Χριστό. Στούς βίους τῶν Νεομαρτύρων τονίζεται ἰδιαίτερα τό θάρρος, ἡ εὐψυχία, ἡ καρτερία, ἡ ὑπομονή στίς ἀνακρίσεις καί στά βασανιστήρια. Ἡ ἐνοικοῦσα σ’ αὐτούς θεία δύναμη τούς ἔκανε νά χαίρουν στά βασανιστήρια καί τήν παραμονή τους στή φυλακή νά τήν παρομοιάζουν μέ χαροποιό συμπόσιο. Στή φυλακή ὅπου ἦταν κρεμασμένη ἡ νεομάρτυς Κυράννα, σημειώνει ὁ συναξαριστής της, συνέβησαν τά ἑξῆς συγκλονιστικά: «ὦ τοῦ θαύματος! Ἔξαφνα ἔλαμψε φῶς μέγα καταβαῖνον ἀπό τήν σκεπήν, ὡσάν ἀστραπή, τό ὁποῖον περικυκλώνοντας τό σῶμα τῆς μάρτυρος, ἐξεχύθη καί εἰς ὅλην τήν φυλακήν καί ἐφώτιζεν αὐτήν ὡσάν νά ἔμπαινε μέσα ἥλιος, ἦταν δέ ἡ τετάρτη ἤ πέμπτη ὥρα τῆς νυκτός. Οἱ ἄλλοι φυλακισμένοι εἶδον τό φῶς καί οἱ τοῦρκοι ἐφώναζαν: <<τό κρίμα τῆς πτωχῆς Ρωμιᾶς μᾶς ἔφθασε καί ἔπεσε ἀστραπή νά μᾶς καύση>>, ὁ δέ δεσμοφύλακας ἔτρεμεν ἀπό τόν φόβον ὅλος»[xxxvii].
Στούς βίους τῶν νεομαρτύρων σημειώνεται ἰδιαιτέρως ἡ προθυμία τους νά πορευθοῦν στό μαρτύριο. Χρησιμοποιεῖται συχνά ἡ ἔκφραση <<ἔτρεχαν μέ τό πρόσωπο λαμπρό>>. Ὁ Νικόλαος ὁ παντοπώλης πηγαίνοντας στό μαρτύριο ἧταν «ὅλος χαρά, χωρίς ποσῶς νά δειλιάση τόν θάνατον καί θαῦμα μέγα ἔδιδεν εἰς τούς παρόντας νά βλέπουν τήν αὐτοῦ προθυμίαν, ἐπειδή καί ἄστραπτεν τό πρόσωπόν του ἀπό τήν ἔνδοθεν φαιδρότητα τῆς ψυχῆς του. Καί ἀληθῶς ἐφαίνετο ὅτι εἰς γάμον ἐπήγαινε καί ὄχι εἰς θάνατον»[xxxviii].
Οἱ χριστιανοί κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια προκειμένου νά ἀποκτήσουν τό τίμιο λείψανο τοῦ μάρτυρος καί νά τό ἐνταφιάσουν. Οἱ μουσουλμάνοι ὡστόσο φρόντιζαν μέ διάφορα μέσα εἴτε νά ἐξαφανίσουν τό μαρτυρικό σῶμα, καίγοντας αὐτό καί σκορπίζοντας τήν στάχτη του, εἴτε τό παρέδιδαν στούς χριστιανούς κατόπιν χρηματισμοῦ. Ὅταν οἱ χριστιανοί κατόρθωναν τελικῶς νά παραλάβουν τό πολύαθλο σῶμα τό ἐκήδευαν μέ βαθειά εὐλάβεια. Γιά τήν κηδεία τῶν Νεομαρτύρων ὑπῆρχε εἰδική πρός τοῦτο ἀκολουθία, συνταχθεῖσα ὑπό τοῦ Νικηφόρου ἱερομονάχου τοῦ Χίου[xxxix], στήν ὁποία ἀντί τῆς λύπης ἐκφράζεται ἡ χαρά τῶν χριστιανῶν, γιατί οἱ «καλῶς ἀθλήσαντες» Χριστομάρτυρες ἔλαβαν τόν λαμπρόν στέφανον τοῦ μαρτυρίου τους ἀπό τόν Χριστό καί ἐνετάχθησαν στήν θριαμβεύουσα Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού οἱ χριστιανοί ἔσπευδαν στόν τόπο μαρτυρίου τοῦ ἁγίου, γιά νά λάβουν ὡς εὐλογία τεμάχια ἀπό τά ἐνδύματα, ἤ τό σχοινί τῆς ἀγχόνης, ἤ χῶμα ποτισμένο μέ τό αἷμα τοῦ μάρτυρος, γιά νά τό ἔχουν ὡς φυλακτό, ὡς στήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Νικήτα τῶν Σερρῶν.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης δίδει σαφή ἐξήγηση γιά ποιούς λόγους ὁ Θεός θέλησε νά ὑπάρξουν καί νά θυσιαστοῦν οἱ Νεομάρτυρες: Πρῶτον «Διά νά εἶναι ἀνακαινισμός ὅλης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, δεύτερον, διά νά μένουν ἀναπολόγητοι ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οἱ ἀλλόπιστοι, τρίτον, διά νά εἶναι δόξα μέν καί καύχημα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἔλεγχος δέ καί καταισχύνη τῶν ἑτεροδόξων, τέταρτον, διά νά εἶναι παράδειγμα ὑπομονῆς εἰς ὅλους τούς χριστιανούς ὅπου τυραννοῦνται ὑποκάτω εἰς τόν βαρύν ζυγόν τῆς αἰχμαλωσίας, πέμπτον δέ καί τελευταῖον, διά νά εἶναι θάρρος καί παρακίνησις εἰς τό νά μιμηθοῦν διά τοῦ ἔργου τό μαρτυρικόν τους τέλος καί ὅλοι μέν οἱ χριστιανοί οἱ κατά περίστασιν εἰς τό μαρτυρῆσαι ἀναγκαζόμενοι, ἐξαιρέτως δέ καί μάλιστα ὅσοι ἔφθασαν νά ἀρνηθοῦν πρότερον τήν ὀρθόδοξον πίστιν»[xl].
Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΙ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΚΗ ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ
Χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς περί τῶν Νεομαρτύρων ἱερᾶς παραδόσεως εἶναι ἡ ἄμεση ἔνταξή τους στό χριστιανικό ἑορτολόγιο, πρός ἐπιβεβαίωση τῆς ἁγιότητάς τους, στηριγμό τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἀνάδειξη τοῦ ἱεραποστολικοῦ πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας πρός τούς ἀπίστους[xli]. Ἡ Χρυσοστομική φωνή ὅτι «αἱ τῶν μαρτύρων ἑορταί οὐκ ἐν τῇ περιόδῳ τῶν ἡμερῶν μόνον, ἀλλά καί τῇ γνώμῃ τῶν ἐπιτελούντων κρίνονται… τιμή γάρ Μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος»[xlii], γίνεται ἰδιαιτέρως ἐπίκαιρη μέ τούς Νεομάρτυρες τῆς Τουρκοκρατίας[xliii] σέ ὁποιαδήποτε κατηγορία κι ἄν ἀνήκουν αὐτοί, εἴτε δηλαδή προέρχονται ἀπό Μουσουλμάνους πού ἀσπάσθηκαν τόν Χριστιανισμό, εἴτε μαρτύρησαν μέ ἀφορμή κάποια πολιτική ἐξέγερση, εἴτε ἐπεδίωξαν ἑκουσίως τό μαρτύριο ἀπό τήν μεγάλη ἀγάπη των πρός τόν Χριστό, εἴτε προήρχοντο ἐξ ἀρνησιχρίστων[xliv].
Τίς ἑορτολογικές πληροφορίες γιά τούς Νεομάρτυρες μποροῦμε νά τίς ἀναζητήσουμε σέ πηγές τοῦ 16ου, 17ου καί κυρίως 18ου καί 19ου αἰῶνος, τίς ὁποίες ἔχει μελετήσει καί προβάλλει ἡ σύγχρονη ἐπιστημονική ἔρευνα. Ὁ μοναχός Παχώμιος Ρουσάνος γιά παράδειγμα, ἐξέχουσα μορφή τοῦ 16ου αἰῶνος ἀπό τήν Ζάκυνθο, θέλοντας νά καλύψει τοπικές λειτουργικές ἀνάγκες, συνέταξε ἀκολουθία πρός τιμήν τῶν ἐν Στροφᾶσιν ἀναιρεθέντων ἁγίων Πατέρων, πού μαρτύρησαν στίς 26 Ἰουλίου τοῦ 1537[xlv]. Ὁ Μανουήλ Κορίνθιος ἐπίσης, ὁ μέγας Ρήτωρ καί χαρτοφύλαξ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας[xlvi] κατά τόν 16ο αἰώνα (†1531), συνέταξε ἀκολουθία πρός τιμήν ἑνός ἐκ τῶν παλαιοτέρων Νεομαρτύρων, τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Ἰωάννου τοῦ ἐν Σέρραις μαρτυρήσαντος κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰώνος. Ἡ διά πυρός ἄθληση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τιμᾶται ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν Σερρῶν τοπικῶς τήν 12ην Μαΐου[xlvii] ἑκάστου ἔτους.
Ὁ σοφώτατος Γεώργιος Κορέσσιος, λόγιος τοῦ 17ου αἰῶνος ἀπό τήν Χίο, ἀμέσως μετά τό μαρτύριο τοῦ Θεοφίλου τοῦ Ζακυνθίου, πού μαρτύρησε στή Χίο τήν 24ην Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1635, συνέταξε Ἀκολουθία πρός τιμήν του, ἡ ὁποία καί ψάλλεται κατ’ ἔτος στόν ἐν Χίῳ Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου[xlviii]. Στή Χίο ἐπίσης τήν 21η Ἰουνίου τοῦ 1732 μαρτύρησε καί ὁ μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Νικήτας ὁ Νισύριος, τοῦ ὁποίου ἡ Ἀκολουθία γράφτηκε ἀμέσως μετά ἀπό τόν Ἀθανάσιο Ἰβηρίτη, «αὐτόπτην τῶν ἀθλητικῶν ἀγώνων γενόμενον»[xlix]. Τά δύο αὐτά γεγονότα ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος στήν περί Νεομαρτύρων πραγματεία του, πρός τεκμηρίωση τῆς ἀληθείας ὅτι οἱ Νεομάρτυρες στή συνείδηση τοῦ λαοῦ ἀναγνωρίζονται ὡς ἅγιοι εὐθύς ἀμέσως μετά τό μαρτύριό των «χωρίς καμμίαν ἄδειαν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας». Αὐτό, σημειώνει ὁ ἴδιος, τό νά τιμῶνται δηλαδή καί νά πανηγυρίζονται οἱ καλῶς ἀθλήσαντες, δέν εἶναι μόνον δίκαιον «ἀλλά ἀκόμα εἶναι καί λυσιτελέστατον, ὡσάν ὁπού ἡ τοιαύτη τιμή θερμαίνει τάς ψυχάς τῶν πιστῶν, καί διεγείρει πρός μίμησιν»[l].
Τά παραδείγματα ἄμεσης ἀναγνώρισης καί ἑορτασμοῦ τῶν Νεομαρτύρων εἶναι πολλά, ἔστω καί ἄν κάποιοι ἐξ αὐτῶν ἀνεγνωρίσθησαν ἐπισήμως ὡς ἅγιοι, μέ Πατριαρχική Πράξη, πολύ ἀργότερον. Ὁ σεπτός Ἱερομάρτυς Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἀνεγνωρίσθη ὡς ἅγιος τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1961, ἐνῶ μνημονεύεται τόσο ἀπό τόν Ἅγιο Νικόδημο στό Νέο Μαρτυρολόγιο[li], ὅσο καί στό Μηναῖο τοῦ 1843[lii]. Οἱ πέντε ἐπίσης πολύαθλοι Νεομάρτυρες τῆς Σαμοθράκης, Ἐμμανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος, Μιχαήλ καί Γεώργιος, πού ἐμαρτύρησαν τό ἔτος 1835, ἐπισήμως ἀνεγράφησαν στίς ἁγιολογικές δέλτους ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στίς 17 Μαΐου τοῦ 1985. Σήμερα τιμῶνται τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ καί μέ ἐπίκεντρο τόν Καθεδρικό Ναό τῆς Σαμοθράκης. Τό μαρτύριό τους ὅμως καί ἡ πρώτη ἀκολουθία τους συντάχθηκαν ἀπό τόν Ἁγιορείτη μοναχό ὑμνογράφο Ἰάκωβο Νεασκητιώτη[liii], τό ἔτος 1843, καί πρωτοεκδόθηκε τό ἔτος 1941[liv]. Ἡ δεύτερη Ἀκολουθία τῶν ἁγίων εἶναι τοῦ μοναχοῦ Γερασίμου Μικραγιαννανίτου καί ἐκδόθηκε τό ἔτος 1970[lv].
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τό ἐκπληκτικό φαινόμενο τῶν καλλινίκων Νεομαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐκτός ἀπό τήν ἀναχαίτιση τοῦ ἐξισλαμισμοῦ καί τόν ἐπιστηριγμό τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ στήν πίστη τῶν Πατέρων του, συνέβαλε τά μέγιστα καί στόν ἐμπλουτισμό τοῦ χριστιανικοῦ ἑορτολογίου, στό ζωντάνεμα τῆς θείας λατρείας, τῆς μόνης λαοσύναξης πού, ὅπως εὔστοχα ἔχει γραφεῖ, «δέν νεκρώθηκε ποτέ σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς δουλείας, προσέφερε τήν δυνατότητα κοινωνικοῦ μετασχηματισμοῦ τῆς θυσίας τῶν Νεομαρτύρων καί δυναμικῆς ἀξιοποιήσεως ὑπέρ τοῦ γένους»[lvi].
Ἡ ἄμεση, ὅπως ἀναφέραμε, ἀναγνώριση τῶν Νεομαρτύρων ὡς ἁγίων ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, «ἄνευ κανονικῆς διαγνώσεως τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας»[lvii], συνετέλεσε ὥστε νά ἀναπτυχθεῖ σέ τοπικό κυρίως ἐπίπεδο, ἡ ὑπέρ αὐτῶν ἐτησία λατρευτική τιμή καί μνήμη των κατά τήν ἡμέρα τῆς μαρτυρικῆς τελειώσεώς τους ἤ τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τους ἤ καί τῆς ἀνάμνησης ἀκόμα θαυμαστῶν γιά τήν σωτηρία μιᾶς πόλεως γεγονότων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αὐτό τοῦ Νεομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Βυζαντίου στήν Μυτιλήνη, ὁ ὁποῖος ἐξ ἐξωμοτῶν προερχόμενος, μαρτύρησε διά ἀπαγχονισμοῦ, μετά ἀπό φρικτά βασανιστήρια, στίς 17 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 1795. Ἀναγνωρίσθηκε εὐθύς μετά τό μαρτύριό του καί ἡ μνήμη του ἐξήρθη ἰδιαιτέρως ἔναντι ἄλλων τοπικῶν ἁγίων Νεομαρτύρων, χάρη στήν ἐκ Κωνσταντινουπόλεως καταγωγή του, ἀλλά καί στήν σύνδεσή του μέ τούς Κολλυβάδες, οἱ ὁποῖοι καί τόν προέβαλαν[lviii]. Ἀλείπτης του ἄλλωστε ἦταν ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς[lix].
Ἡ πρώτη ἀκολουθία γιά τόν Ἅγιο Θεόδωρο γράφτηκε πολύ ἐνωρίς, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1795-1797, καί εἶναι ἔργο τριῶν ὑμνογράφων, τοῦ Νικηφόρου τοῦ Χίου (Μικρός Ἑσπερινός), τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (τροπάρια Μεγάλου Ἑσπερινοῦ καί Ὄρθρου). Ὁ δεύτερος Κανόνας τοῦ Ὄρθρου εἶναι ποίημα τοῦ Μιχαήλ Εὐμορφοπούλου, συνεργάτου τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου[lx]. Ἡ ἐν λόγῳ Ἀκολουθία, ὅπως καί ἄλλες, κυρίως Παρακλητικοί Κανόνες, πού συντάχθηκαν ἀπό τόν Ἁγιορείτη ὑμνογράφο Ἰάκωβο Νεοσκητιώτη, τῇ προτροπῇ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, πρώην Ἀδριανουπόλεως Γρηγορίου, πού ἐφησύχαζε στήν Ἱερά Μονή Βατοπαιδίου ἀπό τό 1840[lxi], τά θαύματα πού μαρτυροῦνται μέ τον αἱματόβρεκτο χιτώνα του, ἡ μετά ἀπό τρία χρόνια (1798) εὕρεση τοῦ ἀκεραίου λειψάνου του, ἡ ἱστόρηση τῆς μορφῆς του ἐντός καί ἐκτός Μυτιλήνης, καθώς ἐπίσης τό θαῦμα τῆς καταπαύσεως τῆς πανώλους (1832 ἤ 1836) πού βασάνιζε τό λαό τῆς Λέσβου, συνετέλεσαν ὥστε ἡ τιμή τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Βυζαντίου νά λάβει ἐξαιρετικές διαστάσεις καί νά ἐπεκταθεῖ καί ἐκτός τῆς Λέσβου, ὅπως γιά παράδειγμα στό Ἅγιον Ὄρος[lxii].
Ἡ λιτάνευση τῶν ἱερῶν λειψάνων Νεομαρτύρων, ἡ εἰκονογράφησή τους[lxiii], ἡ ἔκδοση Ἀκολουθιῶν, μέ τήν μορφή «φυλλάδας», πού συνέγραψαν ἀξιόλογοι ὑμνογράφοι, ὅπως π.χ. οἱ Μανουήλ ὁ Μέγας ρήτωρ, Θεόδωρος Ἀγαλλιανός (15ος αἰ.), Ἰουστῖνος Δεκάδυος (16ος αἰ.), Μελέτιος Συρίγος καί Ἰωάννης Καρυοφύλλης (17ος αἰ.), Καισάριος Δαπόντες, Νικόλαος Κύρκου ἤ Τζαρτζούλης (18ος αἰ.), Νικηφόρος ὁ Χίος (19ος)[lxiv], δίδουν τήν εἰκόνα τῆς λειτουργικῆς διάστασης καί τῆς ἑορτολογικῆς τιμῆς τῶν Νεομαρτύρων.
Πρός τήν κατεύθυνση αὐτή καθοριστική εἶναι καί ἡ συμβολή τῶν σέ χειρόγραφη ἤ ἔντυπη μορφή Νεομαρτυρολογικῶν Συλλογῶν, μέ τά Μαρτύρια – βιογραφικά Συναξάρια καί τίς Ἀκολουθίες πολλῶν Νεομαρτύρων. Ἐνδεικτικά μνημονεύουμε τήν Συλλογή τοῦ λογοθέτου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Ἰωάννου Καρυοφύλλη (1693), πού ὑπάρχει σέ κώδικα τοῦ 18ου αἰώνος στή Νέα Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί περιέχει τά Συναξάρια δώδεκα Νεομαρτύρων πού μαρτύρησαν στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τό 1650 ἕως τό 1683[lxv]. Ἀνάλογη συλλογή εἶναι καί τοῦ παπα-Ἰωνᾶ Καυσοκαλυβίτη (18ος αἰ.), πού σώζεται σέ κώδικα τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων μέ ἀναφορά σέ 38 Νεομάρτυρες, γνωστούς καί ἀνωνύμους, πού μαρτύρησαν ἀπό τόν 16ο ἕως τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 18ου αἰῶνος[lxvi].
Οἱ δύο ὡς ἄνω Συλλογές, ὅπως καί ἄλλες μεταξύ τῶν ὁποίων καί αὐτή τοῦ λογίου μοναχοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξηροποτάμου, Καισαρίου Δαπόντε (1713-1784)[lxvii], ἀπετέλεσαν βασική πηγή γιά τήν ἀπό τούς Ἁγίους, Μακάριο Νοταρᾶ (1731-1805) καί Νικόδημο Ἁγιορείτη (1749-1809) σύνταξη τῆς ἔντυπης μορφῆς τοῦ Νέου Μαρτυρολογίου, πού πρωτοεκδόθηκε τό 1799[lxviii] καί περιλαμβάνει 87 μαρτύρια Νεομαρτύρων ἀπό τό 1492 ἕως τό 1796 καί πέντε ἀκολουθίες[lxix].
Τό Νέο Μαρτυρολόγιον ἀποτελεῖ πράγματι σταθμό στήν περί τῶν Νεομαρτύρων ἐκδοτική παραγωγή καί ἔχει δώσει ἀφορμή γιά πολλές περί τοῦ θέματος μελέτες. Στό προοίμιό του ἰδιαίτερα, πέραν τῶν ἄλλων, ἀναδεικνύει καί τούς βαθύτερους λόγους τῆς λειτουργικῆς διάστασης τῶν Νεομαρτύρων καί τοῦ ἐτησίου ἑορτασμοῦ των. «Καί λοιπόν, ὦ νέοι τοῦ Χριστοῦ καί πολύαθλοι Μάρτυρες –γράφει- τί νά σᾶς ὀνομάσωμεν… πύργους τῆς εὐσεβείας; φύλακας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ; μυρίπνοα ἄνθη καί ρόδα τοῦ παραδείσου, βεβαμμένα μέ τό ἴδιον αἷμά σας; προστάτας; βοηθούς; σωτῆρας κοινούς πάντων τῶν ὀρθοδόξων; καί τίποτε δέν σφάλλομεν· πολλά καί ἄλλα εἶναι τά ὀνόματά σας… Διά τοῦτο καί ἡμεῖς συστείλαντες τά ἐγκώμια μέ σιωπήν καί ἄκραν εὐλάβειαν, προσκυνοῦμεν τά ἅγια λείψανα, παρομοίως καθώς προσκυνοῦμεν καί τῶν παλαιῶν Μαρτύρων τά λείψανα· ἀσπαζόμεθα τό ἱερόν σας πρόσωπον καί τήν τιμίαν κεφαλήν σας τήν ὁποίαν ὁ Χριστός νοητῶς ἐστεφάνωσεν… οὐδέ παραιτούμεθα νά παίρνωμεν ἀπό τά ἱμάτιά σας καί ἀπό ὅσα ἐστάθησαν ὄργανα τοῦ Μαρτυρίου σας καί νά κρατῶμεν ταῦτα ὡς φυλακτήρια ἐπάνω μας· πιστεύομεν γάρ, ὅτι διά πάντων τούτων ἁγιαζόμεθα καί εἰς τά σώματα καί εἰς τάς ψυχάς μας… οὐ μόνον δέ ταῦτα προσκυνοῦμεν καί σεβόμεθα, ἀλλά καί τάς ἁγίας σας εἰκόνας ἱστοροῦμεν καί σχετικῶς ἀσπαζόμεθα, ἀναφέροντες τήν τιμήν δι’ αὐτῶν εἰς ἐσᾶς τά πρωτότυπα, καί τάς ἐτησίας ὑμῶν ἑορτάς καί μνήμας ἐπιτελοῦμεν, ὅτι μνήμη μαρτύρων ἀγαλλίαμα τοῖς φοβουμένοις τόν Κύριον»[lxx].
Ξεχωριστή σημασία γιά τήν μελέτη τοῦ ἐξεταζομένου θέματος ἔχει καί ἡ ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη συντεθεῖσα καί ἐνταχθεῖσα στό Νέο Μαρτυρολόγιο «Ἀκολουθία πάντων τῶν νεοφανῶν Μαρτύρων τῶν μετά τήν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως μαρτυρησάντων, ὧν τινες οἱ ὀνομαστότεροι ἐνταῦθα περιέχονται, καί ὅτε τις βούλεται τήν μνήμην τούτων ἐπιτελείτω[lxxi]. Στήν Ἀκολουθία αὐτή ἀναφέρονται συνολικῶς 84 Νεομάρτυρες, 17 τοῦ 16ου αἰῶνος, 31 τοῦ 17ου καί 36 τοῦ 18ου αἰῶνος. Πρόθεση τοῦ ὑμνογράφου εἶναι νά ἀναδείξει τήν κοινή λειτουργική μνήμη τῶν νεοφανῶν μαρτύρων καί νά προβάλει τόν χριστοκεντρικό χαρακτήρα τοῦ μαρτυρίου. «Οὗτοι γάρ, οἱ καρτερόψυχοι –σημειώνει στόν πρό τοῦ Συναξαρίου οἶκο – τῇ τοῦ Χριστοῦ δυνάμει θωρακισθέντες, πάντα τά τοῦ βίου τερπνά, ὡς σκύβαλα ἐλογίσαντο· καί σαρκός μηδόλως φεισάμενοι, εἰς τό στάδιον τῆς ἀθλήσεως ἀπεδύσαντο, τήν μέν τῶν Ἀγαρηνῶν ἀσέβειαν θριαμβεύσαντες, τήν δέ τοῦ Χριστοῦ πίστιν ἐν παρρησίᾳ ἀνακηρύξαντες»[lxxii].
Στίς μέρες μας εἶναι γεγονός ὅτι τό ἐνδιαφέρον γιά τούς Νεομάρτυρες, ἐπιστημονικό καί πνευματικό εἶναι ἰδιαίτερα μεγάλο. Συλλογές π.χ. Συναξαρίων καί Ἀκολουθίες τοπικῶν Νεομαρτύρων[lxxiii], στόν τύπο τοῦ Νέου Λειμωναρίου τῶν Κολλυβάδων[lxxiv], ἔχουν δεῖ τό φῶς τῆς δημοσιότητος τίς τελευταῖες δεκαετίες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τό Νέον Χιακόν Λειμωνάριον, τό Εὐρυτανικόν Λειμωνάριον καί τό Λεσβιακόν Λειμωνάριον ἤ Λεσβιακή Ἁγιολογία[lxxv]. Στήν ἑνότητα αὐτή μποροῦμε νά ἐντάξουμε καί τόν «Μέγα Συναξαριστή» τοῦ Κωνσταντίνου Δουκάκη, τόν «Συναξαριστή» τοῦ Βίκτωρα Ματθαίου, καθώς ἐπίσης καί τόν «Συναξαριστή Νεομαρτύρων (1401-1900), ἔκδοση τῆς Ὀρθοδόξου Κυψέλης, Θεσσαλονίκη 1984[lxxvi].
Εὐρέσεις ἐπίσης λειψάνων καί ἀνακομιδές ἤ μετακομιδές λειψάνων Νεομαρτύρων ἔχουν συμβάλει στή δημιουργία νέων ἑορτῶν καί τήν προβολή τῆς τοπικῆς Ἁγιολογίας. Μνημονεύουμε τήν ἑορτή πού ἀπό τό 1936 ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος καθιέρωσε νά γίνεται τήν Δ’ Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα, εἰς ἀνάμνησιν τῆς ἀπό τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Βυζαντίου διασώσεως τῆς πόλεως ἀπό τήν πανώλη κατά τό ἔτος 1832. Πρός τοῦτο ὁ ἐν λόγῳ φιλάγιος Ἱεράρχης συνέταξε εἰδική Ἀκολουθία καί συνέδεσε τήν νέα ἑορτή μέ τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ Νεομάρτυρος[lxxvii]. Ἡ μέ θαυματουργικό, ἐπίσης, τρόπο ἀνεύρεση τῶν χαριτοβρύτων λειψάνων τῶν ἁγίων Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης στή Θέρμη τῆς Λέσβου ἐκτόξευσε τήν φήμη καί τήν λειτουργική τους τιμή καί πέραν τῶν ὁρίων τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας[lxxviii]. Σχετικῶς προσφάτως, στίς 8 Φεβρουαρίου τοῦ 2012, ἀνευρέθησαν τά ἱερά λείψανα τῆς ἁγίας Νεοπαρθενομάρτυρος Ἀκυλίνης – Ἀγγελίνης τῆς Ζαγκλιβερινῆς (†27 Σεπτ. 1764) στόν αὔλειο χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Ὄσσης, ὡς καί ἐνωρίτερον τῆς ἁγίας Κυράννης[lxxix].
Νέες Ἀκολουθίες γιά τούς Νεομάρτυρες δημιουργοῦνται καί στίς μέρες μας ἀπό συγχρόνους ὑμνογράφους, ὅπως εἶναι π.χ. ὁ μακαριστός λογιώτατος μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης[lxxx]. Κάποιες ἀπό τίς Ἀκολουθίες αὐτές ἔχουν ἐνταχθεῖ στά Μηναῖα τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, ὅπως π.χ. στό Μηναῖο τοῦ Αὐγούστου στό τέλος παρατίθεται ἡ ἀκολουθία τοῦ Νεομάρτυρος ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Σημαντική γιά τόν ἑορτασμό τῶν Νεομαρτύρων στίς μέρες μας εἶναι καί ἡ ἀνέγερση Ἱερῶν Ναῶν, ὅπως τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνης στήν ὁποία ἀναφερθήκαμε, τοῦ Ἁγίου Νικήτα τοῦ Νέου, συμπολιούχου τῶν Σερρῶν, πού μαρτύρησε τό βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τό ἔτος 1808 καί ἀπό τό 1987 τιμᾶται πανδήμως τήν Κυριακή τοῦ Ἀντίπασχα (τοῦ Θωμᾶ)[lxxxi], στόν δικό του πλέον οἶκο, τοῦ ἁγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις κ.ἄ.
Ὅλα τά παραπάνω, ἐκδόσεις Ἀκολουθιῶν καί Λειμωναρίων, ἀνεγέρσεις Ἱερῶν Ναῶν, ἀνακομιδές λειψάνων, κάθε πρωτοβουλία τῶν ἑκασταχοῦ τοπικῶν Ἐκκλησιῶν γιά τόν ἑορτασμό τῶν Νεομαρτύρων, συνιστοῦν μία συνέχεια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκφράζουν τήν θεολογική ἑνότητα παλαιῶν καί νέων Μαρτυρολογίων, καθ’ ὅσον οἱ Μάρτυρες κάθε ἐποχῆς ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία καί διατρανώνουν τό ἴδιο μήνυμα, ὅτι «Μαρτύρων θάνατος οὐκ ἔστι θάνατος, ἀλλά ζωή πέρας οὐκ ἔχουσα»[lxxxii].
Ἡ ἐπιβίωση τοῦ χριστιανισμοῦ μέσα στά ζοφερά χρόνια τῆς ὀθωμανικῆς σκλαβιᾶς εἶχε ἀνάγκη ἀπό νέους μάρτυρες τῆς πίστεως. Μέ τό παράδειγμά τους, οἱ πανένδοξοι Νεομάρτυρες, μετέδιδαν στό Γένος τό μήνυμα τῆς προσηλώσεως στήν ἁγία ὀρθόδοξο χριστιανική πίστη, λειτουργοῦσαν ἐποικοδομητικῶς, παιδευτικῶς, συσπειρωτικῶς καί παραδειγματικῶς στίς συγκεκριμένες συνθῆκες τῆς ἐποχῆς. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία εὐλογοῦσε, ἐνίσχυε καί ὑποβοηθοῦσε τήν κλίση τους καί τήν πορεία πρός τό ἑκούσιο μαρτύριό τους. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀποκαλεῖ τούς νέους Χριστομάρτυρες «ἀγγέλους, ποταμούς, ἰατρούς, πύργους τῆς εὐσεβείας, φύλακας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, μυρίπνοα ἄνθη καί ρόδα τοῦ παραδείσου, προστάτας, βοηθούς, σωτῆρας κοινούς πάντων τῶν ὀρθοδόξων». Δικαίως ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας ψάλλει στήν μνήμη τους: «Χαίροις Νεομαρτύρων πληθύς· πιστῶν ἡ δόξα, καί χαρά καί καλλώπισμα· οἱ πάντων ἀρνησιχρίστων, ὑπογραμμοί θαυμαστοί· ὁ στρατός ὁ νέος τοῦ Παντάνακτος· χορός νεοσύλλεκτος· τά νεόσφακτα πρόβατα, συνειλεγμένα, ἀπό χρόνου ἁλώσεως· οἱ τῆς πίστεως, πρόμαχοί τε καί φύλακες· πρέσβεις οἱ ἀκαταίσχυντοι· οἱ χρόνοις μέν ἔσχατοι, καί παλαιοί ταῖς βασάνοις· ὑπομονῆς στῆλαι ἔμψυχοι. Χριστόν δυσωπεῖτε, ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν δοθῆναι τό μέγα ἔλεος»[lxxxiii]. Οἱ Νεομάρτυρες ἀπετέλεσαν καί γιά τήν Ἐκκλησία μας ἀλλά καί γιά τό Γένος μας μία ἐξαιρετική εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἡ πανθαύμαστη θυσία τους λειτούργησε ἀφυπνιστικά καί λυτρωτικά γιά τίς καταρρακωμένες χριστιανικές συνειδήσεις, ἀλλά καί ὡς ἕνα ἠχηρό ἐγερτήριο σάλπισμα πρός τό ὑπόδουλο Γένος. Στό πρόσωπό τους καί κυρίως στήν γενναία ἕως τέλους προσήλωσή τους στήν ἁγία πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὁ καθημαγμένος Ἕλληνας εἶδε ἐπίσης καί τήν συνέχεια καί τήν ἀνάσταση τοῦ ἀδούλωτου ἐθνικοῦ του φρονήματος, πού διαχρονικά ἀντιστάθηκε νικηφόρα σέ κάθε λογῆς βαρβαρότητα. Ἡ Ἐκκλησία καί τό Γένος ὀφείλουν αἰώνια εὐγνωμοσύνη στούς νέους αὐτούς μάρτυρες, πού περισκέπουν ἁγιαστικῶς, φιλοστόργως, ἀφυπνιστικῶς καί διδακτικῶς τήν ζωή μας μέ τίς ἅγιες πρός Θεόν πρεσβεῖες τους.
Πρίν κατακλείσω ὅμως τήν παροῦσαν ἀτελῆν μου εἰσήγησιν καί ζητήσω τήν συγγνώμη σας γιά τήν κόπωση πού ἀκουσίως σᾶς προκάλεσα, θά ἤθελα ἐπιλογικῶς νά τονίσω ὅτι Νεομάρτυρες ἔχομεν καί σήμερον σ’ ὁλόκληρον τόν κόσμον, ἕνεκα κυρίως τοῦ ἀκραίου ἰσλαμικοῦ φονταμενταλισμοῦ, πού μέ βαρβαρότητα ἐπιτίθεται καί πάλιν ἐναντίον τῆς ἁγίας χριστιανικῆς πίστεώς μας. Στό ἐγγύς ἐπίσης, ἱστορικό παρελθόν, ἄθεα καί ἀντίθεα συστήματα καί ἰδεολογίες, κυρίως στίς χῶρες τοῦ λεγομένου ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ καί ἀλλαχοῦ, ἔβαλαν μέ σφοδρότητα ἐναντίον τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πλουτίζοντας τό νοητό οὐράνιο στερέωμα μέ νέους μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ὑπέστησαν πολυώδυνα βάσανα, ἐξορίες, ἀτιμώσεις, ἐξευτελισμούς καί πικρόν θάνατον γιά χάριν τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου Του. Καθώς δέ τό μυστήριον τῆς ἀνομίας ἐνεργεῖται ἀπροκαλύπτως στίς ὄντως ἀποκαλυπτικές ἡμέρες μας, φρόνιμον εἶναι, ἀδελφοί καί πατέρες, νά εἴμεθα ἔτοιμοι, γρηγοροῦντες καί νήφοντες «ἐν ὑπομονῇ καί πίστει», δι’ ὅσα ἡ ἀγάπη καί ἡ πρόνοια τοῦ ἁγίου Θεοῦ ἐπιτρέψει νά συμβοῦν στόν ταρασσόμενον καί κλυδωνιζόμενον κόσμον στό ἐγγύς ἤ στό ἀπώτερο μέλλον, ἐνισχυόμενοι, φωτιζόμενοι καί ἁγιαζόμενοι ὑπό τοῦ θείου τῆς Ἐκκλησίας μας Δομήτορος, τοῦ «πιστοῦ καί ἀληθινοῦ μάρτυρος»[lxxxiv], Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, λέγοντος: «Ἰδού, ἔρχομαι ταχύ« κράτει ὅ ἔχεις, ἵνα μηδείς λάβῃ τόν στέφανόν σου»[lxxxv] καί γίνου πιστός ἄχρι θανάτου καί δώσω σοι τόν στέφανον τῆς ζωῆς»[lxxxvi]. Γένοιτο. Σᾶς εὐχαριστῶ.
[i] Ἰω. 14, 21.
[ii] Μάρτυρες δέν ἦταν μόνον ὅσοι ὑπέστησαν βασανιστήρια καί θανατώθηκαν ἀπό ἀλλοθρήσκους, ἀλλά καί ὅσοι ἔδωσαν μαρτυρία γιά τήν πίστη τους στόν Θεό. Θ. Μπεράτης, Καλλίνικοι Μάρτυρες, Ἀθήνα 19944, σ. 3.
[iii] Ἀντ. Παπαδόπουλος, Θεολογία ἀρχαίων καί νέων Μαρτυρολογίων, στό: Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1998, σ. 53. Τσάμης, ὅ. π., σ. 106.
[iv] Ἔξ. 27,21.28, 29,4-10. Λευιτ. 1,1.4, 4.7. Ἀρ. 1,50.53. Δευτ. 31,14.
[v] Ἔξ. 35,12, 12,3, 5,21.
[vi] Ἔξ. 31,18, 32,15.
[vii] Ἰ. Γαλάνης, Ἡ ἔννοια τοῦ μαρτυρίου στήν Ἁγία Γραφή, στό: Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1998, σ. 54-55.
[viii] Χρ. Παπαδόπουλος, Οἱ Νεομάρτυρες, Ἀθήνα 19703, σ. 21.
[ix] Φιλ. 1, 29.
[x] Δ. Τσάμης, Ἁγιολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1999, σ.
111.
[xi] Στ. Παπαδόπουλος, Οἱ Νεομάρτυρες καί τό δοῦλον Γένος, ἐν Ἀθήναις 1972, σ. 24.
[xii] Χρ. Παπαδόπουλος, ὅ. π., σ. 6. Ἰ. Θεοχαρίδη – Δ. Λουλέ, Οἱ Νεομάρτυρες στήν Ἑλληνική ἱστορία (1453-1821), Δωδώνη 17 (1988), σ. 135. Ἰ. Περαντώνης, Οἱ Νεομάρτυρες, ΘΗΕ 9 (1966), σ. 403.
[xiii] Ν. Πανταζόπουλος, «Τινά περί τῆς ἐννοίας τῶν προνομίων ἐπί Τουρκοκρατίας», Ἀρχεῖον Ἰδιωτικοῦ Δικαίου 10 (1943), σ. 6-8. Ἑλ. Κούκου, Θεσμοί καί προνόμια τοῦ Ἑλληνισμοῦ μετά τήν ἅλωση, Ἀθήνα – Κομοτηνή 1984, σ. 45. Μ. Τρίτος, Γενικά περί Νεομαρτύρων, στό: Ἀναδρομή τιμητικόν ἀφιέρωμα εἰς τόν Ἀρχιεπίσκοπον πρ. Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Κυρόν Ἰάκωβον Βαβανάτσον, Μέγαρα 1991, σ. 417. Θ. Ζήσης, Γεννάδιος Β’ Σχολάριος (Βίος, Συγγράμματα, Διδασκαλία), Θεσσαλονίκη 19982, σ. 190-191.
[xiv] Χρ. Πατρινέλης, Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθοδοξία, ΙΕΕ 10, Ἀθήνα 1974, σ. 93.
[xv] Κ. Ἀμάντος, Σχέσεις Ἑλλήνων καί Τούρκων ἀπό τοῦ ἐνδεκάτου αἰῶνος μέχρι τοῦ 1821, Ἀθῆναι 1955, σ. 123. Ἀπ. Βακαλόπουλος, Ἱστορία τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ, Θεσσαλονίκη 1964, Β’, σ. 12.
[xvi] Χρ. Παπαδόπουλος, ὅ. π., σ. 21. Στ. Παπαδόπουλος, ὅ. π., σ. 34. Βακαλόπουλος, ὅ. π., σ. 172. Χρ. Μουστάκας, Τιμή καί μνήμη Νεομαρτύρων, Τρίκαλα 1988, σ. 10.
[xvii] Χρ. Παπαδόπουλος, ὅ. π., σ. 7. Ἰ. Περαντώνης, Τά αἴτια καί αἱ ἀφορμαί τοῦ μαρτυρίου τῶν νεομαρτύρων, Θεολογία 42 (1971), σ. 129. Ἰ. Ἀναστασίου, Σχεδίασμα περί τῶν Νεομαρτύρων, στό: Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1971, σ. 11, 15, 21, 26, 35. Χρ. Κρικώνης, Κληρικοί νεομάρτυρες καί μάρτυρες, στό: Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1998, σ. 258-276. Ι. Ἀναστασίου, Εἰσαγωγικά γιά τή μελέτη τῶν Νεομαρτύρων, στό: Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1998, σ. 31-32. Τρίτος, ὅ. π., σ. 418-419. Θεοχαρίδη – Λουλέ, ὅ. π., σ. 137-138.
[xviii] Στ. Παπαδόπουλος, ὅ. π., σ. 52.
[xix] Κρικώνης, ὅ. π. σ. 263.
[xx] Θεοχαρίδη – Λουλέ, ὅ. π., σ. 137.
[xxi] Θεοχαρίδη – Λουλέ, ὅ. π., σ. 138.
[xxii] Ἀμάντος, ὅ. π., σ. 190.
[xxiii] Στ. Παπαδόπουλος, ὅ. π., σ. 83. Δ. Τσάμης, Ἡ θεληματική προσέλευση στό μαρτύριο Ἁγιορειτῶν Νεομαρτύρων, στό: Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1998, σ. 263.
[xxiv] Κ. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Γ’, ἐν Βενετίᾳ 1872, σ. 133-134.
[xxv] Εὐγ. Βούλγαρης, Πρός Πέτρον τόν Κλαίρκιον· ἐπιστολή περί τῶν μετά τῶν σχίσμα ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν γινομένων ἐν αὐτῇ θαυμάτων, Ἀθήνησι 1844, σ. 31-33. Χρ. Παπαδόπουλος, ὅ. π., σ. 31-32. Εὐαγ. Θεοδώρου, Οἱ ἐν Ἑλλάδι Νεομάρτυρες, Ὁ Ἐφημέριος 9 (1960), σ. 480.
[xxvi] Σπ. Τρικούπης, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Α’, ἐν Ἀθήναις 1879, σ. 90, 93. Χρ. Παπαδόπουλος, ὅ. π., σ. 124-125. Θεοδώρου, ὅ. π., σ. 480-481.
[xxvii] Γ. Μαντζαρίδης, Ἡ κοινωνιολογική προσέγγιση τῆς παρουσίας τῶν Νεομαρτύρων, στό: Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1998, σ. 229-235.
[xxviii] Ἰ. Μαμαλάκης, Δοσιθέου Κωνσταμονίτου, Νέον ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν ἱερομαρτύρων καί ὁσιομαρτύρων, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 46 (1963), σ. 332. Μαντζαρίδης, ὅ. π., 234.
[xxix] Γ. Ἀρνάκη, Ἐκκλησία καί Ἑλληνική κοινωνία, ΙΕΕ 10, Ἀθήνα 1974,σ. 149. Β. Τωμαδάκης, Οἱ νεομάρτυρες τοῦ Βυζαντίου καί ἡ ὁσιομάρτυς Φιλοθέη Μπενιζέλου ἡ Ἀθηναία, Ἀθῆναι 1971, σ. 17.
[xxx] Βακαλόπουλος, ὅ. π., σ. 240.
[xxxi] Φιλ. 1, 30.
[xxxii] Νέον Μαρτυρολόγιον, σ. 260, 264. Ἀναστασίου, ὅ. π., σ. 38.
[xxxiii] Στ. Μπαλογιάννης, Ἡ βιολογική διάστασις τῶν βασανισμῶν καί τῶν τρόπων θάνατώσεως τῶν νεομαρτύρων, στό: Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1998, σ. 359-362. Στ. Παπαδόπουλος, ὅ. π., σ. 68.
[xxxiv] Ἀναστασίου, ὅ. π., σ. 48.
[xxxv] Νέον Μαρτυρολόγιον, σ. 192.
[xxxvi] Ἀναστασίου, ὅ. π., σ. 32.
[xxxvii] Νέον Μαρτυρολόγιον, σ. 135.
[xxxviii] Νέον Μαρτυρολόγιον, σ. 87. Ἀναστασίου, ὅ. π., σ. 35.
[xxxix] Ἰ. Φουντούλης, Νικηφόρου τοῦ Χίου, ἀκολουθία ἐπικήδειος εἴτε ἐπιτάφιος κοινή εἰς πάντα νέον μάρτυρα, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 85-91.
[xl] Συναξαριστής Νεομαρτύρων, (1400-1900 μ.Χ.), Θεσσαλονίκη 1984, σ.
18.
[xli] Ἰ. Φουντούλης, Λειτουργική Α’. Εἰσαγωγή στή θεία Λατρεία,
Θεσσαλονίκη 32000, σ. 129.
[xlii] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Μάρτυρας, PG 50, σ. 660-663.
[xliii] Ἐνδεικτική περί τῶν Νεομαρτύρων βιβλιογραφία, βλ. Στ. Παπαδόπουλου, Οἱ Νεομάρτυρες καί τό δοῦλον Γένος, ἐν Ἀθήναις 1974. Ἰ. Μ. Περαντώνης, Λεξικόν Νεομαρτύρων, ἐν Ἀθήναις 1972. Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων, (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1988. Χρ. Κρικώνης, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πρωταγωνιστής τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821. Κληρικοί Νεομάρτυρες – Ἐθνομάρτυρες, Θεσσαλονίκη 1995. Ἀπ. Γλαβίνας, Οἱ Νεομάρτυρες τῆς Τουρκοκρατίας, Εἰσαγωγή, Βιβλιογραφία, Ἀσματικές Ἀκολουθίες, Κατερίνη 1997. Ὁ Νεομάρτυς Θεόδωρος ὁ Βυζάντιος, Πρακτικά Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου (17-19 Φεβρουαρίου 1998), Μυτιλήνη 2000. Π. Πάσχου, Ἐν ἀσκήσει καί μαρτυρίῳ, Ἀθήνα 1996. Π. Πάσχου, Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ. Εἰσαγωγή στήν ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθήνα 1995, σ. 109-119. Π. Καυσοκαλυβίτης – Μ. Βαρβούνης, Καυσοκαλυβίτικα Νεομαρτυρολογικά, Ἀθήνα 2003. Β. Ψευτογκᾶς, Νεομαρτυρολογικά Μελετήματα, τ. Δ’, Θεσσαλονίκη 2008. Σ. Πασχαλίδης, Τό ὑμναγιολογικό ἔργο τῶν Κολλυβάδων. Συμβολή στήν μελέτη τῆς Ἁγιολογικῆς Γραμματείας κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 2007. Σ. Πασχαλίδης, «Οἱ χειρόγραφες Νεομαρτυρολογικές Συλλογές καί τό Νέον Μαρτυρολόγιον, πρόδρομη ἀνακοίνωση», στό: Πρακτικά Ὀρθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος – Νεομάρτυρες προάγγελοι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Γένους», (Ὕδρα 10 – 14 Νοεμβρίου 2000), Ὕδρα 2000.
[xliv] Δ. Τσάμης, Ἁγιολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 111-112. Χρ. Κρικώνης, «Κληρικοί Νεομάρτυρες – Ἐθνομάρτυρες», στό: Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων, (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1988, σ. 239-310.
[xlv] Ἡ Ἀκολουθία αὐτή ἐκδόθηκε γιά πρώτη φορά τό ἔτος 1868. Βλ. Κ. Καραϊσαρίδης (Πρωτοπρεσβύτερος), Λειτουργικές ὄψεις στό ἔργο τοῦ Παχωμίου Ρουσάνου, Ἀθήνα 2013, σ. 262-263. Εὐτ. Σαρμάνης (Ἀρχιμανδρίτης), «Ἀκολουθία τῶν ἐν Στροφᾶσιν ἀναιρεθέντων ὁσίων Πατέρων ὑπό Παχωμίου Ρουσάνου συντεθεῖσα», Θεολογία 68 (1997), σ. 265-283.
[xlvi] Κ. Σάθας, Βιογραφίαι τῶν ἐν τοῖς Γράμμασι διαλαμψάντων Ἑλλήνων ἀπό τῆς καταλύσεως τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας μέχρι τῆς Ἑλληνικῆς ἐθνεγερσίας (1453-1821), ἐν Ἀθήναις 1868, σ. 123-124.
[xlvii] Ἀντ. Παναγιώτου, «Μανουήλ Κορινθίου Ἀκολουθία Ἰωάννου Νεομάρτυρος τοῦ ἐν Σέρραις», ΕΕΒΣ 47 (1987-1985), σ. 423-445. Τ. Καραναστάσης, «Ἕνας Νεομάρτυρας στίς Σέρρες τοῦ β’ μισοῦ τοῦ 15ου αἰώνα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σερραῑος καί ἡ Ἀκολουθία του, ἔργο τοῦ μεγάλου Ρήτορος Μανουήλ Κορινθίου», Βυζαντινά 16 (1991), σ. 197-262.
[xlviii] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1961, σ. 69-70. Π. Πάσχου, Ἐν ἀσκήσει καί μαρτυρίῳ, σ. 83-84. Ὁ ἱερομόναχος Νικηφόρος ὁ Χίος συνέθεσε καί δεύτερη Ἀκολουθία στόν ἅγιο Θεόφιλο, ἡ ὁποία δημοσιεύεται στό «Νέον Λειμωνάριον», τ. Β’, σ. 65-74.
[xlix] Νικοδήμου Ἀγιορείτου, ὅ. π., σ. 118-130. Πάσχου, ὅ. π., σ. 84.
[l] Πάσχου, ὅ. π., σ. 82-83.
[li] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ. π., σ. 201-208.
[lii] Σ. Πασχαλίδης, «Ὑμναγιολογικά στόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό», ΕΕΘΣΑΠΘ 7 (2001), σ. 166-167, σημ. 64.
[liii] Περί τοῦ ὑμνογράφου αὐτοῦ, βλ. Π. Καυσοκαλυβίτης, Ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης (†1869) καί τό ἔργο του, Ἅγιον Ὄρος 2014.
[liv] Κ. Ἀποστολίδης, Ἀνέκδοτος Ἀκολουθία καί Ἐγκώμιον πέντε Θρακικῶν νεοφανῶν Μαρτύρων, Ἀθῆναι 1941. Σ. Πασχαλίδης, Ἐν Ἁγίοις. Εἰδικά θέματα Βυζαντινῆς καί Μεταβυζαντινῆς Ἁγιολογίας, τ. Α’, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 261.
[lv] Οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι πέντε Νεομάρτυρες ἐκ Σαμοθράκης καί ἐν Μάκρῃ Ἕβρου ἀθλήσαντες, Ἐμμανουήλ, Γεώργιος, Μιχαήλ, Θεόδωρος καί Γεώργιος. Αἱ δύο Ἀκολουθίαι, Ἀλεξανδρούπολις 1997.
[lvi] π. Γ. Μεταλληνός, «Οἱ Νεομάρτυρες καί ἡ ἐθνικοθρησκευτική σημασία τους», στό: Ὁ Νεομάρτυς Θεόδωρος ὁ Βυζάντιος πολιοῦχος Μυτιλήνης, Πρακτικά Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου (17-19 Φεβρουαρίου 1998), Μυτιλήνη 2000, σ. 86-87.
[lvii] π. Γ. Μεταλληνός, «Ἀθανάσιος Πάριος (1721-1813), (Ἐργογραφία – Ἰδεολογία – Βιβλιογραφία)», ΕΕΘΣΠΑ 30 (1995), σ. 339.
[lviii] Ἰ. Φουντούλης, «Τό πάντιμον λείψανον τοῦ Θεοδώρου», στό: Ὁ Νεομάρτυς Θεόδωρος ὁ Βυζάντιος, σ. 242-243.
[lix] Θ. Γιάγκου, «Ὁ ἅγιος Μακάριος Κορίνθου καί ὁ Νεομάρτυς Θεόδωρος ὁ Βυζάντιος», στό: Ὁ Νεομάρτυς Θεόδωρος ὁ Βυζάντιος, σ. 211-237.
[lx] Π. Πάσχου, «Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὡς ἁγιολόγος», ΕΕΚΜ 16 (1996), σ….;;;;. Πρακτικά Συμποσίου «Νικοδήμου Ἁγιορείτου τοῦ Ναξίου πνευματική μαρτυρία», (Νάξος 8-11 Ἰουλίου 1993), Ἀθήνα 2000, σ. 252. Π. Σκαλτσῆς, «Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Βυζάντιος στό συναξάριο καί τήν ὑμνογραφία», στό: Ὁ Νεομάρτυς Θεόδωρος ὁ Βυζάντιος, σ. 159-160.
[lxi] Σκαλτσῆς, ὅ. π., σ. 167-175.
[lxii] Φουντούλης, Τό πάντιμον λείψανον τοῦ Θεοδώρου, σ. 240-255.
[lxiii] Θ. Προβατάκης, «Οἱ Νεομάρτυρες εἰς τήν εἰκονογραφίαν», στό: Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων, (Θεσσαλονίκη 17 – 19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1988, σ. 519-520.
[lxiv] Ἰ. Ἀθανασόπουλος, «Οἱ Νεομάρτυρες», ἐν: Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σ. κστ’-κζ’.
[lxv] Θ. Γιάγκου, «Χειρόγραφα Νεομαρτυρολογικά κείμενα στή βιβλιοθήκη τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης», Θεολογία 66 (1995), σ. 471-510.
[lxvi] Β. Ψευτογκᾶς, Νεομαρτυρολογικά Μελετήματα, τ. Δ’, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 82-107, 259-299. Π. Καυσοκαλυβίτης, Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης. Ὁ βίος καί τά ἔργα μιᾶς πνευματικῆς μορφῆς τοῦ 18ου αἰ., Ἅγιον Ὄρος 1999. Πασχαλίδης, Νεομαρτυρολογικές Συλλογές, σ. 137-145.
[lxvii] Σ. Πασχαλίδης, Νεομαρτυρολογικά Σύμμεικτα Α’. Ἡ αὐτόγραφη Νεομαρτυρολογική Συλλογή τοῦ μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε (1713-1784), Θεσσαλονίκη 2012
[lxviii] Τό ἔργο αὐτό ἔχει ἐπανεκδοθεῖ ἀρκετές φορές. Τό ἔτος 2009 ἀπό τήν Ἁγιορειτική Ἑστία πραγματοποιήθηκε φωτοστατική ἐκτύπωση τῆς πρώτης ἔκδοσης.
[lxix] Πασχαλίδης, Νεομαρτυρολογικές Συλλογές, σ. 131-174. Ὁ ἴδιος, Τό ὑμναγιολογικό ἔργο τῶν Κολλυβάδων. Συμβολή στή μελέτη τῆς Ἁγιολογικῆς Γραμματείας κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 173-199. Πάσχου, Νικόδημος Ἁγιορείτης, σ. 249-253.
[lxx] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, σ. 23-25.
[lxxi] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, σ. 263-272. Σχετικά μέ τόν Κανόνα αὐτῆς τῆς Ἀκολουθίας, βλ. Κ. Μητσάκης, «Ὁ Ἀσματικός Κανόνας γιά τούς Νεομάρτυρες τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη», ΕΕΚΜ 16 (1996-2000), σ…..;;;; Πρακτικά Συμποσίου «Νικοδήμου Ἁγιορείτου τοῦ Ναξίου πνευματική μαρτυρία», σ. 195-217. Π. Καυσοκαλυβίτης – Βαρβούνης, ὅ. π., σ. 201-217.
[lxxii] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, σ. 269-270.
[lxxiii] Γ. Χρυσοστόμου (νῦν Μητροπολίτου Κίτρους, Κατερίνης καί Πλαταμῶνος), «Βιβλιογραφία εἰς Ἀκολουθίας Νεομαρτύρων», στό: Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Νεομαρτύρων, (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1988, σ. 565-588.
[lxxiv] Νέον Λειμωνάριον, Ἐν Βενετίᾳ 1819. Βλ. καί Πασχαλίδης, Ὑμναγιολογικό ἔργο Κολλυβάδων, σ. 76-84, 102-105.
[lxxv] Ψευτογκᾶς, ὅ. π., σ. 67-68.
[lxxvi] Ἀθανασόπουλος, ὅ. π., σ. κστ’.
[lxxvii] Φουντούλης, «Ἀκολουθίαν εἰς τήν Ἀνακομιδήν τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Βυζαντίου», στό: Ὁ Νεομάρτυς Θεόδωρος ὁ Βυζάντιος, σ. 443-472.
[lxxviii] Φ. Κόντογλου, Σημεῖον Μέγα, ἤγουν τά θαύματα τῆς Θέρμης, 1962.
[lxxix] Χρ. Μαϊδώνης (Ἀρχιμανδρίτης), Ἡ ἁγία Νεομάρτυς Ἀκυλίνα ἡ Ζαγκλιβερινή. Βίος, εὕρεση λειψάνων – μετακομιδή, Ἀκολουθία –Παρακλητικός Κανών – Χαιρετισμοί καί Ἐγκώμια, Ἱερά Μητρόπολις Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου 2015.
[lxxx] Χρυσοστόμου, ὅ. π. σ. 565-588. Ὁ ἴδιος, Ὁ ὑμνογράφος Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης καί οἱ Ἀκολουθίες του σέ ἁγίους τῆς Θεσσαλονίκης, Συμβολή στή μελέτη τοῦ βίου καί τοῦ ἔργου του, Θεσσαλονίκη 1997.
[lxxxi] Βλ. Ὁ Ἅγιος Νικήτας, Πολιοῦχος Σερρῶν. Βίος καί Ἀκολουθία του, Ἱερά Μητρόπολις Σερρῶν καί Νιγρίτης, Χολαργός ἄ. ἔ. Ἅγιος Νεομάρτυς Νικήτας, Πολιοῦχος τῶν Σερρῶν. Βίος καί Παρακλητικός κανόνας, Ἱερά Μητρόπολις Σερρῶν καί Νιγρίτης, Σέρρες 2013. Βλ. Ἐπίσης Ἀπ. Γλαβίνας, Ὁ Νεομάρτυρας Νικήτας, Κατερίνη 1995. Ἀλ. Ἀναγνωστόπουλος, «Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Νικήτας ὁ ἐκ Κερκύρας ἤ Ἠπείρου καταγόμενος καί ἐν Σέρραις ἀθλήσας ὁ Ἁγιαννανίτης», στό: Σερραίων Διάσωσμα. Πνευματικοί καί καλλιτεχνικοί θησαυροί τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σερρῶν, Σέρρες 2008, σ. 191—242.
[lxxxii] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τόν ἅγιον Ρωμανόν, Λόγος πρῶτος, PG
50, σ. 609
[lxxxiii] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής Νεομαρτύρων, σ. 34.
[lxxxiv] Ἀποκ. 3, 14.
[lxxxv] Ἀποκ. 3, 11.
[lxxxvi] Ἀποκ. 2, 11.