Περί της αργίας της Κυριακής

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

«Ἡ πρώτη κτίσις τήν ἀρχήν ἀπό Κυριακῆς λαμβάνει, (δῆλον δέ ἀπό γάρ ταύτης ἑβδόμη τό Σάββατον γίνεται, κατάπαυσις οὖσα τῶν ἔργων), οὕτω καί ἡ δευτέρα (κτίσις) πάλιν ἐκ τῆς αὐτῆς ἄρχηται, πρώτη οὖσα τῶν μετ’ αὐτήν, καί ὀγδοάς ἀπό τῶν πρό αὐτῆς, ὑψηλῆς ὑψηλοτέρα, καί θαυμασίας θαυμασιωτέρα. Πρός γάρ τήν ἄνω φέρει κατάστασιν». (Ἅγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς τήν καινήν Κυριακήν, Λόγος ΜΔ’, § Ε’, PG 36, στ. 612C).

Ἡ «ὁμῆλιξ τοῦ φωτός, ἁγία Κυριακή, ἡ τῇ ἀναστάσει τοῦ Κυρίου τετιμημένη» (Μ. Βασίλειος) σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς ἁγίας ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἀλλά καί τήν μακραίωνη ἐθιμική παράδοση τοῦ τόπου μας θεωρεῖται ἡμέρα ἱερή καί σεβασμία. Εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἡμέρα τοῦ Κυρίου, πού τιμήθηκε μόνη ἀπό ὅλες τίς ἡμέρες τοῦ ἑβδοματικοῦ χρόνου μέ αὐτό τοῦτο τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας. Εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, «ἡ μιᾷ τῶν Σαββάτων» ἀλλά καί ἡ ὀγδόη αὐτῆς, ἡ προεικόνιση τῆς ἀλήκτου καί ἀνεσπέρου ἡμέρας τοῦ Κυρίου, ἡ προτύπωση τοῦ ὄγδοου καί ἀτελεύτητου αἰῶνος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ Κυριακή ἡμέρα, κατά τόν ἱερό Γρηγόριο τόν Θεολόγο ὑπεμφαίνει τήν πρώτη δημιουργία τοῦ κόσμου ἀλλά καί τήν διά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἀναδημιουργία καί ἀνάπλασή του. Ἡ ἁγία αὐτή ἡμέρα μυσταγωγεῖ στόν κόσμο τό θαῦμα τῆς ἑβδομαδιαίας λειτουργικῆς ἀναμνήσεως τοῦ θείου Πάσχα, τήν τελείωση καί τήν πλήρωση τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας Ἀναστάσεως.

Ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἀπό τοῦ πρώτου ἀκόμα αἰῶνος (Ἀποκ. α’, 10), προέκρινε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς ἀπό τίς ὑπόλοιπες τῆς ἑβδομάδος καί τήν ἀφιέρωσε λειτουργικῶς καί ἑορτολογικῶς στό ὑπερφυές καί φιλανθρωπότατο μυστήριο τῆς πανενδόξου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας, ἀπό τῆς ὁποίας «τό ἀείζωον, ἡ ἀφθαρσία τε καί τό ἀθάνατον ἐπήγασεν» (Μητροπολίτου Φιλαδελφείας Μακαρίου Χρυσοκεφάλου (1336-1382), λόγος θ’, Εἰς τάς Μυροφόρους).

Ἡ ἁγία ἡμέρα τῆς Κυριακῆς καθώς εἶναι ἡ πρώτη καί μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς δεσποτικές ἑορτές τοῦ χρόνου, ὡραΐζεται καί μεγαλύνεται μέ τά προνόμια, κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, τῆς θείας Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος, καί καθώς ὑπηρετεῖ βαθύτατους συμβολισμούς καί νοήματα ὑψηλά, τιμήθηκε ὑπερβαλλόντως ἀπό τήν συνείδηση τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Σώματος μέ λειτουργική, ἱστορική, πνευματική καί ἠθική περιωπή καί δόξα. Ἡ κατ’ ἐξοχήν αὐτή πανσεβάσμιος ἡμέρα τῶν λειτουργικῶν συνάξεων τοῦ Κυριακοῦ Σώματος, ἡ ἀείροος πηγή τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ἡ τετιμημένη ἡμέρα τῆς καταπαύσεως καί τοῦ ἁγιασμοῦ, ἡ ἔμπνευσις τῶν θεοφόρων Πατέρων μας, ἡ ἁγία ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, «ἡ ὕπατος πασῶν τῶν ἡμερῶν», εἰσοδεύει τήν ζωή τῶν πιστῶν στήν κατόπτευση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καί χειραγωγεῖ πρός τήν «τοῦ Θεοῦ ἀνάνευσιν» καί θεωρία.

Γιά ὅλους τούς παραπάνω λόγους ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας ἐνωρίτατα καί ἐκ λόγων φιλανθρωπίας ἀνέδειξε τήν ἀξία τῆς Κυριακῆς ὡς ἡμέρας δοξολογίας, ἁγιασμοῦ, ἀναπαύσεως, πνευματικῆς καί σωματικῆς ἀνασυγκροτήσεως, ὁριοθετήσεως τοῦ ἀληθοῦς νοήματος τῆς ζωῆς μας, ἀνακαλύψεως τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἐξόδου μας ἀπό τήν φιλαυτία καί φιλαργυρία, συναντήσεώς μας «ἐν παροξυσμῷ ἀγάπης» μετά τοῦ Θεοῦ καί τῆς εἰκόνος Του, τοῦ ἀνθρώπου. Ἰδού τί λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς περί τῆς Κυριακῆς: «Ταύτην, τοίνυν, τήν ἡμέραν (τήν Κυριακήν) ἁγιάσεις καί βιοτικόν πᾶν ἔργον οὐ ποιήσεις, χωρίς τῶν ἀναγκαίων, καί τοῖς ὑπό σέ καί μετά σοῦ πᾶσιν ἄνεσιν παρέξεις, ἵν’ ὁμοῦ δοξάσητε τόν τῷ οἰκείῳ θανάτῳ κτησάμενον ἡμᾶς καί ἀναστάντα καί συναναστήσαντα τήν ἡμετέραν φύσιν… Καί προσκαρτερήσεις ἐν αὐτῇ τῷ τοῦ Θεοῦ ναῷ καί ταῖς ἐν αὐτῷ συνάξεσι παραμενεῖς καί μεταλήψῃ ἐν εἰλικρινεῖ πίστει καί ἀκατακρίτῳ συνειδότι τοῦ ἁγίου σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ καί ἀρχήν ἀκριβεστέρου βίου ἄρξῃ καί ἀνακαινίσεις σεαυτόν καί ἑτοιμάσεις πρός ὑποδοχήν τῶν μελλόντων αἰωνίων ἀγαθῶν» (Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Δεκάλογος τῆς κατά Χριστόν νομοθεσίας. Φιλοκαλία, τ. Δ’, ἔκδ. Ἀστήρ, Ἀθήνα 1976, σ. 118-119). Στήν ἴδια πνευματική γραμμή καί ἀπό τήν αὐτή κοινωνική εὐαισθησία, χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ εὐρύτατου πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας μας ἐμφορούμενος, κινεῖται καί ὁ σοφός Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Εὐσέβιος, τονίζοντας: «Μή παρέλθῃς τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου, μή κλέψῃς τήν ἡμέραν αὐτοῦ, μή ἀποστερήσῃς τοῖς μισθίοις σου τήν ἀνάπαυσιν, μή χωρισθῇς τῆς εὐχῆς, μή ἀποστῇς τῆς Ἐκκλησίας» (Εὐσεβίου Ἀλεξανδρείας, PG 86 A, στ. 421Α).

Ἡ ἁγία ἡμέρα τοῦ Κυρίου, ἡ σεπτή Κυριακή, τό ἑβδομαδιαῖο Πάσχα προβάλλει ἐνώπιόν μας ὄχι μόνον ὡς μία ἀνθρώπινη ἀναγκαιότητα γιά ἀνάπαυση «ἀπό τῶν κόπων τῆς πολυμόχθου σαρκός» καί ἀνασυγκροτήσεως τῆς προσωπικῆς, οἰκογενειακῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς μας, ἀλλά πρωτίστως ὡς ἕνα πνευματικό αἴτημα δοξολογίας τοῦ ἁγίου Θεοῦ καί ἁγιασμοῦ τῆς ὑπάρξεώς μας διά τῆς ἐμπροϋποθέτου συμμετοχῆς μας στήν ψυχοτρόφο Τράπεζα τοῦ Κυρίου μας, ἀποφυγῆς τῆς ἁμαρτίας, ἀσκήσεως τῆς φιλανθρωπίας καί ἐπαναριοθετήσεως σύνολης τῆς ζωῆς μας στήν προοπτική τῆς αἰωνιότητος. Ἡ Κυριακή εἶναι πολύ περισσότερο ἀπό μία ἀργία κοσμική. Εἶναι πρόγευση τῆς αἰωνιότητος, ὑπόθεση πνευματικῆς ἐργασίας, πλησμονή ἀνναστασίμου χαρᾶς, ἀφορμή ἁγιασμοῦ, εὐκαιρία μετανοίας, ἐπιλογή ζωῆς, εὐωδία Παραδείσου, πρόσκληση αἰωνιότητος, συνάντηση Θεοῦ.

Γιά τοῦτο τόν λόγο μόνο ἀπορία καί βαθύτατο προβληματισμό προκαλεῖ ἡ ἐπιχειρούμενη τελευταίως σταδιακή κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς ὥστε, ὡς ὑποστηρίζεται νά ἀνακάμψει οἰκονομικά ἡ δύστηνος πατρίδα μας. Σέ ἐποχές κρίσεων, ὅπως σήμερα, εἶναι τουλάχιστον ἀκατανόητο νά μήν ἐνισχύονται τά πνευματικά καί ἠθικά θεμέλια τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, νά περιορίζονται τά ὅρια τῆς ζωῆς, νά ἰσοπεδώνεται ἡ ἐλπίδα, νά ἀφαιρεῖται ἡ προοπτική, νά ἀποϊεροποιεῖται ὁ ἄνθρωπος, νά πλήττεται ὁ ἱερός θεσμός τῆς οἰκογένειας, νά «θεοποιεῖται» τό χρῆμα καί τό κέρδος, νά μεταπίπτει ὁ ἄνθρωπος σέ παραγωγική μηχανή καί λογιστική μονάδα. Εὐθύνη μας εἶναι νά ἀνακαλύψουμε τήν ὀμορφιά τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου, νά γνωρίσουμε τούς ὑψηλούς πνευματικούς συμβολισμούς καί τήν ἀτίμητη ἀξία γιά τήν ζωή μας συνολικῶς, τῆς σεπτῆς αὐτῆς ἡμέρας πού λαμπρύνεται μέ τά ἀκριβά προνόμια τοῦ ὑπερφυοῦς μυστηρίου τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Σερρῶν καί Νιγρίτης Θεολόγος

Το μυστήριο της Εκκλησίας

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

«Ἐν Ἐκκλησίαις εὐλογεῖτε τόν Θεόν».
Ψαλμ. 67,27

Ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία εἶναι θεανθρωπίνη πραγµατικότητα, ἡ ὁποία δέν µπορεῖ οὔτε νά περιγραφεῖ µέ σαφήνεια, οὔτε πολύ περισσότερο νά ὁρισθεῖ μέ ἀκρίβεια. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι µυστήριο ἀπροσπέλαστο ἀπό τήν ἀνθρώπινη διάνοια, βιούµενο µόνο διά τῆς πίστεως. Τό µυστήριο µάλιστα τῆς Ἐκκλησίας συνάπτεται στενότατα µέ τό ὑπέρξενο µυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Ὁ νέος ὅσιος πατήρ τῆς Ἐκκλησίας µας, π. Ἰουστῖνος (Πόποβιτς) ἔγραφε ὅτι: «Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό ἁγιώτατον καί προσφιλέστατον µυστήριον τοῦ Θεοῦ, µυστήριον τῶν µυστηρίων, ἤ µᾶλλον παµµυστήριον τῶν παµµυστηρίων». Κατά τά ἀνωτέρω ἀκριβής ὁρισµός τῆς Ἐκκλησίας δέν µπορεῖ νά δοθεῖ. Αὐτό ὅµως πού θά µπορούσαµε νά ποῦµε εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Κοινωνία θεώσεως», ἀλλά καί τό πραγµατικό καί πανάγιο Σῶµα τοῦ Σωτῆρος µας, Ἰησοῦ Χριστοῦ, στό ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὡς ἡ πανακήρατη Κεφαλή του καί µέσα ἀπό τά ἅγια μυστήρια, µᾶς συσσωµατώνει καί µᾶς κάνει ὀντολογικῶς τίμια µέλη Του. Διά δέ τοῦ Χριστοῦ καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέσα στήν Ἐκκλησία ἔχουμε τήν προσαγωγή πρός τόν Θεό Πατέρα. Μέ ἰδιαίτερη σαφήνεια ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος σηµειώνει ὅτι «Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός, ὁ µεθ’ ἡµῶν ὤν καί εἰς τούς αἰῶνας παρατεινόµενος». Ἡ ταυτότητα δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτός ὁ Κύριος Ἰησοῦς.

Ἡ ἁγία Ἐκκλησία ἔχει τήν ἀρχή της πρίν τήν δηµιουργία τοῦ κόσµου. Ὁ µεταποστολικός ἐκκλησιαστικός συγγραφέας Ἑρµᾶς λέγει χαρακτηριστικῶς ὅτι ὁ Θεός ἔκτισε «τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν αὐτοῦ ἐν τῇ ἰδίᾳ σοφίᾳ καί προνοίᾳ». Ἡ Ἐκκλησία «πάντων πρώτη ἐκτίσθη διά τοῦτο καί πρεσβυτέρα καλεῖται». Τό ἀειθαλές, εὐσκιόφυλλο καί εὐρύχωρο δένδρο τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τήν ρίζα του στό µυστήριο τῆς Ὑπερουσίου Τριάδος. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει οὐράνια τήν καταγωγή, γι’ αὐτό καί ἔχει ὡς σκοπό νά προετοιµάζει οὐρανοπολίτες. Τόν πανάγιο Οἶκο Του, τήν Ἐκκλησία, τήν ἔκτισε «ὁ Πατήρ διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύµατι, ὡς τήν πρώτην καί σπουδαιοτάτην καί προσφιλεστάτην κτίσιν καί δηµιουργίαν Του» (Ἰω. Καρµίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία). Ἡ Ἐκκλησία εἶχε τό πρῶτον ἀποτελεσθῆ ἀπό τούς οὐρανίους χορούς τῶν πλησιοθέων Ἀγγέλων. Ἀργότερον, καί µετά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου προσετέθησαν σ’ αὐτήν καί οἱ βαπτισθέντες στό ὄνοµα τῆς Παναγίας Τριάδος ἄνθρωποι. Ὡς γενέθλιος ἡµέρα τῆς ἐπί γῆς φανερώσεως τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖται ἡ ἁγία Πεντηκοστή, ὅταν τό Πανάγιο Πνεῦµα ἐπεφοίτησε στούς ἁγίους Ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ. Κατ’ ἀκρίβεια, ἡ Ἐκκλησία ὡς ἐγκόσµια πραγµατικότητα, χωρίς ποτέ νά εἶναι «ἐκ τοῦ κόσµου τού του», ἀλλά ἀποτελοῦσα τόν κόσµο (τό στολίδι) τοῦ κόσµου, παρουσιάζεται ὡς «καρπός τῆς ἐµφανίσεως τοῦ Χριστοῦ» (Παν. Τρεµπέλα, Δογµατική).

Μέσα στήν Ἐκκλησία συγκροτεῖται ἡ οἰκογένεια τῶν διεσκορπισµένων παιδιῶν τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα συγκεντρώνονται ἀπό τόν Χριστόν καί διά τοῦ Χριστοῦ «εἰς ἕν». ΣτήνἘκκλησία γινόµεθα καί πάλιν «οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. β΄ 19) καί λαός Του περιούσιος. Ἡ τρισευδαίµων κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου µετά τοῦ Θεοῦ, πού ὑπῆρχε στόν Παράδεισο καί διεκόπη «φθόνῳ καί συνεργίᾳ τοῦ Διαβόλου» λόγῳ τῆς προπατορικῆς ἁµαρτίας, ἀποκαθίσταται διά τοῦ Χριστοῦ µέσα στήν Ἐκκλησία.

Μέ τό ἅγιο, ὀρθόδοξο βάπτισμά μας στό ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος εἰσερχόμεθα στήν Ἐκκλησία καί πολιτογραφούμεθα στήν οὐράνια πατρίδα. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὅλοι οἱ πιστοί εἴμεθα «ἕν σῶμα καί ἕν πνεῦμα καθώς καί ἐκλήθημεν ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ἡμῶν. Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα…ὅτι εἷς Ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμέν…». (Α΄ Κορ. Ι΄,1617).

Ὁ πιστός ἄνθρωπος ὡς τίµιο, ζωντανό καί ἀγωνιζόµενο µέλος τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ συµφιλιώνεται διά τοῦ Χριστοῦ µέ τόν Θεό Πατέρα, δικαιώνεται, ζωοποιεῖται, φωτίζεται, ἁγιάζεται, σώζεται, χριστοποιεῖται, ἀπολαµβάνει τῆς θείας υἱοθεσίας, γίνεται κληρονόµος Θεοῦ καί συγκληρονόµος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ χριστιανός γίνεται «θείας κοινωνός φύσεως» (Β΄ Πέτρου 1,4) καί ἀλληλοπεριχωρεῖται «ἐν παροξυσµῷ ἀγάπης» (Ἑβρ.10,24) µέ τόν συνάνθρωπόν του, ὑπερβαίνει τόν ἀτοµισµό καί τή φιλαυτία του καί ζεῖ τήν θαλπωρή καί τήν ἀσφάλεια τῆς ἐν Χριστῷ οἰκογενείας. Τό νά εἴµεθα ὀντολογικῶς καί χαρισματικῶς ἐνσωματωμένοι ὡς µέλη στό πανακήρατο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, συµφώνως µέ τήν ὀρθόδοξη πίστη µας εἶναι βασική προυπόθεση σωτηρίας µας. Γιά αὐτό καί στό ἱερώτατο Σύµβολο Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως µετά τήν πίστη µας στήν Παναγία Τριάδα, ὁµολογοῦµε ἐπίσης καί διακηρύσσουµε τήν πίστη µας «εἰς µίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Αὐτή εἶναι ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία µας. Ἡ μία καί μοναδική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ µεταποστολικός Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας µας ἅγιος Κυπριανός σηµειώνει ὅτι: «ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία» καί ὅτι: «δέν µπορεῖ νά ἔχει τόν Θεόν πατέρα ἐκεῖνος, πού δέν ἔχει τήν Ἐκκλησία µητέρα». Σέ κάθε εὐχαριστιακή Σύναξη βεβαιωνόµεθα, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅτι δέν εἴµεθα ἄτοµα ἀποκεκοµµένα ἀπό τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπό µας, ἀλλά κοινωνία ἁγίων, οἰκογένεια Θεοῦ, Σῶµα Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ συµµετοχή µας στήν θεία Λειτουργία, πού εἶναιὁ πλέον αὐθεντικός τρόπος φανερώσεως καί πραγματώσεως τοῦ µυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, δέν συνιστᾶ κατά κανένα τρόπο µία τυπική ἐκπλήρωση ἑνός κάποιου θρησκευτικοῦ καθήκοντος, ἀλλά αὐθεντικός τρόπος ὑπάρξεως καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση σωτηρίας, ζωῆς καί ἁγιασμοῦ. Ἡ ὀρθόδοξη λειτουργική ζωή, ἔχουσα ὡς κύριο σκοπό τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, μέ τόν εὐχαριστιακό καί δοξολογικό της χαρακτῆρα, διασώζει τήν ὅλη ἐσχατολογική προοπτική. Μέσα στήν Ἐκκλησία, καί μάλιστα κατά τήν θεία Λειτουργία, «ἡ παροῦσα ζωή λογίζεται ὡς ἡ ἀπαρχή καί ἡ πρόγευση τῆς μέλλουσας καί ἡ μέλλουσα ἡ συνέχεια τῆς παρούσας. Ἡ ἀρμονική αὐτή σύνθεση παρούσας καί μέλλουσας ζωῆς, χρόνου καί αἰωνιότητας ἐκφράζεται στήν ἐν Χριστῷ ζωή» (Καθ. Γ. Μαντζαρίδης). Αὐτή ἡ ζωή καταρτίζει τόν πιστό «πρός τόν ἐξ ἀναστάσεως βίον» (ὅ. π.). Διά τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του ὁ Κύριός μας «Ἐκκλησίας σάρκα ἀνέλαβεν» (ἱερός Χρυσόστομος) καί ἦλθεν «εἰς τά ἴδια» (Ἰω. 1,11). Ἡ κάθε θεία Λειτουργία εἶναι μία πραγματική ἁγία Ἀναφορά,δηλαδή μία πνευματική ἄνοδος, ἀνύψωσις τῶν πιστῶν στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ Πατρός. Δέν ἀναφέρονται μόνον, διά τῆς θείας ἐπικλήσεως τά τίμια δῶρα στό ὑπερουράνιο θυσιαστήριο,ἀλλά ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος. Τό θειότατο μυστήριο τῆς πανιέρου λειτουργίας ὑποστασιοποιεῖ τό μυστήριο τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ· εἶναι ἡ ἱερά εἰκών τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ἀνάμεσά μας. Στήν θεία Εὐχαριστία δέν προσεύχεται ἁπλῶς μόνον ὁ λαός τοῦ Θεοῦ. Προσεύχεται πρωτίστως ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ὡς Ἐκκλησία. Ἡ προσευχή τῆς εὐχαριστιακῆς Συνάξεως προσλαμβάνεται καί ἁγιάζεται ἀπό τόν Υἱό, «τόν προσφέροντα καί προσφερόμενον, προσδεχόμενον καί διαδιδόμενον» Χριστόν, καί ἀπό Ἐκεῖνον ἀναφέρεται προσφέρεται στόν Θεό Πατέρα. Ὁ Πατήρ δέχεται αὐτή τήν ἁγία Ἀναφορά τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Του καί ἐν τῷ Προσώπῳ Του δέχεται καί ὅλους ἐμᾶς πού ἀποτελοῦμε μέλη τοῦ Παναγίου Σώματός Του. Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ πανίερος προσαγωγή – προσφορά τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ στόν Πατέρα. Ὁ Υἱός προσφέρει καί ἱερουργεῖ τό θεῖο μυστήριο, ὡς ὁ μοναδικός«μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων» (Α΄ Τιμ. β΄, 5)καί Μέγας Ἀρχιερεύς. Εἶναι ἄλλωστε ὁ μόνοςπού μπορεῖ νά εἰσακουσθεῖ ἀπό τόν Πατέρα. Ὁ Θεός ἀναπαύεται εἰς τόν κατά φύσιν Υἱόν τῆς εὐδοκίας Του τόν ἀγαπητόν καί προσλαμβάνει καί ὅλους ἐμᾶς ὡς κατά χάριν υἱούς στό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ Του. Ὁ Πατήρ μᾶς ἀναγνωρίζει ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Υἱοῦ Του καί ἔτσι ἑνούμεθα μέ τόν Θεόν.

Σκοπός τῆς τελέσεως τοῦ Εὐχαριστιακοῦ μυστικοῦ Δείπνου εἶναι ἡ συμμετοχή μας στήν Τράπεζα τοῦ Κυρίου καί δι’ αὐτῆς ἡ θέωσίς μας. Τήν ἀθάνατη καί ψυχοτρόφο Τράπεζα ὁ δειπνοκλήτωρ Κύριός μας τήν ἑτοιμάζει ὁ ἴδιος γιά ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του καί τά καλεῖ νά γίνουν κοινωνοί «τροφῆς αἰωνιζούσης». Ἡ θεία Κοινωνία δέν εἶναι μόνον τροφή ἁγίων, ἀλλά καί φάρμακο τῶν μετανοούντων καί οὐράνια ἐνίσχυση τῶν ἀγωνιζομένων πιστῶν. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ χριστιανοί μας συχνά προβληματίζονται ὡς πρός τήν συχνότητα προσελεύσεως στήν θεία Κοινωνία. Τήν αὐθεντική ἀπάντηση στήν παραπάνω ἀπορία τήν δίδει ὁ Οἰκουμενικός διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, λέγων: «Πολλοί μεταλαβαίνουν μία φορά τόν χρόνο, ἐνῶ ἄλλοι δύο καί ἄλλοι πολλές φορές… Ποιούς θά ἀποδεχθοῦμε;… Οὔτε αὐτούς πού μεταλαβαίνουν μία φορά, οὔτε αὐτούς πού μεταλαβαίνουν πολλές, οὔτε αὐτούς πού μεταλαβαίνουν λίγες φορές, ἀλλά ἐκείνους πού μεταλαβαίνουν μέ καθαρή συνείδηση, μέ καθαρή καρδιά καί μέ ζωή ἀνεπίληπτη. Ὅσοι εἶναι καθαροί ἄς πλησιάζουν πάντοτε, ἐνῶ ὅσοι δέν εἶναι καθαροί, ἄς μήν προσέρχονται οὔτε μία φορά. Διότι λαμβάνουν γιά τούς ἑαυτούς τους καταδίκη καί κατάκριση καί κόλαση καί τιμωρία». Σωζόµεθα λοιπόν ἐπειδή εἴµεθα µέλη τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, «τῆς νύµφης τοῦ Χριστοῦ» τήν ὁποία αὐτός ὁ Κύριός μας «περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵµατος» ( Πραξ. Κ΄, 28) καί κυρίως διότι διά τῆς ἐμπροϋποθέτου μετοχῆς μας στό Κυριακό δεῖπνο γινόμεθα «σύσσωμοι καί σύναιμοι» μέ τόν Κύριό μας. «Διά δέ τῆς ἁγίας μεταλήψεως τῶν ἀχράντων καί ζωοποιῶν μυστηρίων τήν πρός αὐτόν κατά μέθεξιν ἐνδεχομένην δι’ ὁμοιότητος κοινωνίαν τε καί ταὐτότητα, δι’ ἧς γενέσθαι θεός ἐξἀνθρώπου καταξιοῦται ὁ ἄνθρωπος» τονίζει ὁἍγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (P.G. 049 24.4724.50). Μέσα ἀπό τήν μελέτη τῆς διδασκαλίαςκαί τῆς ζωῆς τῶν θεοφόρων Πατέρων τῆςἁγίας ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας διαπιστώνουμε ὅτι στούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες ἡ συμμετοχή τῶν πιστῶν στό Κυριακό Δεῖπνο ἦταν συνεχής. Ἡ προσέλευση στό Ποτήριον τῆς ζωῆς εἶναι τό κέντρο καί ὁ σκοπός τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς καί προσπαθείας. ΤόΔεσποτικό Σῶμα καί Αἷμα δέν εἶναι μόνον ὁστέφανος τῶν τελείων, ἀλλά καί τό φάρμακο τῶν ἀσθενούντων καί ἡ στοργική ἀγκάλη τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ γιά τούς εἰλικρινῶς μετανοοῦντες.

Ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι κατά τόν θεῖο Ἀπόστολο Παῦλο «στῦλος καί ἑδραίωµα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. 3,15). Αὐτή τή σώζουσα τόν ἄνθρωπο ἀλήθεια διαφυλάσσει, δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, ἀκέραιη καί ἀνόθευτη, ἡ ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία µας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεµελιωµένη ἀµετακίνητα πάνω στήν ἀκρογωνιαία πέτρα τῆς πίστεως, στόν θεάνθρωπο Κύριο καί Σωτῆρα µας, Ἰησοῦ Χριστό, στό «μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον» (Α΄ Τιμ.3,16). Χριστιανός «ἀσύνακτος», «ἀνεκκλησίαστος» δέν νοεῖται οὔτε καί µπορεῖ νά ὑπάρξει. Ἡ δέ «ἁγιοφόρος καί θεοπρεπεστάτη κιβωτός τῆς σωτηρίας µας», ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι ἕνας ἀνθρώπινος θεσµός, φιλανθρωπικό ἵδρυµα, σωµατεῖο, λέσχη εὐσεβῶν ἀνθρώπων, ἠθικοπλαστικός σύλλογος, ἀλλά πρωτίστως καί κυρίως «τό θεότευκτο ἐργαστήριο τῆς σωτηρίας µας», ἡ ὄντως σώζουσα κοινωνία προσώπων ἐν Χριστῷ, ἡ παρατεινομένη στούς αἰῶνες μυστική Τράπεζα τοῦ Κυρίου, μία πραγματική κοινωνία θεώσεως. Ὁ Χριστός εἶναι ἀναποσπάστως συνδεδεμένος μέ τήν Ἐκκλησία Του. Ἡ Ἐκκλησία δέν νοεῖται χωρίς τόν Χριστό. Ἡ θέωση, τέλος, δέν νοεῖται χωρίς τήν Ἐκκλησία.

Αὐτό τό «ἀπ’ αἰῶνος σεσιγηµένο µυστήριο» τῆς Ἐκκλησίας καθίσταται συγκεκριµένη πραγµατικότητα «ἐν χρόνῳ καί τόπῳ» γιά τόν κάθε χριστιανό µέσα στή ἐνορία του, πού εἶναι τό βασικό κύτταρο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Στήν ἐνορία του ὁ κάθε πιστός λαµβάνει πεῖρα τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνα γενικό, ἀόριστο καί ἀφηρηµένο γεγονός, ἀλλά ἡ συγκεκριµένη εὐχαριστιακή Σύναἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία µας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεµελιωµένη ἀµετακίνητα πάνω στήν ἀκρογωνιαία πέτρα τῆς πίστεως, στόν θεάνθρωπο Κύριο καί Σωτῆρα µας, Ἰησοῦ Χριστό,στό «μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον» (Α΄ Τιμ.3,16). Χριστιανός «ἀσύνακτος», «ἀνεκκλησίαστος» δέν νοεῖται οὔτε καί µπορεῖ νά ὑπάρξει.Ἡ δέ «ἁγιοφόρος καί θεοπρεπεστάτη κιβωτός τῆς σωτηρίας µας», ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι ἕνας ἀνθρώπινος θεσµός, φιλανθρωπικό ἵδρυµα, σωµατεῖο, λέσχη εὐσεβῶν ἀνθρώπων, ἠθικοπλαστικός σύλλογος, ἀλλά πρωτίστως καί κυρίως «τό θεότευκτο ἐργαστήριο τῆς σωτηρίας µας», ἡ ὄντως σώζουσα κοινωνία προσώπων ἐν Χριστῷ, ἡ παρατεινομένη στούς αἰῶνες μυστική Τράπεζα τοῦ Κυρίου, μία πραγματική κοινωνία θεώσεως. Ὁ Χριστός εἶναι ἀναποσπάστως συνδεδεμένος μέ τήνἘκκλησία Του. Ἡ Ἐκκλησία δέν νοεῖται χωρίς τόν Χριστό. Ἡ θέωση, τέλος, δέν νοεῖται χωρίς τήν Ἐκκλησία. Αὐτό τό «ἀπ’ αἰῶνος σεσιγηµένο µυστήριο» τῆς Ἐκκλησίας καθίσταται συγκεκριµένη πραγµατικότητα «ἐν χρόνῳ καί τόπῳ» γιά τόν κάθε χριστιανό µέσα στή ἐνορία του, πού εἶναι τό βασικό κύτταρο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Στήν ἐνορία του ὁ κάθε πιστός λαµβάνει πεῖρα τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνα γενικό, ἀόριστο καί ἀφηρηµένο γεγονός, ἀλλά ἡ συγκεκριµένη εὐχαριστιακή Σύναξη στό ὄνοµα τοῦ Χριστοῦ, πού διακονεῖται ἀπό κανονικούς ἱερεῖς πού εἶναι ἑνωµένοι µέ τόν, εἰς τύπο καί τόπο Χριστοῦ εὑρισκόµενο κανονικό Ἐπίσκοπο. Τό σύνολο πάλιν τῶν ἐνοριῶν συγκροτοῦν τήν κάθε τοπική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διά τοῦ Ἐπισκόπου της εἶναι ἑνωµένη µέ τήν ἀνά τήν οἰκουµένη ἁγία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Στή ἐνορία του ὁ κάθε χριστιανός ἀπό τήν στιγμή τῆς βαπτίσεώς του ζεῖ προσωπικῶς καί κοινωνικῶς τό µυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ ἀληθής πνευµατική του οἰκογένεια. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἐνορία ὁ κάθε πιστός ἔχει τήν δυνατότητα νά αἰσθανθεῖ «ἐν ἉγίῳΠνεύµατι» τόν λειτουργό (Ἐπίσκοπο, Ἱερέα) τῆς εὐχαριστιακῆς Συνάξεως ὡς τήν ἔμψυχο εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὡς τόν πνευµατικό του πατέρα καί τούς χριστιανούς ὡς τούς πνευµατικούς του ἀδελφούς. Στόν ἐνοριακό τους Ναό οἱ πιστοί ἑνός συγκεκριµένου τόπου µέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ἐκκλησιοποιοῦνται, χριστοποιοῦνται, ἑνώνονται πνευµατικῶς ,συµπορεύονται, ἀδελφοποιοῦνται, κοινωνοῦν µέ τόνΘεό καί τή σεπτή εἰκόνα Του, τόν ἄνθρωπο, γίνονται διά τῆς συµµετοχῆς τους στά θειότατα µυστήρια διά τῶν ὁποίων «σημαίνεται ἡ Ἐκκλησία» (Ἅγ. Νικόλαος Καβάσιλας) καί µάλιστα σ’ αὐτό τῆς Θείας Εὐχαριστίας «µέτοχοι ζωῆς αἰωνίου». Ἡ κάθε ἐνορία, ὡς ἡ ἐντός συγκεκριµένων γεωγραφικῶν ὁρίων εὐχαριστιακή Σύναξη, εἶναι µία πραγµατική εὐλογία τοῦΘεοῦ. Ἡ ἐνορία βεβαίως δέν ἀποτελεῖ ἀπό µόνη της αὐτάρκη καί αὐτοτελῆ εὐχαριστιακή ἑνότητα, ἀλλά προέκταση «ἐν τόπῳ» τῆς µιᾶς Ἐπισκοποκεντρικῆς Εὐχαριστίας. Μέ τήν ἐµφάνιση, ἤδη ἀπό τόν τρίτο µ.Χ. αἰώνα τῆς ἐνορίας καί γιά λόγους καθαρῶς πρακτικούς, (πληθυσµιακή αὔξηση τοῦ πληρώµατος), πραγµατοποιήθηκε ἡ ἐπέκταση τῆς µιᾶς, ὑπό τόν τοπικό Ἐπίσκοπο, Εὐχαριστίας µέσα στά γεωγραφικά ὅρια τῆς Ἐπισκοπῆς, χωρίς ὅµως νά δηµιουργηθοῦν οὐσιαστικῶς νέα κέντρα Εὐχαριστιακῆς ἑνότητος. Συµφώνως πρός τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία µας, ἡ «µία, ἁγία, καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» δέν ἀποτελεῖ «ἀθροιστική ἑνότητα µερῶν, ἀλλά ὀργανική ἑνότητα πλήρων Ἐκκλησιῶν πού ταυτίζονται µεταξύ τους, ὥστε νά ἀποτελοῦν ἕνα Σῶµα ὑπό µίαν Κεφαλήν» (Μητρ. ΠεργάµουἸωάννου, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῷ Ἐπισκόπῳ).

Τό ὁρατό κέντρο τῆς κάθε ἐνορίας, ἡ ἀστείρευτη πηγή τῶν θείων εὐλογιῶν, εἶναι ὁ ἱερός Ναός, ὅπου τελεσιουργεῖται, διά τοῦ Χριστοῦ καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τό µυστήριο τῆς σωτηρίας. Ὁ κάθε ὀρθόδοξος ἱερός Ναός εἶναι τόπος ἅγιος, πραγματικός Οἶκος Θεοῦ, ἕνα κομμάτι αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ Παραδείσου στήν γῆ, λιμήν σωτηρίας, διδασκαλεῖο ἀρετῶν, θεραπευτήριο ψυχῶν καί σωμάτων, πύλη τοῦ οὐρανοῦ. Ὅταν εἰσερχόμεθα στόν ἱερό Ναό, διδάσκει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «εἰσερχόμεθα στά ἀνάκτορα τῶν οὐρανῶν, βαδίζουμε σέ τόπο πού ἀστράφτει ἀπό φῶς ἀθάνατο». Τό δέ ἅγιο θυσιαστήριο ὅπου τελεσιουργοῦνται τά θεῖα μυστήρια, εἶναι πηγή ἀκένωτος ἀπ’ ὅπου ἀναβλύζει ἀενάως ἡ δωρεά τῆς θείας χάριτος πού ζωοποιεῖ, ἁγιάζει καί ἀθανατίζει τόν ἄνθρωπο.

Διάπυρος εὐχέτης σας πρός τόν Κύριον.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Σερρῶν καί Νιγρίτης Θεολόγος

Πιστεύω εἰς ἕναν θεόν

ΠΙΣΤΕΥΩ ΕΙΣ ΕΝΑΝ ΘΕΟΝ

( Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ )

Γι’ αὐτό λοιπόν πιστεύουμε σέ ἕνα Θεό, σέ μιά ἀρχή ἄναρχη, ἄκτιστη, ἀγέννητη καί ἀνόλεθρη και ἀθάνατη, αἰώνια, ἄπειρη, ἀπερίγραπτη, ἀπεριόριστη, ἀπειροδύναμη, ἁπλή, ἀσύνθετη, ἀσώματη, ἄρρευστη, ἀπαθῆ, ἄτρεπτη, ἀναλλοίωτη, ἀόρατη, πηγή ἀγαθότητος καί δικαιοσύνης, φῶς νοερό, ἀπρόσιτο, δύναμη, πού δέν γνωρίζεται μέ κανένα μέτρο ἀλλά μόνο μετριέται μέ τή συγγενῆ βούληση – γιατί τά πάντα μπορεῖ νά κάνει, ὅσα θέλει -, ἀρχή πού δημιούργησε ὅλα τά κτίσματα, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, πού συνέχει καί συντηρεῖ τά πάντα, προνοεῖ γιά ὅλα, κρατεῖ τά πάντα καί κυβερνᾶ καί βασιλεύει μέ ἀτέλειωτη καί ἀθάνατη βασιλεία, τίποτε δέν ἔχει ἀντίθετό της, ὅλα τά γεμίζει, δέν περιέχεται ἀπό κανένα, μᾶλλον αὐτή περιέχει τά σύμπαντα καί τά συνέχει καί προεξέχει, μέ καθαρό καί ἀμόλυντο τρόπο βρίσκεται πάνω σέ ὅλες τίς οὐσίες καί εἶναι ὑψωμένη πέρα ἀπό ὅλα καί ἀπό κάθε οὐσία, γιατί εἶναι πάνω ἀπό τήν οὐσία καί πάνω ἀπό τά ὄντα, ὑπέρθεη, ὑπεράγαθη, ὑπερπλήρης, πού διαχωρίζει ὅλες τίς ἀρχές καί τίς τάξεις καί εἶναι θεμελιωμένη πάνω ἀπό κάθε ἀρχή καί τάξη, πάνω ἀπό τήν οὐσία καί τή ζωή καί τόν λόγο καί τήν ἔννοια, αὐτοφῶς, αὐτοαγαθότητα, αὐτοζωή, αὐτοουσία, γιατί δέν ἔχει ἀπό κάποιον ἄλλον τήν ὕπαρξη ἤ κάτι ἀπό ὅσα εἶναι, ἐνῶ ἡ ἴδια εἶναι πηγή τῆς ὑπάρξεως γιά τά ὄντα, τῆς ζωῆς γιά τούς ζῶντες, τοῦ λόγου γιά ὅσους μετέχουν στόν λόγο, αἰτία ὅλων τῶν ἀγαθῶν γιά ὅλους, πού γνωρίζει τά πάντα πρίν νά γίνουν, μιά οὐσία, μιά θεότητα, μιά δύναμη, μιά θέληση, μιά ἐνέργεια, μιά ἀρχή, μιά ἐξουσία, μιά κυριότητα, μιά βασιλεία, πού γνωρίζεται σέ τρεῖς τέλειες ὑποστάσεις καί προσκυνεῖται μέ μιά προσκύνηση καί πιστεύεται καί λατρεύεται ἀπό ὅλα τά λογικά κτίσματα, ἐνῶ οἱ τέλειες ὑποστάσεις εἶναι ἑνωμένες μέ ἀσύγχυτο τρόπο καί συνάμα διαιροῦνται ἀδιάσπαστα, πράγμα πού εἶναι καί παράδοξο.

Πιστεύουμε σέ Πατέρα καί Υἱό καί Ἅγιο Πνεῦμα, καί στό ὄνομα τους ἔχουμε βαπτισθεῖ: γιατί ἔτσι διέταξε ὁ Κύριος τούς ἀποστόλους νά βαπτίζουν, λέγοντας: “Βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος” (Ματθ. 28, 19)