Η Εορτή της Αγίας Σκέπης και η μετάθεση της την 28η Οκτωβρίου

Η Εορτή της Αγίας Σκέπης και η
μετάθεση της την 28η Οκτωβρίου

(†) Μητροπολίτης Πισιδίας Σωτήριος Τράμπας

Σε όλον τον Ορθόδοξο κόσμο είναι γνωστή η Εορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία βασικά τελείται την 1ην Οκτωβρίου. (Με απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος συνδέθηκε με την εθνική εορτή της 28ης Οκτωβρίου, για τη θαυμαστή προστασία του Έθνους κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως γνωστόν, δέ, με το παλαιό Ημερολόγιο εορτάζεται την 14η Οκτωβρίου).

Και μόνον οι δύο αυτές λέξεις «Αγία Σκέπη», φέρουν στη μνήμη μας αναρίθμητα θαυμαστά γεγονότα, που καταδεικνύουν τη μητρική αγάπη της Παναγίας Μητέρας μας, τη σκέπη και προστασία που μας προσφέρει σε καιρούς κινδύνων, και την ακαταμάχητη βοήθειά Της στις δυσκολίες της ζωής μας.

Αλλά, πώς καθιερώθηκε αυτή η εορτή την 1η Οκτωβρίου; Είναι πολύ εντυπωσιακό το ιστορικό γεγονός που την καθιέρωσε.

Στη νότια πλευρά του ναού των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη, υπήρχε ένα παρεκκλήσιο, όπου φυλασσόταν σε ασημένια λειψανοθήκη η εσθήτα της Θεοτόκου. Στις αρχές του 10ου αιώνα, ένα βράδυ που γινόταν ολονυκτία στον Ναό των Βλαχερνών, πήγε και ο Άγιος Ανδρέας να συμμετάσχει στην ολονύκτια Αγρυπνία. Ο Άγιος Ανδρέας είναι γνωστός ως «διά Χριστόν σαλός» διότι, για να κρύβει την αγιότητά του από τους ανθρώπους προσποιούταν τον χαζό. Στον ναό των Βλαχερνών τη νύκτα εκείνη, τον συνόδευε ο νεαρός Επιφάνιος, ο οποίος αργότερα έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Περί τα μεσάνυχτα, ξαφνικά, βλέπει ο μακάριος Ανδρέας την Υπεραγία Θεοτόκο στον αέρα να μπαίνει από την κεντρική πύλη του Ναού και να προχωρεί προς το Άγιο Βήμα. Φαινόταν πολύ υψηλή και είχε λαμπρή τιμητική συνοδεία λευκοφόρων Αγγέλων και αγίων. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν ο τίμιος Πρόδρομος και ο θεολόγος Ιωάννης, που παράστεκαν δεξιά κι αριστερά τη Θεοτόκο. Από τους λευκοφόρους, άλλοι προπορεύονταν και άλλοι ακολουθούσαν ψάλλοντας ύμνους και άσματα πνευματικά.

Όταν η Παναγία με τη συνοδεία Της πλησίασε στον άμβωνα, που ήταν στο κέντρο του Ναού, είπε ο όσιος Ανδρέας στον συνοδό του Επιφάνιο:

-Βλέπεις την Παναγία Μητέρα και Δέσποινα του κόσμου;

-Ναι, τίμιε πάτερ, αποκρίθηκε ο νέος.

Η Θεοτόκος εν τω μεταξύ είχε γονατίσει και προσευχόταν για πολλή ώρα. Παρακαλούσε τον Υιό της για τη σωτηρία του κόσμου και έρραινε με δάκρυα το άγιο πρόσωπό της. Μετά τη δέηση μπήκε στο Άγιο Βήμα, όπου προσευχήθηκε για τους πιστούς που αγρυπνούσαν.

Όταν η Παναγία ολοκλήρωσε τη δέησή της, έβγαλε από την κεφαλή Της το αστραφτερό της μαφόριο (το κόκκινο ένδυμα που βλέπουμε στις εικόνες της Θεοτόκου να καλύπτει την κεφαλή και το σώμα) με μια σεμνή κίνηση, και καθώς ήταν μεγάλο, το άπλωσε σαν Σκέπη με τα πανάγια χέρια της επάνω στο εκκλησίασμα. Έτσι απλωμένο το έβλεπαν κι οι δυό τους για πολλή ώρα να εκπέμπει δόξα θεϊκή σαν ήλεκτρο. Όσο φαινόταν εκεί η Κυρία Θεοτόκος, φαινόταν και το μαφόριο να ακτινοβολεί. Όταν η Παναγία άρχισε να ανεβαίνει στον ουρανό, άρχισε και η Εσθήτα να συστέλλεται λίγο-λίγο και να χάνεται.

Αυτό το γεγονός, αλλά και τα θαύματα που σχετίζονται με την ιερά Εσθήτα της Θεοτόκου, έγιναν αφορμή να καθιερωθεί η εορτή της Αγίας Σκέπης, ήτοι της Προστασίας, που παρέχει η Παναγία σε όσους με πίστη επικαλούνται τη χάρη Της.

Αναρίθμητα είναι τα θαύματα της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου. Αναφέρεται ότι όταν κάποτε είχε περικυκλωθεί η Κωνσταντινούπολη από τη θάλασσα με εχθρικά πλοία, ο Πατριάρχης πήρε από τον Ναό των Βλαχερνών την ιερά εσθήτα της Παναγίας την βούτηξε στα νερά και αμέσως ξεσηκώθηκε μεγάλη τρικυμία με αποτέλεσμα πολλά πλοία του εχθρού να βουλιάξουν και όσα απέμειναν να φύγουν σε κατάσταση πανικού.

Στα νεώτερα χρόνια, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλές φορές οι Έλληνες στρατιώτες έβλεπαν πάνω από τα χαρακώματα την μορφή της Παναγίας, να τους προστατεύει από τις βόμβες του εχθρού.

Αλλά πόσες φορές και καθένας από μας δεν είδε την σκέπη της Παναγίας μας να προστατεύει από ποικίλους κινδύνους και ανάγκες είτε δικούς μας ανθρώπους, είτε κι εμάς τους ιδίους!

Γι’ αυτό με εμπιστοσύνη οι χριστιανοί, σε κάθε κίνδυνο, σε κάθε πόνο μας, σε κάθε ανάγκη μας καταφεύγουμε στην Σκέπη της Παναγίας μας. Στη στοργική Μητέρα μας. Και στην Εορτή Της, γεμάτοι ευγνωμοσύνη σπεύδουμε στους ναούς να Την ευχαριστήσουμε, όπως μας προτρέπει ο υμνωδός:

Ἐλᾶτε νά τιμήσουμε πανευλαβῶς
τήν Σκέπην τήν ἱεράν τῆς τοῦ Κυρίου Μητρός,
τήν τούς πιστούς προστατεύουσαν ἀσφαλῶς,
καί τῶν δεινῶν καί θλίψεων ρύουσαν ἡμᾶς μητρικῶς.

Και να ικετεύσουμε την Παναγία μας με τα λόγια του υμνωδού:

Σκέπασον ἡμᾶς Παντάνασσα Δέσποινα,
μέ τήν Χάριν τῆς Σκέπης Σου τήν κραταιάν,
καί σῶσον ἐκ κινδύνων καί θλιβερῶν περιστάσεων,
τούς Σέ τιμώντας εὐλαβῶς.

Είθε η Αγία Σκέπη της Παναγίας μας να σκέπει, να φρουρεί και να διαφυλάττει όλους μας και να χαρίζει ειρήνη στον κόσμο. Αμήν.

Λουκάς, ένας θεοκίνητος ταλαντούχος ιατρός

Λουκάς, ένας θεοκίνητος ταλαντούχος ιατρός

Συγγραφέας: Χ.Φ.Δ.

Στις 18 Οκτωβρίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστού Λουκά. Ενός ανθρώπου με πολλά έμφυτα και επίκτητα χαρίσματα, που αφιερώθηκαν όλα εξαγιασμένα στην ιερότερη υπόθεση της ιστορίας του κόσμου, τη διάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού στην οικουμένη.

Καταγόταν, όπως αναφέρει ο ιστορικός της Εκκλησίας Ευσέβιος, από την Αντιόχεια της Συρίας (ΒΕΠΕΣ 19, 251). σπούδασε την ιατρική επιστήμη πιθανόν στην Ταρσό, όπου υπήρχαν διάφορες Σχολές εφάμιλλες των Σχολών της Αλεξάνδρειας και των Αθηνών. Η ρωμαϊκή νομοθεσία απαιτούσε από τους ιατρούς να έχουν πλήρη ιατρική κατάρτιση και, προκειμένου να ασκήσουν το επάγγελμά τους, έδιναν εξετάσεις σε ένα σύλλογο αρχιάτρων, οι οποίοι επί αρκετό διάστημα κατόπιν τους επιτηρούσαν στην εργασία τους.

Πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό ο Λουκάς σπούδασε, ως ιατρός πλέον στην Ταρσό, και φιλοσοφία. Εκεί τον συνάντησε ο απόστολος Παύλος, ο οποίος, μετά τη θαυμαστή αποκάλυψη του Ιησού Χριστού μπροστά στην πύλη της Δαμασκού σ’ αυτόν και την πίστη του στον Κύριο Ιησού, πήγε για ένα διάστημα στην πατρίδα του, την Ταρσό. Η γνωριμία του Λουκά με τον Απόστολο ήταν καθοριστική για τον ιατρό. Πίστευσε στο κήρυγμα του Ευαγγελίου, διότι έως τότε ήταν ειδωλολάτρης, βαπτίσθηκε στο όνομα του Ιησού Χριστού και έγινε πιστός ακόλουθος κι συνεργός του Αποστόλου των Εθνών.

Στο εξαίρετο βιβλίο “Παύλος” του Holzner γράφονται τα εξής γι’ αυτή τη γνωριμία: “Πόσο πολύτιμοι είναι κάτι τέτοιοι προσωπικοί δεσμοί και για τους ίδιους τους ανθρώπους και για τη βασιλεία του Θεού! Με το λαμπερό φως, που ξεπηδάει από τον Παύλο, έγινε κι ο Λουκάς παγκόσμια προσωπικότητα, και το έργο του έλαβε σημασία για την πορεία της ιστορίας της ανθρωπότητας. Έτσι η θεία Πρόνοια μας χάρισε δύο γεμάτες ζωή εικόνες της Εκκλησίας απ’ την περίοδο της ιδρύσεώς της. Η μία ζωγραφίστηκε απ’ το χέρι του Παύλου στις Επιστολές του, που πάλλονται από ζήλο για αγώνα, η άλλη απ’ το ήσυχο και σταθερό χέρι του χειρούργου, που χειριζόταν με την ίδια ευκολία και το νυστέρι και την γραφίδα” (σελ. 180).

Ο πιστός πλέον ιατρός Λουκάς άφησε το ιατρείο του, που πιθανόν να ήταν στην Τροία ή σε κάποιο άλλο λιμάνι, και ακολούθησε τον απόστολο Παύλο στις περιοδείες του. Αντιμετώπισε μαζί του τις αντιδράσεις των Εβραίων και των ειδωλολατρών, καθώς και τις δύσκολες εναλλαγές των στοιχείων της φύσεως. Βοηθούσε τον Απόστολο ως ιατρό στις φρικτές ώρες της εξάψεως της ασθενείας του σκόλοπά του και δεν τον άφηνε μόνο του και στις σκληρές στιγμές της εγκαταλείψεώς του από τους άλλους και της φυλακίσεώς του. Το αναφέρει με ευγνωμοσύνη ο Απόστολος στις Επιστολές του (βλ. Κολασ. δ’ 14, Β’ Τιμ. δ’ 11, Φιλήμ. 24).

Σύμφωνα με την Παράδοση, μετά το μαρτυρικό θάνατο του αποστόλου Παύλου, ο άγιος κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Δαλματία, στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Αχαΐα. Το τελευταίο το αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (PG36, 228). Κήρυξε επίσης και στη Βοιωτία. Λέγεται δε ότι πέθανε με μαρτυρικό θάνατο κρεμασμένος από κλαδί ελιάς. Το ιερό λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη επί αυτοκράτορα Κωνσταντίου.

Ο άγιος Λουκάς, με τη χάρη και το φωτισμό του παναγίου Πνεύματος, έγινε ο θεόπνευστος Συγγραφέας των δύο από τα είκοσι επτά βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Συνέγραψε το τρίτο από τα τέσσερα Ευαγγέλια και τις “Πράξεις των Αποστόλων”.

Ειδικοί μελετητές σημειώνουν ότι ο άγιος “Λουκάς θεωρείται γενικώς ως ο ορθότερον και καλλιεπέστερον των λοιπών Ευαγγελιστών χρησιμοποιών την ελληνικήν… Το λεκτικόν του Λουκά, εν τω συνόλω του εξεταζόμενον, θεωρείται πλούσιον, λίαν ακριβολόγον, η δε φιλολογική αξία του τυγχάνει αναμφισβήτητος… δι’ ολίγων ενίοτε λέξεων εμφανίζει μεγάλας ιδέας… Ο μετά προσοχής μελετών το Ευαγγέλιον του Λουκά αισθάνεται ότι ζη εις μίαν ατμόσφαιραν πλήρη ελπίδος” (Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια 8, 373).

Θεωρείται ως ο Ευαγγελιστής του ελέους και της ευσπλαχνίας του Θεού. Αυτός μας διέσωσε τις ανεπανάληπτες Παραβολές του Ασώτου, του Καλού Σαμαρείτου, του Απολωλότος προβάτου κλπ. Μόνος αυτός περιγράφει με ζωηρότητα τη μετάνοια του Ζακχαίου και της αμαρτωλής γυναίκας που άλειψε με μύρο τα πόδια του Ιησού.

Αυτός μόνος κατέγραψε επίσης τη θαυμάσια ωδή της Θεοτόκου, “Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον…”. Τη Θεοτόκο συνάντησε και γνώρισε προσωπικά, όταν συνόδευσε τον απόστολο Παύλο στο τελευταίο του ταξίδι στα Ιεροσόλυμα. Έγινε ιδιαίτερη τιμή και χάρη στον άγιο Λουκά να γνωρίσει, όπως αναφέρουν οι ερμηνευτές των Αγίων Γραφών, την Παναγία και να ακούσει από το πανάγιο στόμα της λεπτομέρειες του Ευαγγελισμού της, της Γεννήσεως του Σωτήρος, της Προσκυνήσεως των ποιμένων, της Υπαπαντής κ.ά. που μόνος αυτός κατέγραψε στο Ευαγγέλιό του. Πώς θα τα διηγόταν αλήθεια Εκείνη και πώς θα την άκουγε ο Άγιος!

Και με το χάρισμα της ζωγραφικής, που του χάρισε ο Θεός, αποτύπωσε κατόπιν την αγία μορφή της, όπως την είχε δει, στις πρώτες ιερές εικόνες της, τις οποίες κατά την Παράδοση φιλοτέχνησε.

Στο βιβλίο των “Πράξεων των Αποστόλων” ο άγιος Λουκάς παρουσιάζει ως χαρισματούχος ιστορικός της ζωής και δράσεως της πρώτης Εκκλησίας και ως άλλος ακριβής χρονικογράφος της διαδόσεως του Ευαγγελίου στον τότε γνωστό κόσμο. Πίσω όμως από όσα καταγράφει ο Άγιος “αδρομερών και παχυμερών”, όπως παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος (ΕΠΕ 15, 26), δηλαδή πίσω από τα πλέον σημαντικά γεγονότα που έχουν γραφεί περιληπτικά, διαφαίνεται η παρουσία του Αγίου Πνεύματος, που κατηύθυνε την πορεία της Εκκλησίας, αλλά και την πένα του αγίου συγγραφέως.

Αξίζει να προστεθεί ότι το βιβλίο των “Πράξεων ων Αποστόλων” δεν είναι μόνο ιστορία. Περιλαμβάνει και δεκαοκτώ θαυμάσιες δημηγορίες, οι οποίες καταλαμβάνουν το 1/4 περίπου του βιβλίου, συνολικά 255 στίχους. Δημηγορίες του αποστόλου Πέτρου, του πρωτομάρτυρος Στεφάνου, του αποστόλου Παύλου, του αδελφοθέου Ιακώβου κ.ά.. Τις δημηγορίες αυτές, που εκφωνήθηκαν οι περισσότερες στην αραμαϊκή διάλεκτο, τις κατέγραψε -περιληπτικά βέβαια- ο άγιος Λουκάς στην ελληνική γλώσσα, χωρίς να διαθέτει τα δικά μας σύγχρονα τεχνικά μέσα, με ακρίβεια και αποδίδοντας του ουσιώδες νόημά τους, χάρη στο φωτισμό και τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος. Και κάθε μελετητής τους μένει έκθαμβος μπροστά στο βάθος και στον πλούτο των νοημάτων τους.

Ποιος θα γνώριζε αλήθεια σήμερα, ότι έζησε πριν είκοσι αιώνες κάποιος γιατρός από την Αντιόχεια με το όνομα Λουκάς; Και ποιος θα μελετούσε σήμερα οποιοδήποτε βιβλίο του, που θα είχε τυχόν συγγράψει; Από τότε όμως που παρέδωσε τον εαυτό του στο Χριστό με τις ικανότητες, τις γνώσεις και τη ζωτικότητά του, το όνομά του και ο λόγος του βρίσκονται πάντοτε στην επικαιρότητα. Έγινε και είναι οδηγός εκατομμυρίων ψυχών σ’ όλη την οικουμένη· και θα φωτίζει τους δρόμους μας μέχρι συντελείας των αιώνων.

Ἡ Χαρὰ τῶν Χριστιανῶν

Ἡ Χαρὰ τῶν Χριστιανῶν

Φώτης Κόντογλου

Ἡ Παναγία εἶναι τὸ πνευματικὸ στόλισμα τῆς ὀρθοδοξίας. Γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες εἶναι ἡ πονεμένη μητέρα, ἡ παρηγορήτρια κ’ ἡ προστάτρια, ποὺ μᾶς παραστέκεται σὲ κάθε περίσταση. Σὲ κάθε μέρος τῆς Ἑλλάδας εἶναι χτισμένες ἀμέτρητες ἐκκλησιὲς καὶ μοναστήρια, παλάτια αὐτηνῆς τῆς ταπεινῆς βασίλισσας, κι’ ἕνα σωρὸ ρημοκλήσια, μέσα στὰ βουνά, στοὺς κάμπους καὶ στὰ νησιά, μοσκοβολημένα ἀπὸ τὴν παρθενικὴ καὶ πνευματικὴ εὐωδία της.

Μέσα στὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ βρίσκεται τὸ παληὸ καὶ σεβάσμιο εἰκόνισμά της μὲ τὸ μελαχροινὸ καὶ χρυσοκέρινο πρόσωπό της, ποὺ τὸ βρέχουνε ὁλοένα τὰ δάκρυα τοῦ βασανισμένου λαοῦ μας, γιατί δὲν ἔχουμε ἄλλη νὰ μᾶς βοηθήσει, παρεκτὸς ἀπὸ τὴν Παναγία, «ἄλλην γὰρ οὐκ ἔχομεν ἁμαρτωλοὶ πρὸς Θεὸν ἐν κινδύνοις καὶ θλίψεσιν ἀεὶ μεσιτείαν, οἱ κατακαμπτόμενοι ὑπὸ πταισμάτων πολλῶν». Τὸ κάλλος τῆς Παναγίας δὲν εἶναι κάλλος σαρκικό, ἀλλὰ πνευματικό, γιατί ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ὁ πόνος κ’ ἡ ἁγιότητα, ὑπάρχει μονάχα κάλλος πνευματικό. Τὸ σαρκικὸ κάλλος φέρνει τὴ σαρκικὴ ἔξαψη, ἐνῶ τὸ πνευματικὸ κάλλος φέρνει κατάνυξη, σεβασμὸ κι’ ἁγνὴ ἀγάπη.

Αὐτὸ τὸ κάλλος ἔχει ἡ Παναγία. Κι αὐτὸ τὸ κάλλος εἶναι ἀποτυπωμένο στὰ ἑλληνικὰ εἰκονίσματά της ποὺ τὰ κάνανε ἄνθρωποι εὐσεβεῖς ὁπού νηστεύανε καὶ ψέλνανε καὶ βρισκόντανε σὲ συντριβὴ καρδίας καὶ σὲ πνευματικὴ καθαρότητα. Στὴν ὄψη τῆς Παναγίας ἔχει τυπωθεῖ αὐτὸ τὸ μυστικὸ κάλλος ποὺ τραβᾶ σὰν μαγνήτης τὶς εὐσεβεῖς ψυχὲς καὶ τὶς ἡσυχάζει καὶ τὶς παρηγορᾶ. Κι’ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ εὐωδία εἶναι τὸ λεγόμενο Χαροποιὸν Πένθος ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ἕνα βότανο ἄγνωστο στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν πήγανε κοντὰ σ’ αὐτὸν τὸν καλὸν ποιμένα. Τούτη τὴ χαροποιὰ λύπη τὴν ἔχουνε ὅλα ὅσα ἔκανε ἡ ὀρθόδοξη τέχνη, καὶ τὰ εὐωδιάζει σὰν σμύρνα καὶ σὰν ἀλόη, κἄν εἰκόνισμα εἶναι, κἄν ὑμνωδία, κἄν ψαλμωδία, κἄν χειρόγραφο, κἄν ἄμφια, κἄν λόγος, κἄν κίνημα, κἄν εὐλογία, κἄν χαιρετισμός, κἄν μοναστήρι, κἄν κελλὶ καν σκαλιστὸ ξύλο, κἄν κέντημα, κἄν καντήλι, κἄν ἀναλόγι, κἄν μανουάλι, ὅτι καὶ νάναι ἁγιωτικό.

Ἀπὸ τὰ ὀνόματα καὶ μόνο ποὺ ἔδωσε ἡ ὀρθοδοξία στὴν Παναγία, καὶ ποὺ μ’ αὐτὰ τὴν καταστόλισε, ὄχι σὰν εἴδωλο θεατρικό, ὅπως γίνηκε ἀλλοῦ ποὺ φορτώσανε μία κούκλα μὲ δαχτυλίδια καὶ σκουλαρήκια καὶ μὲ ἕνα σωρὸ ἄλλα ἀνίερα καὶ ἀνόητα πράγματα, λοιπὸν αὐτὰ μοναχά, λέγω, φαίνεται πόσο πνευματικὴ ἀληθινὰ εἶναι ἡ λατρεία τῆς Παναγίας στὴν ἑλληνικὴ ὀρθοδοξία.

Πρῶτα-πρῶτα τὸ ἕνα ἁγιώτατο ὄνομά της: Παναγία. Ὕστερα τὰ ἄλλα: Ὑπερευλογημένη, Θεοτόκος, Παναμώμητος, Τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, Ζῶσα καὶ Ἄφθονος, Πηγή, Ἔμψυχος Κιβωτός, Ἄχραντος, Ἀμόλυντος, Κεχαριτωμένη, Ἀειμακάριστος καὶ Παναμώμητος, Προστασία, Ἐπακούουσα, Γρηγοροῦσα, Γοργοεπήκοος, Ἠγιασμένος Ναός, Παράδεισος λογικός, Ρόδον τὸ Ἀμάραντον, Χρυσοῦν Θυμιατήριον, Χρυσὴ Λυχνία, Μαναδόχος Στάμνος, Κλίμαξ Ἐπουράνιος, Πρεσβεία θερμή, Τεῖχος ἀπροσμάχητον, Ἐλέους Πηγή, τοῦ Κόσμου Καταφύγιον, Βασιλέως Καθέδρα, Χρυσοπλοκώτατος Πύργος καὶ Δωδεκάτειχος Πόλις, Ἡλιοστάλακτος Θρόνος, Σκέπη τοῦ Κόσμου, Δένδρον ἀγλαόκαρπον, Ξύλον εὐσκιόφυλλον, Ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου, Σιών ἁγία, Θεοῦ κατοικητήριον, Ἐπουράνιος Πύλη, Ἀδικουμένων προστάτις, Βακτηρία τυφλῶν, Θλιβομένων ἡ χαρά, καὶ χίλια δύο ἄλλα, ποὺ βρίσκονται μέσα στὰ βιβλία τῆς ἐκκλησίας.

Κοντὰ σ’ αὐτὰ εἶναι καὶ τὰ ὀνόματα ποὺ γράφουνε ἀπάνω στὰ ἅγια εἰκονίσματά της οἱ ἁγιογράφοι: Ὁδηγήτρια, Γλυκοφιλοῦσα, Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν, ἡ Ἐλπὶς τῶν ἀπελπισμένων, ἡ Ταχεία Ἐπίσκεψις, ἡ Ἀμόλυντος, ἡ Ἐλπὶς τῶν Χριστιανῶν, ἡ Παραμυθία, ἡ Ἐλεοῦσα κι ἄλλα πολλά, ποὺ γράφουνται ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὴ συντομογραφία: ΜΗΡ ΘΥ, ποὺ θὰ πεῖ Μήτηρ Θεοῦ. Πόση ἀγάπη, πόσο σέβας καὶ πόσα κατανυκτικὰ δάκρυα φανερώνουνε μοναχὰ αὐτὰ τὰ ὀνόματα, ποὺ δὲν εἰπωθήκανε σὰν τὰ λόγια ὁπού βγαίνουνε εὔκολα ἀπὸ τὸ στόμα, ἀλλὰ ποὺ χαραχτήκανε στὶς ψυχὲς μὲ πόνο καὶ μὲ ταπείνωση καὶ μὲ πίστη.

Ἀμὴ οἱ ὕμνοι της πού ’ναι ἀμέτρητοι σὰν τάστρα τ’ οὐρανοῦ κ’ ἐξαίσιοι στὸ κάλλος, καὶ ποὺ τοὺς συνθέσανε οἱ ἅγιοι ὑμνολόγοι, «θίασον συγκροτήσαντες πνευματικόν»! Σ’ αὐτὸ τὸ εὐωδιασμένο περιβόλι βρίσκουνται ὅλα τὰ ἀμάραντα ἄνθη καὶ τὰ εὐωδιασμένα βότανα τοῦ λόγου. Ἀληθινὰ προφήτεψε ἡ ἴδια ἡ Παναγία γιὰ τὸν ἑαυτό της, τότε ποὺ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Ζαχαρία καὶ τὴν ἀσπάσθηκε ἡ Ἐλισάβετ, πὼς θὰ τὴ μακαρίζουνε ὅλες οἱ γενεές: «Ἐκεῖνες τὶς μέρες, σηκώθηκε ἡ Μαριὰμ καὶ πῆγε στὴν Ὀρεινὴ μὲ σπουδὴ στὴν πολιτεία τοῦ Ἰούδα καὶ μπῆκε στὸ σπίτι τοῦ Ζαχαρία καὶ χαιρέτησε τὴν Ἐλισάβετ. Καὶ σὰν ἄκουσε ἡ Ἐλισάβετ τὸν χαιρετισμὸ τῆς Μαρίας πήδηξε τὸ παιδὶ μέσα στὴν κοιλιὰ της1.

Καὶ γέμισε Πνεῦμα Ἅγιο ἡ Ἐλισάβετ καὶ φώναξε μὲ φωνὴ μεγάλη κ’ εἶπε: Βλογημένη εἶσαι ἐσὺ ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες καὶ βλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου. Κι’ ἀπὸ ποῦ μοῦ ἦρθε αὐτὸ τὸ καλό, νάρθει ἡ μητέρα τοῦ κυρίου μου πρὸς ἐμένα; γιατί μόλις ἦρθε ἡ φωνὴ τοῦ χαιρετισμοῦ σου στ’ αὐτιά μου, ξεπέταξε τὸ παιδὶ στὴν κοιλιά μου, κι’ εἶναι μακάρια ἐκείνη ποὺ πίστεψε σὲ ὅσα τῆς εἶπεν ὁ Κύριος2. Κ’ εἶπε ἡ Μαριάμ: «Δοξολογᾶ ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο κι’ ἀναγαλλίασε τὸ πνεῦμα μου γιὰ τὸ Θεὸ τὸν σωτήρα μου, γιατί καταδέχθηκε νὰ κυτάξει τὴν ταπεινὴ τὴ δούλα του. Γιατί, νά, ἀπὸ τώρα κ’ ὕστερα θὰ μὲ μακαρίζουνε ὅλες οἱ γενεές, ἐπειδὴ ἔκανε σὲ μένα μεγαλεῖα ὁ Δυνατός, κ’ εἶναι ἁγιασμένο τ’ ὄνομά του, καὶ τὸ ἔλεός του πηγαίνει ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ σὲ κείνους ποὺ ἔχουνε τὸν φόβο του».

Ἀμέτρητες εἶναι οἱ ὑμνωδίες τῆς Παναγίας, μὰ ἀμέτρητα εἶναι καὶ τὰ σεμνόχρωμα εἰκονίσματά της, ποὺ καταστολίζουνε τὶς ἐκκλησιές μας, ζωγραφισμένα στὸ σανίδι εἴτε στὸν τοῖχο. Σὲ κάθε ὀρθόδοξη ἐκκλησιὰ στέκεται τὸ εἰκόνισμά της στὸ τέμπλο ἀπὸ τὰ δεξιὰ τῆς ἅγιας Πόρτας. Σὲ ἄλλες εἰκόνες ζωγραφίζεται καὶ μοναχή, μὰ στὰ εἰκονίσματα τοῦ τέμπλου κρατᾶ πάντα τὸν Χριστὸ στὴν ἀγκαλιὰ της ἀπ’ τ’ ἀριστερά, σπάνια ἀπ’ τὰ δεξιά, (τότε λέγεται Δεξιοκρατοῦσα).

Τὸ κεφάλι της εἶναι σκεπασμένο σεμνὰ καὶ σοβαρὰ μὲ τὸ μαφόριο, ἕνα φόρεμα φαρδὺ κι’ ἱερατικὸ σκοῦρο βυσσινί, ποὺ πέφτει στὸν ὦμο της ἁπλόχωρο, ἀφήνοντας νὰ φαίνεται μοναχὰ τὸ μακρουλὸ πρόσωπό της καὶ τὰ χέρια της. Ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ σκέπασμα φαίνεται μία στενὴ λουρίδα ἀπὸ τὸ δέσιμο τοῦ κεφαλιοῦ της ποὺ σφίγγει τὸ μέτωπό της καὶ ἀφήνει νὰ φανοῦνε μονάχα οἱ ἄκρες τῶν αὐτιῶν της. Τὸ μέτωπό της εἶναι σὰν μελαχροινὸ φίλντισι, ἁγνό, ἁπλὸ καὶ κατακάθαρο. Τὰ ματόφρυδά της εἶναι καμαρωτά, ζωηρὰ καὶ μακρυά, φτάνοντας ἴσαμε κοντὰ στ’ αὐτιά της, τὰ μάτια της ἀμυγδαλωτά, ἰσκιωμένα, καστανά, βαθειά, σοβαρὰ μὰ γλυκύτατα, μὲ τ’ ἀσπράδι καθαρὸ μὰ ἰσκιωμένο.

Τὸ βλέμμα της εἶναι μελαγχολικὸ ἁπλό, ἴσιο, ἥσυχο, συμπαθητικό, ἀγαπητό, θλιμένο μὰ καὶ μαζὶ χαροποιό, αὐστηρὸ μὰ καὶ μαζὶ συμπονετικό, ἁγιώτατο, πνευματικό, ἀθῶο, σκεφτικό, ἄμωμο, ἐλπιδοφόρο, ὑπομονητικό, πράο, σεμνώτατο, μακρυὰ ἀπὸ κάθε σαρκικὸν λογισμό, καθρέφτισμα μυστικό τοῦ παραδείσου, βασιλικὸ καὶ ταπεινό, ἀνθρώπινο καὶ θεϊκό, ἄκακο, ἀδελφικό, εὐγενικό, ἐλεγκτικό, ἄγρυπνο, γαληνό, φιλάνθρωπο, μητρικό, παρθενικό, δροσερό, καυτερὸ γιὰ ὅσους ἔχουνε πονηροὺς λογισμούς, τρυφερό, διαπεραστικό, ἐρευνητικό, ἀπροσποίητο, ἡγεμονικό, συγκαταβατικό, παρακαλεστικό, ἀμετασάλευτο.

Ἡ μύτη της εἶναι μακρυά καὶ στενή, μὲ μέτρο, ἰουδαϊκή, ἄσαρκη, μὲ λεπτὰ ρουθούνια, λίγο γυριστή, σεμνή. Τὸ στόμα της μικρό, ντροπαλό, φρόνιμο, κλειστό, καθαρό, ἰσκιωμένο κατὰ τὸ μάγουλο, σὰν νὰ χαμογελᾶ ἐλαφρά.

Τὸ πηγούνι της γυριστό, σεβαστό, ἀνεπιτήδευτο, ταπεινό. Τὸ μαγουλό της, παρθενικό, καθαρό, χνουδωτό, εὐωδιασμένο, ντροπαλό, χλωμὸ μὲ μίαν ἐλαφρότατη ροδοκοκκινάδα.

Ὁ λαιμὸς της γυρτὸς ταπεινά, σμίγει μὲ τὸ πηγούνι μ’ ἕνα ἁπαλὸ ἴσκιασμα ποὺ τὸ λέγανε οἱ παλαιοὶ γλυκασμό. Τὸ ὅλο πρόσωπό της εἶναι ἱερατικὸ καὶ θρησκευτικό, καὶ μαρτυρᾶ ἀρχαία φυλή. Τὰ ἄχραντα χέρια της εἶναι μικρά, στενὰ μακροδάχτυλα, λεπτόνυχα. Μὲ τὸ ἀριστερὸ βαστᾶ τὸν Χριστό, καὶ τὸ δεξὶ τόχει ἀκουμπισμένο σεμνὰ ἀπάνω στὸ στῆθος της, σὲ στάση παρακαλεστική, μὲ τὸ μεγάλο δάχτυλο μακρυὰ ἀπὸ τ’ ἄλλα. Στὰ πιὸ ἀρχαῖα εἰκονίσματα αὐτὸ τὸ χέρι εἶναι πιὸ ὄρθιο καὶ πιὸ ψηλά, κοντὰ στὸ λαιμό.

Ὁ πιὸ αὐστηρὸς τύπος τῆς Παναγίας εἶναι ἡ λεγόμενη Ὁδηγήτρια, ποὺ ἔχει ὄρθια τὴν κεφαλή της, ἔκφραση ἀπαθέστερη καὶ τὸ ὅλο σχῆμα της εἶναι πιὸ ἱερατικό. Ἐνῶ ἡ Γλυκοφιλοῦσα ἔχει τὸ κεφάλι της γυρτὸ κατὰ τὸ παιδί της, ποὺ τ’ ἀγκαλιάζει σφιχτότερα, κ’ ἡ ἔκφρασή της εἶναι πιὸ αἰσθηματική. Ἡ Πλατυτέρα παριστάνεται καθισμένη ἀπάνω στὸ θρόνο, αὐστηρὴ κι’ ἀλύγιστη, καὶ βαστᾶ τὸν Χριστὸ στὰ γόνατά της, ἀκουμπώντας τόνα χέρι της στὸν ὦμο του καὶ μὲ τ’ ἄλλο βαστώντας τὸ πόδι του ἢ ἕνα μαντήλι.

Στὴν Ἑλλάδα, οἱ περισσότερες ἐκκλησιὲς τῆς Παναγίας γιορτάζουνε κατὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, δηλαδὴ στὶς 15 Αὐγούστου. Τὰ τροπάρια ποὺ ψέλνουνε σ’ αὐτὴ τὴ γιορτὴ εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἐξαίσια. Τὸ δοξαστικό του Ἑσπερινοῦ εἶναι τὸ μονάχο τροπάρι ποὺ ψέλνεται μὲ τοὺς ὀχτὼ ἤχους, κάθε φράση κι’ ἄλλος ἦχος· ἀρχίζει ἀπὸ τὸν πρῶτον ἦχο καὶ τελειώνει πάλι στὸν πρῶτον.

Μὰ ὁλάκερη ἡ Ἑλλάδα δὲν ὑμνολογᾶ τὴν Παναγία μονάχα μὲ τοὺς ψαλτάδες καὶ μὲ τοὺς παπάδες στὶς ἐκκλησιές, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ κάθε τί της, μὲ τὰ χωριά, μὲ τὰ βουνά, μὲ τὰ νησιά, πούχουνε τ’ ἁγιασμένο τ’ ὄνομά της. Τὰ καράβια βολτατζάρουνε στὴ δροσερὴ θάλασσα, ἀνοιχτὰ ἀπὸ τοὺς κάβους πού ’ναι χτισμένα τὰ μοναστήρια της, ἔχοντας στὴ πρύμνη σκαλισμένο τ’ ἀγαπημένο καὶ προσκυνητὸ ὄνομά της. Ὅποιος ταξιδεύει στὰ ἑλληνικὰ νερά, σ’ ὅποιο μέρος κι’ ἂν βρεθεῖ τὴ μέρα τῆς Παναγίας, θ’ ἀκούσει ἀπ’ ἀνοιχτὰ τὶς καμπάνες ἀπάνω ἀπὸ τὸ πέλαγο. Ἄλλες ἔρχουνται ἀπὸ τ’ Ἅγιον Ὅρος ποὺ τὸ λένε Περιβόλι τῆς Παναγίας, ἄλλες ἀπὸ τὴν Τῆνο πούχει τὸ ξακουστὸ παλάτι της, ἄλλες ἀπὸ τὴν Σαλαμίνα ποὺ γιορτάζει ἡ Φανερωμένη, ἄλλες ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη, ἀπὸ τὴν Παναγιὰ τῆς Ἁγιάσσος καὶ τῆς Πέτρας, ἄλλες ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Σίφνου, ἄλλες ἀπὸ τὴ Σκιάθο, ἄλλες ἀπὸ τὴ Νάξο, ἀπὸ κάθε νησί, ἀπὸ κάθε κάβο, ἀπὸ κάθε στεριά.

Σημειώσεις

1.- Τὸ παιδὶ ἤτανε ὁ Πρόδρομος.
3.- Δηλαδὴ σὲ ὅσα εἶπε, στὴν Παναγία ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό.

Ἐγκωμιαστικός λόγος εις τον Άγιον και πανένδοξον μεγαλομάρτυρα του Χριστού, Δημήτριον

Ἐγκωμιαστικός λόγος εις τον Άγιον και
πανένδοξον μεγαλομάρτυρα του Χριστού, Δημήτριον

Συμεών μοναχός και φιλόσοφος

1. Φίλοι τοῦ μάρτυρα, σήμερα μᾶς συγκέντρωσε ὁ σπουδαῖος ἀνάμεσα στοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ Χριστοῦ Δημήτριος, ὁ ἀληθινὸς πολιοῦχος καὶ θερμότατος προστάτης μας, προσφέροντάς μας τοὺς ἄθλους του σὲ πνευματικὸ συμπόσιο.

Ὅτι ἦταν λοιπὸν ξεχωριστὸς ὁ ἄνθρωπος καὶ ὑπερεῖχε ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους σὲ δύο πράγματα, στὴν γενιὰ καὶ τὴν εὐημερία τῆς φύσεως, καθὼς καὶ στὴν σύνεση τῶν θείων καὶ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπινων, εἶναι φανερὸ ἀπὸ πολλά, ποὺ τὸ δείχνουν καθαρά, ὅλα ὅσα σχετίζονται μ᾿ αὐτόν, ὅτι ἦταν ὅμως καὶ στοὺς ἄθλους ἀσυναγώνιστος, τὸ ἐπιβεβαιώνουν αὐτὰ ποὺ βλέπουμε.

Ποιὰ τιμὴ λοιπὸν τόσο μεγάλη καὶ ὑπέροχη, καὶ χοροστάσια μὲ τὴν συμμετοχὴ ὅλου του λαοῦ καὶ ἄσματα γεμάτα χάρη, τοῦ ἔχουν ἀποδώσει ἀκόμη καὶ οἱ ἴδιοι οἱ βασιλιάδες περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον;

Καὶ ἂν αὐτὰ ποὺ τελοῦμε ἐδῶ γιὰ τὰ μαρτύρια καὶ τοὺς ἄθλους του, ποὺ ἔκανε γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἀποδεικνύουν τόσο σπουδαῖο καὶ λαμπρό, πόσο σπουδαῖο θὰ τὸν ἀναδείξει ἡ εὐτυχία του στοὺς οὐρανούς;

Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι νικητὴς σὲ κάθε λόγο, δὲν εἶναι καθόλου ἄξιο ἀπορίας ἂν θὰ κατανικήσει καὶ τοὺς δικούς μας ἐπαίνους. Ἀπὸ ἐδῶ λοιπὸν θὰ ἀποδειχτεῖ πολὺ περισσότερο ἄξιος θαυμασμοῦ, διότι ὑστεροῦν ὅλοι λόγω τῆς ἀνωτερότητας τῆς δόξας του καὶ θὰ δοξαστεῖ περισσότερο, διότι μειονεκτοῦν ὅλοι μετὰ ἀπὸ αὐτόν.

2. Θὰ ἀδιαφορήσουμε λοιπὸν γιὰ ἕνα τόσο σπουδαῖο θέμα, ἂν καὶ ἔχουμε ἀνταποκριθεῖ πιὸ ἀργὰ ἀπὸ τὸν κατάλληλο χρόνο καὶ γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε κατώτεροι ἀπὸ τοὺς προηγούμενους ὁμιλητὲς τοῦ μάρτυρα; Τόσο πολὺ θὰ διστάσουμε, ὥστε νὰ νομίζουμε ὅτι μὲ τὸ νὰ μὴν τὸν ἐγκωμιάζουμε τιμοῦμε περισσότερο τοὺς ἑαυτούς μας καὶ καθαγιάζουμε τὴν γλώσσα; Σὲ καμιὰ περίπτωση. Καὶ αὐτὸ λοιπόν, τὸ ὅτι δὲν ἐπαρκοῦν οἱ λόγοι γιὰ τὴν ἀξία ἐκείνου καὶ ὑποχωροῦν μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο του, ἀποτελεῖ μεγάλη φιλοδοξία γιὰ ὅσους τὸν ἐπαινοῦν. Τόσο μεγάλη δόξα εἶναι ὁ ἔπαινος τοῦ μάρτυρα.

3. Μιὰ καὶ ἔχω τονίσει ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ προοίμιο τοῦ λόγου, ὅτι αὐτὸς ἦταν ἐξαιρετικὸς σὲ ὅλα καὶ πανένδοξος καὶ στὰ δύο, ἀπὸ ποῦ νὰ ἐπιχειρήσω νὰ πλέξω τὸ ὑφάδι τῶν ἐγκωμίων; Ἀπὸ ὅπου λοιπὸν καὶ νὰ θελήσουμε, θὰ βροῦμε εὔκολα πολλὰ καὶ σπουδαῖα· καὶ δὲν θὰ παραχωρήσουμε γενικὰ -ἐννοεῖται τὸ ὑφάδι τῶν ἐγκωμίων- σὲ κανέναν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν ἐξουσία καὶ τὰ πρωτεῖα, μέχρι ποὺ κανεὶς λόγος δὲν θὰ μὲ πείθει ὅτι δὲν καμαρώνουν οἱ μάρτυρες μὲ τοὺς ἐπαινετικοὺς λόγους, ποὺ ἀφιερώνονται σ᾿ αὐτούς, σὰν νὰ εἶναι δικοί τους.

Νὰ μιλήσει λοιπὸν κανεὶς γιὰ τὴν γενιά του, ποιὰ ἦταν, καὶ γιὰ τὴν οἰκογενειά του καὶ γιὰ τὴν πατρίδα του καὶ γιὰ τὴν στρατιωτική του δύναμη καὶ τὴν ἐπαγγελματική του σταδιοδρομία καὶ τὴν εὐτυχία καὶ τὸν κλῆρο, τὰ ὁποῖα κέρδισε μὲ ἀφθονία χάρη στὴν εὐσέβεια καὶ στὶς δύο ζωές του, θὰ τραβοῦσε πολὺ μακριά, εἶναι κοπιαστικό, καὶ ἀποτελεῖ ἔργο τῆς ἱστορίας καὶ ὄχι τοῦ ἐγκωμίου. Μὲ τὴν ἐξαίρεση ὅμως νὰ ποῦμε ὅσα θὰ ἔπρεπε, εἶχε εὐγενικὴ καταγωγὴ σὰν ἕνας ἄλλος Ἰώβ, δὲν ἦταν βέβαια βασιλιάς, ὅπως ἐκεῖνος, τῆς Ἀνατολῆς ἢ τῆς Δύσεως, γιὰ νὰ μιλήσουμε πιὸ ἀρμόδια, ἀλλὰ ἦταν ἀνθύπατος τῶν δικῶν μας βασιλιάδων καὶ τῆς συγκλήτου.

4. Πατρίδα του ἦταν ἡ Θεσσαλονίκη, ὁ ἔνδοξος τόπος μας χάρη σ᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιο, περισσότερο φημισμένη ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες πόλεις, καὶ ὑπερέχει ἀπὸ ὅλες σὲ ὅλα, γιὰ ὅσα ἐγκωμιάζεται μιὰ πόλη, πολὺ περισσότερο ὅμως διότι ἔχει πολιοῦχο τὸν μάρτυρα. Ἡ στρατιωτική του καριέρα καὶ τὰ ἄλλα, μὲ τὰ ὁποῖα ἐξυμνεῖται ἡ ἐπίγεια φήμη, ὑπῆρξαν σ᾿ αὐτὸν λαμπρὰ καὶ σπουδαῖα, τοῦ φαίνονταν ὡστόσο ἀσήμαντα μπροστὰ στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν εὐτυχία ποὺ προερχόταν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τὴν αἰώνια δόξα. Διότι μόνο τὸν Χριστὸ ἀγαποῦσε καὶ σεβόταν πάνω ἀπ᾿ ὅλους καὶ τὸν κήρυττε σωστὰ καὶ μὲ σαφήνεια στοὺς συμπατριῶτες του.

5. Ὅπως πάντα καὶ τότε τὸ νυχτερινὸ σκοτάδι τὸ διέλυε ὁ ἥλιος, ἔτσι καὶ τὸ σκοτάδι τῆς ἀσέβειας καὶ τῆς μανίας τῶν εἰδώλων, ποὺ ξερνοῦσε ἀπὸ τὰ μύχια τοῦ εἰδωλολάτρη Μαξιμιανοῦ, ποὺ κυβερνοῦσε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ὁ Δημήτριος τὸ διέλυε μὲ τὶς ἀστραπὲς τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπειδὴ σκεφτόταν συνάμα μὲ σοφία καὶ σύνεση, ἀντάλλασσε τὸν πρόσκαιρο καὶ ἄθεο βασιλιὰ μὲ τὸν ἀληθινὸ καὶ αἰώνιο, καὶ γινόταν ἀπὸ ὕπατος ἀπόστολος, καὶ ἀπὸ ἰλλούστριος γνώστης τῶν θείων μυστηρίων. Διότι γνώριζε τὸ ἀνώτερο, καὶ προοριζόταν μᾶλλον νὰ τὸν ρίξουν στοὺς ναοὺς τοῦ Θεοῦμ παρὰ στὰ ἀνάκτορα τῶν ἁμαρτωλῶν βασιλιάδων, ποὺ ἀποπνέουν ἀσέβεια.

6. Αὐτὴ ἡ μεγαλόπολη λοιπὸν τὸν εἶχε ὅπως τώρα δὰ καὶ τότε καὶ ὑπέρλαμπρο ἄστρο τῆς αὐγῆς ποὺ ὑπερεῖχε μὲ τὴν ἀκτινοβολία τῆς εὐσέβειας τοῦ θείου καὶ νοητοῦ ἡλίου καὶ μὲ τὸ φεγγοβόλημα τῆς ψυχῆς, καθόλου κατώτερο ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ὀμορφιὰ τοῦ σώματος ποὺ ἦταν στὸ ἄνθος της καὶ ἀκτινοβολοῦσαν ἀπὸ πολὺ μακριά.

7. Καὶ ὁ Μαξιμιανὸς λοιπόν, Ἐρκούλιος στὴν γενιὰ καὶ στὴν συμπεριφορὰ συνάμα, ὁρμᾶ στὴν περιοχὴ τῶν Ἰλλυριῶν σὰν ἀπειλητικὸ σύννεφο, ποὺ φέρνει τὴν καταστροφή· διότι ἦταν ἰσχυρὸς στὴν ἀσέβεια συνάμα καὶ στὴν σκληρότητα, κομπάζοντας καὶ μὲ ἄλλον τρόπο γιὰ τὴν τυραννία του, κυρίως ὅμως καυχιόταν μὲ τὶς νίκες τοῦ κατὰ τῶν Σαυροματῶν καὶ τῶν Γότθων. Μπαίνει λοιπὸν πρῶτα σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴν πόλη καὶ παραμένει μὲ ἀλαζονεία καὶ μὲ κακία, δυναμώνοντας συνάμα καὶ κατοχυρώνοντας τὴν ἀσέβεια.

8. Καὶ ὅταν ξεχύθηκε στὴν Δύση σὰν μιὰ ὁμίχλη καὶ ἄγρια θύελλα καὶ αἰγυπτιακὸ σκοτάδι, ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ περιγράφει λοιπὸν ἱκανοποιητικὰ τὶς συμφορὲς καὶ τὸν πόλεμο κατὰ τῶν χριστιανῶν; Ὁ λόγος εἶναι σύντομος καὶ ὁ χρόνος δὲν ἐπαρκεῖ.

Ἐκεῖνοι λοιπὸν ποὺ μιλοῦσαν μὲ τόλμη γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ κατέφευγαν στοὺς ἀγῶνες, πέθαιναν μὲ διάφορα φοβερὰ βασανιστήρια, ὅσοι ὅμως λόγω τῆς ἀσθενικῆς τους φύσεως φοβόντουσαν λίγο ἀκόμη τὴν δοκιμασία, κρύβονταν στὶς σπηλιὲς καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ ἀνοίγματα τῆς γῆς.

Τότε λοιπὸν ὁ λαμπρὸς λυχνίτης τῆς εὐσέβειας Δημήτριος, ποὺ δὲν κρυβόταν ἔξω καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ἀλλὰ στὸ κέντρο της, γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι ἀποφεύγει τὸ μαρτύριο, ἢ ἔχει δισταγμοὺς γιὰ τὸν ἀγώνα, ἢ ἀπαρνιέται τοὺς κόπους (μὲ ποιὸν τρόπο ἄλλωστε θὰ ἔκανε αὐτὸ τὸ πράγμα, αὐτὸς ποὺ ἔκανε πολλοὺς μάρτυρες μὲ τὶς σοφές του παραινέσεις), ἀλλὰ γιὰ νὰ ὁδηγήσει περισσότερους πρὸς τὸν Χριστὸ μὲ τὴν διδασκαλία, διοχέτευε πλούσια σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν πλησίαζαν τὸν θεῖο φωτισμό. Δὲν εἶναι δυνατὸν ὅμως νὰ κρυφτεῖ ὁλόκληρο τὸ λυχνάρι κάτω ἀπὸ τὸ μόδι.

Διότι σὲ κάθε μέρος ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν ἀφοσιωθεῖ στὴν μανία τῶν εἰδώλων καὶ ὑπηρετοῦσαν τοὺς κυβερνῆτες τῆς ἀσέβειας, ὠμὰ καὶ χωρὶς ἔλεος γύριζαν παντοῦ καὶ ἔψαχναν τὰ πλήθη τῶν χριστιανῶν, γεμίζοντας χαρὰ μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων καὶ σὰν νὰ χόρταιναν ἀκόμη καὶ μὲ αὐτὸ μιμούμενοι τὴν αἱμοβόρα διάθεση τῶν δαιμόνων, ποὺ λάτρευαν οἱ ἴδιοι.

9. Καὶ διότι πρέπει νὰ ὑπερβοῦμε τὸν λόγο; Σ᾿ αὐτὸν τὸν πανένδοξο Δημήτριο φτάνουν πιὰ μὲ ὁρμὴ σὰν ἄγρια θηρία στὶς ὑπόγειες στοές, ὅπου κρυβόταν, καὶ μὲ μεγάλη χαρά, διότι τάχα πέτυχαν τὸ πιὸ σπουδαῖο θήραμα καὶ ἀπέδωσαν μεγαλύτερη εὐγνωμοσύνη στὸν Μαξιμιανό, ἔσυραν ὀδηγώντας ὡς ὑπεύθυνο τὸν ἀνεύθυνο.

10. Ἀλλὰ αὐτοὶ συνέλαβαν τὸν ἅγιο καὶ πήγαιναν βιαστικὰ μὲ μεγάλη χαρὰ στὸν βέβηλο καὶ ἐκεῖνος ὁ ἀσεβὴς Μαξιμιανὸς ποὺ διασκέδαζε μὲ τὴν εὐμένεια τῶν ὑπηκόων του καὶ ἔκανε διασκέδαση ὁλόκληρη τὴν ζωή του, πήγαινε βιαστικὰ στὸ στάδιο τῆς πόλεως, γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὰ πένταθλα, τὰ ὁποῖα γνωρίζουν πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς ἄλλους οἱ ἄνθρωποι τοῦ θεάτρου, καὶ τὰ ὁποῖα μακάρι νὰ μὴν εἶχαν ὀνομασία, οὔτε νὰ ἦταν γνωστά, στὴν πραγματικότητα ὅμως, διότι χαιρόταν μὲ τὶς αἱματοχυσίες καὶ ἱκανοποιοῦνταν μὲ τὸν φόνο τῶν ἀνθρώπων.

Ὑποστήριζε λοιπὸν πολὺ κάποιον Λυαῖο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ ἔθνος τῶν Βανδάλων, ὁ ὁποῖος ὑπερίσχυε ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους καὶ στὸ μέγεθος καὶ τὴν δύναμη τοῦ σώματος καὶ διέτρεχε μὲ μεγάλη πείρα μέσα ἀπὸ τὶς σανίδες τῶν μαγγάνων, καὶ ὁ ὁποῖος ὅταν συμπλεκόταν μὲ πολλοὺς σὲ ἀγῶνες, πολλοὺς μέσα ἀπὸ τέτοια μονομαχία τοὺς ἔστειλε στὸν θάνατο.

Καθὼς λοιπὸν αὐτὸς πήγαινε μὲ σκοπὸ νὰ παρακολουθήσει τέτοια θεάματα καὶ εἶχε προετοιμαστεῖ ἐντελῶς γιὰ τὸ θέατρο, τὸν συνάντησε ὁ σπουδαῖος Δημήτριος, καθὼς τὸν ὁδηγοῦσαν σ᾿ αὐτόν.

11. Τώρα ὅμως ὁ λόγος γίνεται γεμάτος ἀγωνία, διότι ἔφτασε στὸ σπουδαιότερο μέρος τῶν ἀγώνων τοῦ στεφανωμένου μάρτυρα. Μὲ ποιὸν τρόπο λοιπὸν θὰ περγράψω ἀντάξια εἴτε τὸ θράσος τοῦ τυράννου εἴτε τὴν σταθερότητα τοῦ ἁγίου; Αὐτὸς πήγαινε πάνω στὴν ἅμαξα μὲ μεγάλη ἔπαρση καὶ φούσκωνε σύμφωνα μὲ τὴν συμπεριφορὰ τοῦ Φαραώ, σὰν ἄλλος Αἰγύπτιος, βλασφημώντας τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξαπολύοντας ὑβριστικὰ λόγια κατὰ τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ὅσοι προπορεύονταν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν δυνάμωναν τὸ βόρβορο τῆς θρασύτητας καὶ φούντωναν τὴν φλόγα τῆς ἀλαζονείας.

Καὶ αὐτὸς ὁδηγοῦνταν μὲ χαμηλωμένα μάτια, ὅπως ὁ Χριστός μας στὸ παρελθὸν στὸν Ἡρώδη καὶ τὸν Πιλάτο ἀποστρέφοντας τὸ πρόσωπο νὰ κοιτάξει μὲ ἐκεῖνο τὸ βλέμμα τοῦ μαρτυρίου τὰ πρόσωπα τῶν ἀσεβῶν. Καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος καὶ μὲ τοὺς σωματοφύλακές του ἀπηύθυνε αὐτὲς τὶς ἄθεες καὶ ἀσεβεῖς ἐρωτήσεις, δηλαδὴ ἂν εἶναι χριστιανὸς καὶ ἂν τὸ ἐπιβεβαιώνει ὅτι εἶναι καὶ δὲν ἔχει ἀλλάξει τὸν χαρακτήρα του.

Καὶ αὐτὸς δείχνοντας τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ψυχή, γεμάτα χάρη καὶ λαμπρότητα μὲ καθαρὴ καὶ γεμάτη σύνεση φωνή, συντάραξε τὰ αὐτιὰ τοῦ ἀσεβοῦς. Καὶ εἶπε «δὲν ἤθελες ἐσὺ βέβαια, σοφὲ στὰ μάταια καὶ ἰσχυρὲ στὴν ἀσέβεια νὰ εἶμαι καὶ νὰ ὀνομάζομαι χριστιανὸς καὶ νὰ λατρεύω τὸν κτίστη καὶ ὄχι βέβαια τὴν κτίση, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ κάνω μαζὶ μὲ σένα ἀνόητες ἐνέργειες καὶ νὰ προσκυνῶ τὴν ἄψυχη καὶ ἀναίσθητη ὕλη καὶ νὰ βάλω ἐμένα πάνω ἀπ᾿ ὅσα ἔχουν γίνει γιὰ χάρη μου καὶ ὄχι βέβαια τὸν Θεὸ ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ τὰ ἔστησε μὲ θαυμαστὸ τρόπο.

Ἀλλὰ ἐγὼ βέβαια δὲν τυφλώνω τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, καὶ ὅπως ἐσὺ ποὺ εἶσαι μύωπας στὸ θεῖο φῶς, ἢ προσπαθεῖς νὰ κλείσεις τὰ μάτια στὴν ἀλήθεια, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐξευμενίζεις ἀποστάτες καὶ ψυχοφθόρους θεοὺς μὲ ξόανα καὶ ἀγάλματα καὶ σπονδὲς καὶ κνίσες, καὶ νὰ πηγαίνεις νὰ βγάζεις δόγμα γιὰ τὴν κτίση μπροστὰ στὸν δημιουργό. Μακάρι καὶ σὺ ὁ ἴδιος νὰ ἐπανερχόσουν ἀπὸ τέτοια πλάνη καὶ νὰ μὴν προσπαθοῦσες νὰ κάνεις καὶ πολλοὺς ἄλλους συμμέτοχους στὴν καταστροφή σου. Ἀφοῦ λοιπὸν ἀποκάμεις ἀπὸ τὰ πάντα, πολέμησε μόνο ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖς νὰ πολεμήσεις, τὸ σῶμα καὶ πλήγωσέ το καὶ χτύπησέ το μὲ ὁποιοδήποτε χτύπημα θανάτου. Πάλι λοιπὸν αὐτὸ θὰ τὸ λάβω ἄφθαρτο στὴν Ἀνάσταση καὶ θὰ δοξαστῶ αἰωνίως μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, γιὰ τὸν ὁποῖο ὑποφέρω προσωρινά. Διότι οὔτε σύ, οὔτε ἄλλος ἄνθρωπος ἔχει ἀποκτήσει τὴν ἐξουσία νὰ τιμωρεῖ τὴν νοερὴ ψυχή, παρὰ μόνο ὁ Θεός».

12. Μπροστὰ λοιπὸν σὲ τέτοια καὶ τόσο μεγάλη τόλμη τοῦ περίφημου καὶ ἐκλεκτοῦ μας ὁ ἀσεβὴς ἀφοῦ ἀπόκαμε μὲ ἔκπληξη καὶ σαστιμάρα καὶ ἀκόμη ἐπειδὴ πήγαινε βιαστικὰ στὸ στάδιο καὶ γιὰ τὰ ἄλλα θεάματα καὶ κυρίως γιὰ τὴν μονομαχία τοῦ Λυαίου, διέταξε τελικὰ νὰ φρουροῦν τὸν ἅγιο κάπου ἐδῶ, στὶς στοὲς κάποιου δημόσιου λουτροῦ κοντὰ στὸ στάδιο. Καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ μάρτυρας συνέτριψε τὰ ψυχοφθόρα βέλη τῶν λόγων τοῦ ἀσεβοῦς, διότι δὲν ταίριαζε νὰ χαρακτηρίσουμε διαφορετικὰ τὰ βλάσφημα λόγια του, καὶ πέτυχε τὸν πρῶτο ἄθλο του σύμφωνα μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νίκησε δυναμικὰ αὐτὸν ποὺ κυριαρχοῦσε σὲ πολλοὺς μὲ τὴν τυραννία του.

13. Καὶ τὸν ἀθλητὴ λοιπὸν ἀκολούθησε ἡ φυλακὴ καὶ ἀντὶ τοῦ Μαξιμιανοῦ προσπαθοῦσε νὰ τὸν κεντρώσει ἕνας σκορπιός· διότι ὁ ἐχθρὸς τῶν ἁγίων εἶναι προορισμένος ἀπὸ τὴν φύση του νὰ ἐπιτίθεται σ᾿ αὐτοὺς μὲ ὅλα τὰ μέσα καὶ νὰ καταντροπιάζεται, διότι νικιέται παντοῦ· μὲ τὸ χέρι λοιπὸν τοῦ μάρτυρα, ποὺ σχημάτισε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὁ σκορπιὸς φάνηκε καθαρὰ ἀμέσως νεκρὸς καὶ ἀδρανής.

14. Ὁ Μαξιμιανὸς ὅμως κάθισε στὴν πρώτη θέση στὸ στάδιο μαζὶ μὲ τοὺς συνέδρους του καὶ ξεκίνησε νὰ καλεῖ μὲ τοὺς κήρυκες ὅποιους ἤθελαν νὰ μονομαχήσουν μὲ τὸν Λυαῖο· καὶ ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶχαν φοβηθεῖ τὴν δύναμη καὶ τὸ ψηλὸ ἀνάστημα τοῦ Λυαίου, ἕνας Νέστωρ ἀρκετὰ νέος, χριστιανὸς καὶ στὸ ἦθος καὶ στὴν γενναιότητα καὶ πολὺ πιὸ δυνατὸς στὸ θάρρος καὶ τὴν φρόνηση ἀπὸ τὸν Νέστορα τῆς Πύλου, τρέχει στὸν μάρτυρα, ποὺ βρισκόταν στὴν φυλακή, καὶ τοῦ ἀνακοινώνει τὴν ἀπόφασή του καὶ τοῦ ζητᾶ ἐπίμονα νὰ τὸν βοηθήσει μὲ τὴν προσευχὴ στὴν μονομαχία μὲ τὸν ἐχθρὸ καὶ νὰ καταβάλει τὸ θράσος τοῦ Λυαίου.

15. Πιὸ γρήγορα λοιπὸν ὁ μάρτυρας μὲ τὴν παράκληση στὸν Χριστὸ γιὰ βοήθεια καὶ μὲ τὸ ἐφόδιο τοῦ σταυροῦ προφήτεψε στὸν Νέστορα, καὶ τὴν νίκη του κατὰ τοῦ Λυαίου, καὶ τὸ μαρτύριό του γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἔστειλε θωρακισμένο στὸ στάδιο.

16. Ἐμφανίζεται λοιπὸν ὁ Νέστωρ μὲ θάρρος στὸν βασιλιά, κάνει φανερὸ τὸ σκοπὸ τῆς παρουσίας του, τὸν εὐσπλαχνίζονται ὅλοι καὶ μόνο γιὰ τὴν τόλμη του, τὸν θαυμάζουν ὁ Μαξιμιανὸς καὶ οἱ σύνεδροί του, τὸν πιέζουν νὰ λάβει χρήματα, ὥστε νὰ ἀπαλλαγεῖ μὲ αὐτὰ ἀπὸ τὸν Λυαῖο καὶ νὰ μὴν ζεῖ μὲ δυσκολία. Ὁ Νέστωρ τοὺς περιγελᾶ ὅλους καὶ τοὺς περιφρονεῖ· δηλώνει φανερὰ ὅτι ἔσπευσε νὰ νικήσει μόνο τὴν θρασύτητα τοῦ Λυαίου· συμπλέκεται μὲ τὸν Λυαῖο, τοῦ δίνει καίριο χτύπημα, σκοτώνει τὸν ἐχθρὸ καὶ τελικὰ ἀφοῦ δήλωσε ὅτι εἶναι χριστιανός, ἀκολούθησε τὸν δρόμο γιὰ τὸν θάνατο, νίκησε διπλὴ νίκη καὶ κέρδισε διπλὰ ἔπαθλα.

17. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὅμως ἡ καρδιὰ τοῦ Μαξιμιανοῦ εἶχε γεμίσει μὲ σκοτοδίνη καὶ δὲν μποροῦσε καθόλου νὰ βρεῖ μὲ τί τρόπο θὰ παρηγορηθεῖ γιὰ τὴν συμφορὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Λυαίου· ἀποδείχτηκε λοιπὸν πιὸ σκληρὸς ἀπέναντι στοὺς χριστιανοὺς ἀπ᾿ ὅ,τι προηγουμένως καὶ βγάζει τὸ πιὸ σκληρὸ διάταγμα νὰ τοὺς ἐξαφανίσει ἀπὸ τὴν γῆ.

18. Καὶ τότε λοιπόν, ὅταν τοῦ θύμισαν γιὰ τὸν καλλίνικο μάρτυρα Δημήτριο, αὐτοὶ ποὺ τὸν κατέτρωγαν μὲ τὰ ἀφανέρωτα σαγόνια τοῦ φθόνου, ὅτι ἀποδείχτηκε κακὸς οἰωνὸς γι᾿ αὐτόν, δίνει διαταγὴ στοὺς σωματοφύλακές του νὰ πᾶνε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος, ὅπου φρουροῦσαν τὸν ἅγιο, καὶ νὰ τὸν κατασφάξουν μὲ τὶς λόγχες καὶ τὶς ρομφαῖες ὅλων καὶ νὰ τὸν θανατώσουν. Μποροῦσε λοιπὸν νὰ ἀντιληφθεῖ κανεὶς ἕνα θόρυβο καὶ μιὰ ἄτακτη προσέλευση σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος ὅλων αὐτῶν ποὺ ἀνταγωνίζονταν, ποιὸς θὰ βυθίσει πρῶτος τὸ ξίφος στὸν μάρτυρα καὶ θὰ προσφέρει τὴν πιὸ μεγάλη χάρη στὸν Μαξιμιανό. Τὰ διάφορα ξίφη λοιπὸν κατευθύνονταν μὲ μιὰ φορὰ στὸ ἴδιο μέρος τοῦ σώματος καὶ προξενοῦσαν στὸν ἀθλητὴ δυνατοὺς καὶ βιαίους πόνους.

19. Ὅμως ἀπέφυγε ἐκεῖνα τὰ ἀσεβῆ χέρια τοῦ Βριάρεω καὶ τὴν ψυχοφθόρα Χάρυβδη, ἢ τὴν ἀναρρόφηση τῆς μανίας τῶν εἰδώλων, καὶ μπαίνει στὸ οὐράνιο λιμάνι μὲ εὐχαριστήριους ὕμνους καὶ παρουσιάζεται στὸν Χριστό, γιὰ τὸν ὁποῖο σφαγιάστηκε μὲ προθυμία, λάμποντας ἀπὸ τοὺς ἱδρῶτες, καὶ ἔχοντας λάβει τὴν θεϊκὴ καὶ ἀπρόσιτη κληρονομιὰ μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς μάρτυρες καὶ ὅλους τοὺς ἁγίους ἀπὸ πάντα.

Καὶ τώρα βρίσκεται στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πῆρε τὰ πιὸ καλὰ ἀπὸ τὸν καθένα καὶ δημιούργησε ἀκριβῶς τὸ πιὸ ὡραῖο εἶδος τῆς ἀρετῆς. Διότι ἄλλου μιμήθηκε τὴν σοφία, ἄλλου τὴν γενναιότητα, ἄλλου τὴν ἐπιείκεια, ἄλλου τὴν πιὸ μεγάλη καρτερικότητα στὸ μαρτύριο, τὰ πάντα ὅσο κανένας, καὶ ἔτσι ὅλα συγκεντρώθηκαν σ᾿ αὐτὸν στὸν ὑπέρτατο βαθμό, ὅσο σὲ κανέναν ἄλλον ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους. Μὲ τὸ νὰ ἐπιτύχει λοιπὸν ὅλα αὐτὰ σὲ ὑπερβολικὸ βαθμό, κυριάρχησε σὲ ὅλους ἀσύγκριτα.

20. Ἂν πρέπει ὡστόσο νὰ ἐπιβεβαιώσουμε τὸν λόγο μας, λίγες ρανίδες αἵματος πλημμυρίζουν συνεχὲς μύρο καὶ τὸ θαῦμα ἔχει ξεπεράσει κάθε ἀνθρώπινη λογική. Ἴσως λοιπὸν ὁ Νεῖλος τῆς Αἰγύπτου καὶ ὁ ὠκεανὸς μὲ τὰ βαθιὰ ρεύματα, ἂν ἀντλοῦνταν ἀπὸ τόσους πολλοὺς καὶ κάθε μέρα, θὰ περιορίζονταν σὲ πολὺ μικρὰ ὅρια.

21. Σχετικὰ λοιπὸν μὲ τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν μέχρι τὶς ἡμέρες μας, ἂν προσπαθήσει κανεὶς νὰ τὰ περιγράψει ἀναλυτικά, μοῦ φαίνεται τὸ ἴδιο σὰν νὰ νομίζει κάποιος πὼς ἀπαριθμεῖ τὰ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ, ἢ τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας, ἢ τῆς βροχῆς τὶς στάλες μὲ τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου.

Διότι ποιὸς θὰ μπορέσει μέχρι καὶ σήμερα, ἀπὸ τότε ποὺ ἀγωνίστηκε μὲ πάθος γιὰ τὸν Χριστό, νὰ περιγράψει τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων του, ποὺ ἔγιναν παντοῦ καὶ στὴν πόλη του καὶ στὰ περισσότερα καὶ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ἐκεῖνα ποὺ ἀποτρέπουν τοὺς ἐχθρούς, ὅταν βρίσκεται μπροστὰ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς στὴν μάχη καὶ στὸν κίνδυνο, ἐκεῖνα ποὺ διαλύουν τὴν μεγάλη πείνα καὶ τὶς μεταδοτικὲς καὶ διάφορες ἄλλες ἀρρώστιες σὲ διαφορετικὲς ἐποχὲς καὶ μὲ διαφορετικοὺς τρόπους, ὅταν συμφωνεῖ μὲ συμπάθεια στὰ αἰτήματα, αὐτῶν ποὺ ζητοῦν, καὶ ὅσα θαύματα ἔγιναν στὴν θάλασσα, καὶ ὅσα ἔγιναν σὲ ὅλους καὶ στὸν καθένα χωριστά, ὅταν συμπαραστέκεται καὶ προασπίζει αὐτοὺς ποὺ τὸν παρακαλοῦν;

Ἀκόμη λοιπὸν καὶ ἂν εἶχα, σύμφωνα μὲ τὴν ποίηση, δέκα γλῶσσες καὶ δέκα στόματα, ἐγὼ βέβαια θὰ πρόσθετα καὶ ἄλλα τόσα χέρια, δὲν θὰ κατόρθωνα οὔτε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ λέω καὶ νὰ περιγράφω ἀκριβῶς τὶς θαυματουργικὲς ἱκανότητες τοῦ θαυματουργοῦ Δημητρίου.

22. Εἶναι καλύτερα ὅμως νὰ λέμε ἐκεῖνο τὸν λόγο, ὅτι δηλαδὴ ὁ Κύριος θὰ πραγματοποιήσει τὸ θέλημα αὐτῶν ποὺ τὸν σέβονται· καὶ στοὺς ἁγίους του στὴν γῆ ἔκανε θαυμαστὰ ὅλα τὰ θελήματά του μὲ αὐτούς. Τί καλὸ περιεχόμενο καὶ πραμάτεια εἶχε ἐκεῖνος, τί ἄθληση καὶ τί σύνεση! Μὲ λίγο αἷμα πῆρε ὡς ἀντάλλαγμα τὴν οὐράνια βασιλεία, μὲ τοὺς προσκαίρους πόνους, τὴν ἀπέραντη εὐφροσύνη καὶ μὲ τὴν πολὺ σύντομη ζωή του τὴν μακραίωνη καὶ ἀτελεύτητη ζωή.

23. Ἂς μιμηθοῦμε λοιπὸν μὲ ζέση τὸν Δημήτριο κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅσοι συγκεντρωθήκαμε καὶ τιμοῦμε τοὺς ἄθλους του καὶ πανηγυρίζουμε γι᾿ αὐτοὺς μὲ λαμπρὸ τρόπο. Ἂς σπεύσουμε καὶ στὴν θεωρία καὶ στὴν πράξη, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν κερδίσουμε τὴν ἴδια δόξα μὲ ἐκεῖνον, εἶναι βέβαια ὑπερβολικὸ νὰ ποῦμε αὐτὸ τὸ πράγμα, ἀλλὰ τουλάχιστον μικρότερη. Ἂν ὅμως δὲν κερδίσουμε οὔτε αὐτή, διότι καὶ αὐτὸ μᾶς εἶναι ἀρκετὸ λόγω τῆς νωθρότητας ποὺ ἔχουμε, τουλάχιστον, ἐπειδὴ νομίζουμε ὅτι πανηγυρίζουμε ἀντάξια καὶ θεάρεστα γιὰ ὅσα ὁ Θεὸς χαίρεται μαζὶ μὲ τὸν μάρτυρα καὶ ὅτι ἑορτάζουμε μὲ θεϊκὸ τρόπο, νὰ μὴν ἐπιθυμοῦμε περισσότερο τὶς ἡδονὲς χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε καὶ νὰ χαριζόμαστε πιὸ πολὺ στοὺς δαίμονες καὶ νὰ πάθουμε τὸ ἴδιο πράγμα μὲ αὐτοὺς ποὺ κινδυνεύουν στὸ λιμάνι καὶ προσβάλλονται ἀπὸ ἀθεράπευτες ἀσθένειες στὸ ἰατρεῖο.

24. Ἔχουμε συνεργὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὶς καλὲς πράξεις, μὲ τὶς προσευχὲς τῆς Θεοτόκου, τῶν ἐπουρανίων τάξεων, τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν προφητῶν καὶ τῶν μαρτύρων καὶ τῶν αἰώνια ἁγίων, καὶ αὐτὸν ποὺ τώρα τελοῦμε τὴν μνήμη του νὰ ἱκετεύει συνέχεια γιὰ χάρη μας. Χαίρεται ὁ κόσμος τῶν ἁγίων μὲ κάθε τρόπο καὶ σὲ κάθε ἐποχὴ ἀπὸ κάθε ἡλικία καὶ τάξη, διότι βλέπουν τὸ πλῆθος τους νὰ δυναμώνει καὶ νὰ αὐξάνεται, σὰν νὰ καταλαβαίνουν ὅτι ἡ πολυπληθὴς μερίδα ποὺ βρίσκεται ἀριστερὰ τοῦ Θεοῦ πάλι εἶναι σκυθρωπή.

25. Ὅμως, Δημήτριε, κόσμημα καὶ ὀμορφιὰ τῶν ἀθλητῶν, ξαναγυρίζω σὲ σένα πιὰ καὶ στρέφω τὸν λόγο πρὸς τὰ ἐπάνω, διότι ἔχω λυγίσει περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν ἀγάπη μου γιὰ σένα, καὶ ἐπιθυμῶ πιὸ πολὺ νὰ ἀναπνέω ἐσένα παρὰ τὰ εὐωδιαστὰ ἀρώματα, εὐσεβὲς καὶ εὐγενέστατο βλάστημα ἀπὸ εὐσεβῆ καὶ εὐγενικὴ ρίζα, κατάφορτο ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς ἀθλήσεως, λαμπρὲ καὶ στὰ δύο καὶ ἐνδοξότατε σὲ ὅλα καὶ ὁλόφωτη λαμπάδα τῶν χριστιανῶν, καταστροφὴ τῆς ἀσέβειας καὶ τοῦ Μαξιμιανοῦ, δάσκαλε καὶ σύμμαχε τοῦ Νέστορα καὶ πρόξενε τῆς ἀθλήσεως καὶ ἰσχυρότατε καταστροφέα τῆς ἀλαζονείας τοῦ Λυαίου, σὺ ποὺ ἀπεικόνισες τὸ πάθος τοῦ Δεσπότη καὶ πληγώθηκες μὲ τὶς λόγχες στὴν πλευρά, ὅπως ἐκεῖνος καὶ γιὰ τὸ αἷμα ποὺ ἔχυσες τότε ἀναβλύζεις τώρα σὰν κρουνὸς τὸ εὐωδέστατο καὶ ἰαματικὸ μύρο, σὺ ποὺ περιπολεῖς μὲ τὸ πνεῦμα σου τοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ παρευρίσκεσαι μαζί τους στὸν ἀκλόνητο θρόνο τοῦ Θεοῦ, καὶ χάρισες σὲ μᾶς καὶ τὴν πόλη σου τὸ μαρτυρικότατο σῶμα σου σὰν ἀκένωτο θησαυρό, τὸ ἀνυπολόγιστο πέλαγος τῶν ἄπειρων καὶ πιὸ μεγάλων θαυμάτων, σὺ ποὺ μοίρασες σωστὰ τὸν ἑαυτό σου στὴν γῆ καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ καθόλου δὲν ἀπουσιάζεις, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πάνω ἐποπτεύεις καὶ κάτω φροντίζεις τὴν πόλη σου, φιλοπόλι καὶ φιλάνθρωπε ποὺ ἐπαναφέρεις σύντομα τὴν συμπάθεια τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὑποχωρεῖ μερικὲς φορὲς ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μας, εἴθε νὰ δέχεσαι τοὺς λόγους καὶ τοὺς ἐπαίνους μας ποὺ προσφέρονται στὴν λαμπρὴ μνήμη τῶν ἀγώνων σου, ὅπως ὁ ἀθλοθέτης Χριστὸς ἔπλεξε τὸν ἔπαινο τῶν νηπίων, καὶ ἂν δὲν φτάνουν τὴν δική σου ἀξία, ὅμως δὲν ὑστεροῦν στὴν ἀγαθή μας πρόθεση· ρίξε ἕνα βλέμμα λοιπὸν ἀπὸ τὸν οὐρανό, κατέβα γιὰ λίγο ἐδῶ μαζί μας καὶ δὲς τὴν ἀγάπη τῆς πόλεώς σου γιὰ σένα, παρατήρησε τὶς μελωδίες τῶν συγκεντρωμένων, τὸ ἱερότατο ποίμνιό σου νὰ συμμετέχει στὸ πνευματικὸ συμπόσιο μαζὶ μὲ τὸν ἱεράρχη στὴν μνήμη σου, ὁλόκληρο τὸν ναό σου νὰ φωτίζει ὅλους τοὺς παρόντες ἀπὸ τὴν ἄφθονη φωτοχυσία, τὴν εὐωδία ἀπὸ τὰ θυμιάματα νὰ γεμίζει τὸν ἀέρα καὶ κάθε ἡλικία καὶ τάξη νὰ ἐπικροτοῦν μὲ μεγάλη χαρὰ τοὺς ἄθλους σου. Σχεδὸν σήμερα ἡ γῆ μιμεῖται τὸν οὐρανὸ καὶ ἡ ἁπλωμένη λαμπρότητα στὸν ναὸ τοῦ καλλινίκου σώματός σου κάνει ὁλοφάνερη τὴν ἐκεῖ λάμψη τοῦ φωτὸς ποὺ προστίθεται σὲ σένα ἀπὸ τὸν Θεό.

26. Εἴθε νὰ ἀνταμείβεις ἐπάξια ὅλους, μοιράζοντας τὶς προσφορές σου καθημερινὰ στὸν καθένα. Πρῶτα στεφάνωσε τοὺς πιστοὺς βασιλιάδες μας μὲ νίκες· διότι καὶ οἱ ἴδιοι ἐπίσης τιμοῦν ξεχωριστὰ τὴν πανηγυρική σου ἑορτή. Ὑπόταξε στὰ πόδια τους τὰ στρατεύματα τῶν ἐχθρικῶν ἐθνοτήτων, παράτεινε εἰρηνικὰ τὴν ὑπόλοιπη ζωή τους, ἐνισχύοντάς τους μὲ τὴν ὀρθοδοξία, καὶ ρυθμίζοντάς την μὲ τὴν σωστὴ διοίκηση.

27. Ἀπομάκρυνε τὰ σκάνδαλα τῶν Ἐκκλησιῶν, συμμάχησε μὲ τὸν στρατὸ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, δίνε συνεχῶς τὴν χάρη σου, ποὺ βοηθεῖ μὲ κάθε τρόπο, στὸν ποιμένα καὶ ἱεράρχη τῆς πατρίδας σου, ἐποπτεύοντας μαζὶ μὲ τὸν ἱεράρχη, βοηθώντας τὸ ποίμνιο νὰ εἶναι σὲ ἐπαγρύπνηση καὶ νὰ τὸν σέβεται, προετοιμάζοντάς τον νὰ διδάσκει τὸ ποίμνιο μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ τὸ ἀποδείξει πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τοὺς λύκους ποὺ καταστρέφουν τὴν ψυχή, καὶ νὰ τὸ ὁδηγήσει στὴν οὐράνια μάνδρα. Παρηγόρησε ὅσους βρίσκονται σὲ στενοχώριες, βοηθώντας ἀνάλογα πλούσιους καὶ φτωχούς, κάνοντας συνετοὺς καὶ τοὺς γέρους καὶ τοὺς νέους στὰ καθήκοντά τους, ἀξιώνοντας κάθε ἡλικία μὲ πολὺ μεγάλη φροντίδα γιὰ τὴν δωρεὰ τῶν χαρίτων σου.

28. Γιὰ ὅλα αὐτά, εἴθε νὰ μᾶς χαρίσεις τὴν νίκη κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ τῶν παθῶν καὶ ὅταν λίγο ἀργότερα ἀποδημήσουμε ἐκεῖ, νὰ μᾶς κάνεις δεξιοὺς παραστάτες τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ μὲ τὶς παρακλήσεις σου, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ συμμετέχουμε σὰν ἀσήμαντοι δοῦλοι σου στὴν αἰώνια καὶ θεία λαμπρότητα, μὲ τὴν χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔχει τὴν δόξα καὶ τὴν δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.