Τὸ θεμέλιο τῆς νέας ζωῆς

Τὸ θεμέλιο τῆς νέας ζωῆς

Ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς

«Πολλοὶ γὰρ περιπατοῦσιν, οὓς πολλάκις ἔλεγον ὑμῖν, νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ» (Φιλ. 3, 18).

Ἀντίθετα στὴ ζωὴ ἐν Χριστῷ στέκει ἡ ζωὴ χωρὶς τὸν Χριστὸ καὶ ἐνάντια στὸν Χριστό. Αὐτὴ ζοῦν οἱ ἀντίπαλοι τοῦ Χριστοῦ, «οἱ ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ». Μποροῦν καὶ ὑπάρχουν τέτοιοι; Μὰ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸ θάνατο, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀπὸ τὸ διάβολο, ἀπὸ τὴν κόλαση. Ὁ σταυρὸς εἶναι ἡ «δύναμη τοῦ Θεοῦ» καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ ἀνθρώπινη δύναμη καὶ ἀνθρώπινη δόξα. Ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι θεμέλιο τῆς νέας ζωῆς, τῆς αἰώνιας ζωῆς, θεμέλιο τῶν Ἀποστόλων, θεμέλιο τῶν Μαρτύρων, θεμέλιο τῶν Ὁμολογητῶν, θεμέλιο τοῦ ἀσκητισμοῦ, θεμέλιο τῆς ἁγιοσύνης, μὲ μία λέξη, θεμέλιο ὅλου τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας καὶ τῆς πραότητας καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ἀπάθειας καὶ τῆς θεοποίησης. Ναί, εἶναι «ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ», μὲ τὴν ὁποία οἱ ἄνθρωποι νικοῦν ὅλους τοὺς θανάτους, ὅλες τὶς ἁμαρτίες, ὅλα τὰ κακά. Καὶ τὸ ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἐνάντιοι στὸ σταυρό, τοῦτο εἶναι πράγματι ἀξιοθρήνητο.

Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος κλαίγοντας μιλάει περὶ τῶν ἐχθρῶν τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ οἱ ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ εἶναι πρωτίστως ἐχθροὶ τοῦ ἑαυτοῦ τους, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων, ἀφοῦ σκοτώνουν τὸν ἑαυτό τους ὄχι μ’ ἕνα θάνατο ἀλλὰ μ’ ἑκατοντάδες, καὶ ρίχνουν τὸν ἑαυτό τους ὄχι σὲ μία κόλαση ἀλλὰ σὲ χιλιάδες. Ὀφθαλμοφανῶς, ἐκεῖνοι εἶναι ἐχθροὶ τῆς ἀθανασίας τους, τοῦ παραδείσου τους, τῆς σωτηρίας τους, τοῦ θεϊκοῦ τους προορισμοῦ, καὶ μ’ αὐτὸ εἶναι ἐχθροὶ καὶ τῆς σωτηρίας ἀλλήλων καὶ τῆς ἀθανασίας ἀλλήλων, ἀφοῦ μποροῦν νὰ τοὺς σκανδαλίσουν καὶ νὰ τοὺς ἀποτρέψουν ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας καὶ νὰ τοὺς σπρώξουν στὸν γκρεμὸ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.

Συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, οἱ ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ εἶναι πάντα μαθητὲς τοῦ διαβόλου, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι ὁ κύριος ἐχθρὸς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καὶ αὐτὸς παρακινεῖ τοὺς ἀνθρώπους σ’ αὐτὴ τὴν ἔχθρα καὶ μέσῳ τούτου τοὺς σκλαβώνει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι τοὺς κρατᾶ στὴ σκλαβιὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ κακοῦ. Αὐτός, ὁ «ἀνθρωποκτόνος» (Ἰωάν. η΄44), μέσῳ τῶν ἐχθρῶν τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ κάνει τὴν ἀπὸ καταβολῆς ἐργασία του, δηλαδὴ μὲ τὶς ἁμαρτίες σκοτώνει τὸν ἕναν ἄνθρωπο μετὰ τὸν ἄλλο. Μόνο τοὺς χριστιανοὺς δὲν μπορεῖ νὰ σκοτώσει, γιατὶ ἀμύνονται σ’ αὐτὸν μὲ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, τὸν νικοῦν σ’ ὅλες τὶς μάχες, κι ἔτσι σώζουν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, ἀπὸ κάθε κακό, ἀπὸ κάθε πειρασμό.

Ὁ Ἀντιόχειος Χρυσόστομος εὐαγγελίζεται: «Τίποτα δὲν εἶναι ἔτσι ἀνάρμοστο καὶ ξένο στὸν χριστιανὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιζητεῖ τὴν ἄνεση καὶ τὴν ἀνάπαυση. Τίποτε δὲν εἶναι τόσο ξένο ἀπὸ τὴν προσήλωση σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Ὁ Κύριός σου σταυρώθηκε κι ἐσὺ ἀναζητᾶς τὴν ἄνεση; Ὁ Κύριός σου καρφώθηκε στὸ σταυρὸ κι ἐσὺ ζεῖς στὴν πολυτέλεια; Καὶ ταιριάζουν αὐτὰ σ’ ἕνα γενναῖο στρατιώτη; Γιὰ αὐτὸ λέει ὁ Παῦλος: «Πολλοὶ ἔχουν ἀνάρμοστη συμπεριφορά, γιὰ τοὺς ὁποίους πολλὲς φορὲς σᾶς εἶπα καὶ τώρα κλαίγοντας σᾶς λέω! Ἀναφέρομαι στοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ». Τὰ λέει αὐτὰ ἐπειδὴ κάποιοι ὑποκρίνονταν τοὺς χριστιανούς, ζώντας μὲ ἀνέσεις καὶ πολυτέλεια, πράγμα ποὺ εἶναι ἐνάντια στὸ σταυρό, ἐπειδὴ ὁ σταυρὸς εἶναι γνώρισμα τῆς ψυχῆς ποὺ ἀγωνίζεται ἕτοιμη γιὰ τὸ θάνατο καὶ δὲν ψάχνει τὴν ἄνεση. Αὐτοὶ ὅμως συμπεριφέρονται ἀντίθετα.

Ἔτσι, ἂν καὶ λένε ὅτι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ, γιατί, ἐὰν ἀγαποῦσαν τὸν σταυρό, θὰ προσπαθοῦσαν νὰ ζοῦν τὴ ζωὴ τοῦ ἐσταυρωμένου. Δὲν σταυρώθηκε ὁ Κύριός σου; Ἐὰν δὲν μπορεῖς νὰ σταυρωθεῖς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, μιμήσου Τον μὲ ἄλλο τρόπο· σταύρωσε τὸν ἑαυτό σου, ἔστω καὶ ἂν δὲν σὲ σταυρώσει κανείς· δὲν ἐννοῶ νὰ καταστρέψεις τὸν ἑαυτό σου (μακάρι κάτι τέτοιο νὰ μὴν γίνει, γιατὶ εἶναι ἀσέβεια), ἀλλὰ ὅπως ἔλεγε ὁ Παῦλος: «ὁ κόσμος νεκρώθηκε γιά μένα κι ἐγὼ γι’ αὐτόν».

Ἐὰν ἀγαπᾶς τὸν Κύριό σου, πέθανε ὅπως ἐκεῖνος. Μάθε πόση εἶναι ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ, πόσα κατόρθωσε, πόσα κατορθώνει⋅ μάθε ὅτι εἶναι ἡ ἀσφάλεια τῆς ζωῆς. Μέσῳ αὐτοῦ γίνονται τὰ πάντα, διὰ τοῦ σταυροῦ τὸ βάπτισμα (γιὰ νὰ λάβουμε τὴ σφραγίδα), διὰ τοῦ σταυροῦ ἡ χειροτονία. Εἴτε εἴμαστε στοὺς δρόμους, εἴτε στὸ σπίτι, εἴτε ὁπουδήποτε, ὁ σταυρὸς εἶναι μέγα ἀγαθό, ἀνίκητο ὅπλο, ἀκατανίκητη ἀσπίδα, ἀντίπαλος τοῦ διαβόλου. Πότε;

Ὅταν πολεμᾶς τὸ διάβολο κρατώντας τὸ σταυρό σου, ὄχι κάνοντάς τον ἁπλὰ σὰν σημεῖο, ἀλλὰ ὑποφέροντας τὶς συνέπειές του. Γνώριζε πὼς ὁ Χριστὸς ἀποκαλεῖ τὰ πάθη σταυρό, ὅταν λέει: «Ἐὰν κάποιος δὲν σηκώσει τὸν σταυρό του καὶ μὲ ἀκολουθήσει», δηλαδὴ ἐὰν κάποιος δὲν εἶναι ἕτοιμος γιὰ τὸ θάνατο. Αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὴ ζωὴ καὶ τὸ σῶμα τους ὄντας ἐλεεινοί, εἶναι ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ. Καὶ καθένας ποὺ ἀρέσκεται στὶς ἀπολαύσεις καὶ τὴν ἐνταῦθα βεβαιότητα εἶναι ἐχθρὸς τοῦ σταυροῦ».

Λόγος εἰς τήν Ὕψωσιν τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ

Λόγος εἰς τήν Ὕψωσιν τοῦ
Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ

Αγίου Ανδρέου, Αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου

Ἑορτάζομε τήν πανήγυρι τοῦ Σταυροῦ, καί ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καταφωτίζεται. Ἑορτάζομε τήν πανήγυρι τοῦ Σταυροῦ, καί ὅλη ἡ οἰκουμένη φωταγωγεῖται καί γεμίζει μέ ἀκτῖνες θεϊκῆς χαρᾶς. Ἑορτάζομε τήν πανήγυρι τοῦ Σταυροῦ, διά τοῦ ὁποίου τό σκοτάδι (τῆς ἁμαρτίας) ἐδιώχθη, καί ἦλθε τό φῶς (τῆς ἀρετῆς). Ἑορτάζομε τήν πανήγυρι τοῦ Σταυροῦ, καί ὑψούμεθα πνευματικῶς μαζί μέ τόν Σταυρωθέντα Σωτῆρα μας, ἀφήνοντας κάτω τήν γῆ μέ τήν ἁμαρτία, διά νά κερδίσωμε τά ἄνω ἀγαθά. Ὑψώνεται ὁ Σταυρός, καί ὑψώνει μαζί του τήν ἀνθρωπότητα, πού λόγῳ τῆς ἁμαρτίας της, ἦταν πεσμένη κάτω. Ὑψώνεται ὁ Σταυρός, καί ταπεινώνει τήν αὐθάδη ἔπαρσι τῶν δαιμόνων. Ὑψοῦται ὁ Σταυρός, καί ἡ ἐναντία δύναμις τοῦ Πονηροῦ ὑποχωρεῖ καί ταπεινοῦται. Ὑψώνεται ὁ Σταυρός, καί συναθροίζεται τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὑψώνεται ὁ Σταυρός, καί αἱ πόλεις ἑορτάζουν πανηγυρικῶς· οἱ δέ λαοί προσφέρουν χαρούμενοι τάς ἀναιμάκτους θυσίας εἰς τόν Θεόν. Διότι καί μόνη ἡ μνήμη τοῦ Σταυροῦ εἶναι ὑπόθεσις μεγάλης χαρᾶς, καί ἀποδίωξις τῆς λύπης.

Ἀλλά καί τό νά βλέπῃ κανείς τό τύπον τοῦ Σταυροῦ, πόσον μεγάλο πρᾶγμα εἶναι! Διότι ἐκεῖνος πού βλέπει τόν Σταυρόν, γεμίζει ἀνδρείαν καί διώχνει τήν δειλίαν. Τόσο μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ὁ Σταυρός! Καί αὐτός πού τόν κάνῃ κτῆμα του, θά ἔχῃ ἀποκτήσει ἕνα θησαυρόν. Ἴσως νά νομίζετε ὅτι ὀνομάζω θησαυρό τόν χρυσόν, ἤ τά μαργαριτάρια, τούς βαρύτιμους Ἰνδικούς λίθους, διά τά ὁποῖα χαίρουν οἱ σαρκικοί ἄνθρωποι, ἀσχολούμενοι μέ τά μικρά καί ἀνάξια λόγου πράγματα. Ἐγώ ὅμως ὀνομάζω θησαυρόν –καί δικαίως- ἐκεῖνο τό ὡραιότατο καί πολύτιμο πρᾶγμα καί ὄνομα ἐπάνω στό ὁποῖο καί διά τοῦ ὁποίου, ἐπετεύχθη ὅλη ἡ ὑπόθεσις τῆς σωτηρίας μας. Διότι ἐάν δέν ὑπῆρχε ὁ Σταυρός, ὁ Χριστός δέν θά ἐσταυρώνετο. Ἐάν δέν ὑπῆρχε ὁ Σταυρός, ὁ Χριστός -ἡ ἀληθινή ζωή –δέν θά ἐκαρφώνετο ἐπάνω εἰς τό Ξύλον αὐτό· καί ἐάν δέν ἐκαρφώνετο δέν θά ἀνέβλυζον ἀπό τήν Πλευράν οἱ βρύσες τῆς ἀφθαρσίας «αἷμα καί ὕδωρ», τά ὁποῖα ἐστάθησαν καθάρσια ὅλου τοῦ κόσμου. Δέν θά ἐσχίζετο τό χειρόγραφο τῆς ἁμαρτίας· δέν θά εἴχαμε τήν πνευματική ἐλευθερία μας· οὔτε θά ἀπελαμβάναμε τό «ξύλον τῆς ζωῆς»· ὁ Παράδεισος δέν θά ἀνοιγόταν· ἡ «στρεφομένη φλογίνη ῥομφαία» δέν θά ἄφηνε ἐλεύθερη τήν εἴσοδο πρός τήν Ἐδέμ· οὔτε ὁ Λῃστής θά εἰσήρχετο εἰς τόν Παράδεισον.

Διατί τά λέγω αὐτά; Ἐάν δέν ἦτο ὁ Σταυρός, δέν θά ἤρχετο ὁ Χριστός ἐπί τῆς γῆς· καί ἐάν ὁ Χριστός δέν ἤρχετο, δέν θά ὑπῆρχε ἡ Παρθένος. Καί ἐάν δέν ὑπῆρχε ἡ Παρθένος, οὔτε Γέννησις Χριστοῦ δευτέρα θά ὑφίστατο. Δέν θά συνανεστρέφετο ὁ Θεός ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους· δέν θά ὑπῆρχε τόκος, οὔτε φάτνη, οὔτε σπάργανα, οὔτε ὀκταήμερος περιτομή, οὔτε ὑποταγή εἰς τούς γονεῖς Του, οὔτε αὔξησις ἡλικίας, οὔτε αὔξησις σώματος, οὔτε φανέρωσις Αὐτοῦ, οὔτε βάπτισμα, οὔτε θαύματα, οὔτε ὁ προδότης Ἰούδας, οὔτε ἡ δίκη τοῦ Πιλάτου, οὔτε τό θράσος τῶν Ἰουδαίων πού ζητοῦσαν ἐπιμόνως νά σταυρώσουν τόν Ἀθῷον.

Καί ἐάν δέν ὑπῆρχε Σταυρός, δέν θά συνετρίβετο ὁ θάνατος, δέν θά ἐγυμνοῦτο ὁ ᾅδης, δέν θά ἐνεκρώνετο τό πονηρό φίδι, ὁ διάβολος. Δι᾽ αὐτό εἶναι πολύ μεγάλο καί τίμιο πρᾶγμα ὁ Σταυρός. Μεγάλο, διότι πάρα πολλά ἀγαθά καί εὐεργεσίαι ἔγιναν δι᾽ αὐτοῦ. Τόσο πολλά, καθ᾽ ὅσον καί τά θαύματα καί τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ ὑπερνικοῦν κάθε δύναμι λόγου καί ἐκφράσεως. Εἶναι τίμιον ἐπίσης, διότι ὁ Σταυρός σημαίνει: Θεῖον Πάθος καί τρόπαιον. Πάθος, λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ ἀπαθής Χριστός, ἑκουσίως ὑπέστη σταυρικόν θάνατον· τρόπαιον δέ, διότι ὁ διάβολος ἐτραυματίσθη διά τοῦ Σταυροῦ, καί μαζί του ἐνικήθη καί ὁ θάνατος. Συνετρίβησαν ἐπίσης αἱ πύλαι τοῦ ᾅδου, καί τέλος, ὁ Σταυρός ἔγινε δι᾽ ὅλον τόν κόσμον κοινή σωτηρία.

Ὁ Σταυρός εἶναι ἐλπίς τῶν Χριστιανῶν, σωτήρ τῶν ἀπεγνωσμένων, λιμάνι γι᾽ αὐτούς πού εὑρίσκονται σέ δύσκολες βιωτικές περιστάσεις, ἰατρός γιά τούς ἀσθενεῖς· ἀπομακρύνει τά πάθη, δίδει τήν ὑγεία, δίδει τήν ζωή στούς πνευματικά νεκρούς, καθοδηγεῖ πρός τήν εὐσέβεια, ἀποστομώνει τήν βλασφημία.

Ὁ Σταυρός εἶναι ὅπλο κατά τῶν ἐχθρῶν, πνευματική ῥάβδος διά τούς βασιλεῖς· τό κάλλος τοῦ βασιλικοῦ στέμματος· τύπος πού ἔχει ἕνα βαθύτερο πνευματικό νόημα, ῥάβδος δυνάμεως, εἶναι τό στήριγμα τῆς Πίστεως, πνευματική βακτηρία γιά τά γηρατειά, ὁδηγός τῶν τυφλῶν, φῶς διά τούς ἐσκοτισμένους, παιδαγωγός τῶν ἀφρόνων, διδάσκαλος τῶν νηπίων, συντριβή τῆς ἁμαρτίας, φανέρωσις μετανοίας· ἀποτελεῖ ἐγγύησιν ἀρετῆς καί δικαιοσύνης.

Ὁ Σταυρός εἶναι σκάλα πού ἀνεβάζει εἰς τούς Οὐρανούς· ὁδός, πού ὁδηγεῖ πρός τήν ἀρετήν· εἶναι πρόξενος ζωῆς πνευματικῆς· κατάργησις τοῦ θανάτου, ἀπαλλαγή ἀπό τήν φθορά. Ἔχει τήν δύναμιν νά σβήσῃ τήν φλόγα τῶν παθῶν καί τοῦ αἰωνίου πνευματικοῦ θανάτου· δίδει εἰς τήν ψυχήν τήν παῤῥησία πρός τόν Θεόν· εἶναι τό κλειδί διά τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Ὁ Σταυρός εἶναι φύλαξ κατά τήν νύκτα, πύργος κατά τήν ἡμέρα, χειραγωγός μέσα εἰς τό σκοτάδι, χαλινάρι σέ περιπτώσεις ὑπερβολικῆς χαρᾶς, ψυχαγωγός σέ περιστάσεις θλίψεων, συντελεῖ εἰς συμφιλίωσιν· εἶναι παρακλητικός, φιλικός, ὑπερασπιστής· μᾶς προφυλάττει καί μᾶς βοηθεῖ.

Ὁ Σταυρός εἶναι βοηθός εἰς τούς πειρασμούς μας, σωτήρ εἰς τους κινδύνους, παρήγορος εἰς τάς θλίψεις, βοηθός εἰς τάς ἀνάγκας, κυβερνήτης εἰς τήν θάλασσαν, ἀνακούφισις εἰς τάς συμφοράς. Ὁ Σταυρός φυλάσσει αὐτούς πού ἀναπαύονται τήν νύκτα, ἀγρυπνεῖ μέ τούς ἀγρυπνοῦντας, βοηθᾷ τούς κουρασμένους.

Ὁ Σταυρός εἶναι ἐνδυνάμωσις τῶν ἐξηντλημένων καί ἀδυνάτων, ἀνάπαυσις τῶν κοπιώντων, τροφή τῶν πεινασμένων, ἰσχύς τῶν νηστευόντων, ἐκπαιδευτής τῶν ἀγωνιστῶν, σκέπη τῶν γυμνῶν, σύντροφος εἰς τάς ὁδοιπορίας τῶν ξενιτευόντων.

Ὁ Σταυρός εἶναι σωφρονιστής τῶν πλουσίων, προνοητής διά τούς πτωχούς, προστάτης τῶν χηρῶν, ἀντιλήπτωρ τῶν ὀρφανῶν. Ὁ Σταυρός εἶναι τιμή διά τούς ἄρχοντας, δύναμις διά τούς βασιλεῖς, νίκη διά τούς στρατηγούς, δόξα διά τούς Ἱερεῖς· εἶναι ἐπίσης σύντροφος τῶν Παρθένων, σφραγίς, ἐπικύρωσις καί ἀσφάλεια τῆς ἁγνότητος, σύνδεσμος τῆς συζυγίας.

Ὁ Σταυρός εἶναι φύλαξ τῶν πόλεων, ἀσφάλεια τῶν σπιτιῶν, σύνδεσμος τῆς φιλίας, ὀχύρωμα κατά τῶν ἐχθρῶν, ἀντίπαλος τῶν πολεμίων, διώκτης τῶν παθῶν, σκόνταμα καί ἐμπόδιον τῶν βαρβάρων, βραβευτής τῆς εἰρήνης, συμφιλίωσις τοῦ κόσμου, κατάργησις τῶν ὁρίων, παροχή καί ἐξασφάλισις τῆς ἀγάπης, ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, βάθος τῆς γῆς, σύνθεσις ὅλης τῆς κτίσεως, τοῦ μήκους αὐτῆς πού βλέπουμε, καί τοῦ πλάτους τῆς οἰκουμένης· καί διά νά εἰπῶ μέ λίγα λόγια: ὁ Σταυρός εἶναι τό κεφάλαιον τῶν Ἀχράντων Παθῶν τοῦ Χριστοῦ, καί ἡ κορυφή τῶν θαυμάτων πού ἔγιναν δι᾽ ἡμᾶς.

Ὀνομάζεται ἐπίσης δόξα Χριστοῦ καί ὕψος Χριστοῦ· ὁμοίως νοεῖται ὡς ποτήριον ἐπιθυμητόν, καί συμπέρασμα τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ, τά ὁποῖα ὁ Κύριος ὑπέμεινε διά τήν σωτηρίαν μας. Ὅτι δέ ὁ Σταυρός εἶναι δόξα Χριστοῦ, ἄκουσε τόν ἴδιο νά τό λέγῃ· «Νῦν ἐδοξάσθη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, καί ὁ Θεός ἐδοξάσθη ἐν Αὐτῷ»· καί πάλιν· «Δόξασόν με Σύ, Πάτερ, παρά σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρό τοῦ τόν κόσμον εἶναι παρά Σοί» καί πάλιν· «Πάτερ, δόξασόν Σου τό ὄνομα. Ἦλθεν οὖν φωνή ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· καί ἐδόξασα καί πάλιν δοξάσω». Δόξαν δέ ἐδῶ λέγει τάς μεταβολάς καί τήν συμπάθειαν τῶν στοιχείων τῆς φύσεως, πού συνέβησαν τότε κατά τήν Σταύρωσιν τοῦ Κυρίου· διότι ἔπρεπε καί αὐτά τά κτίσματα νά συμμετάσχουν εἰς τό Πάθος τοῦ Κτίστου.

Ὅτι δέ, ὁ Σταυρός εἶναι καί ὕψος Χριστοῦ, ἄκουσε τί λέγει ὁ ἴδιος· «Κἀγώ ἐάν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρός ἐμαυτόν» τό ἴδιο λέγει καί ἀλλοῦ· «Καί καθώς Μωϋσῆς ὕψωσε τόν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου». Διατί; «Ἵνα πᾶς», λέγει, «ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον». Βλέπεις ὅτι ὁ Σταυρός εἶναι δόξα καί ὕψος τοῦ Χριστοῦ;

Θέλεις δέ, νά μάθῃς ὅτι ὅπου ὕψος, ἐκεῖ ἀκολουθεῖ καί δόξα; Ἄκουε τόν Δαυΐδ πού λέγει· «Ὑψώθητι ἐπί τούς οὐρανούς, ὁ Θεός, καί ἐπί πᾶσαν τήν γῆν ἡ δόξα Σου»· Ὁμοίως καί τόν Ἡσαΐα νά λέγῃ ὡς ἐκ προσώπου τοῦ Χριστοῦ· «Νῦν ἀναστήσομαι, λέγει Κύριος, νῦν δοξασθήσομαι, νῦν ὑψωθήσομαι». Ἐπειδή λοιπόν, ὁ Σταυρός εἶναι ὕψος τοῦ Χριστοῦ, ὑψοῦται δέ σήμερα ὁ Σταυρός, ἀκόλουθον εἶναι νά δοξάζεται ὁ Χριστός.

Ὑψοῦται λοιπόν ὁ Σταυρός σήμερα, διά νά δοξασθῇ ὁ Χριστός. Δέν ὑψοῦται ὁ Χριστός, διά νά δοξασθῇ ὁ Σταυρός· ἀλλά ὑψοῦται ὁ Σταυρός, διά νά δοξασθῇ ὁ Χριστός. Δοξάζεται δέ ὁ Χριστός, διά νά ὑψώσῃ καί μᾶς μαζί μέ τόν ἑαυτόν Του. Ὑψώνεται λοιπόν ὁ Σταυρός, καί μαζί του ὑψώνει καί τό φρόνημα τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν. Δοξάζεται ὁ Χριστός, καί δοξάζει μαζί Του καί αὐτούς πού Τόν δοξάζουν. Ὑψοῦται ὁ Σταυρός, καί συντρίβει τήν ὑπερηφάνεια τῶν δαιμόνων. Δοξάζεται ὁ Χριστός, καί ἐντροπιάζει τόν ἀρχέκακον διάβολον.

Ὑψοῦται ὁ Σταυρός, καί ἀνορθώνει ἐκείνους πού καταπίπτουν. Δοξάζεται ὁ Χριστός, καί διαλύει τήν ἐντροπήν ἐκείνων πού ἔπεσαν εἰς τήν ἁμαρτίαν. Ὑψοῦται ὁ Σταυρός, καί γκρεμίζονται τά εἴδωλα. Δοξάζεται ὁ Χριστός, καί τραυματίζεται ὁ διάβολος. Ὑψοῦται ὁ Σταυρός, ὄχι μόνον διότι ὑψώθη ὁ Χριστός ἐπάνω εἰς αὐτόν, ἀλλά διατί μέ τήν φανέρωσίν του, ἤλεγξε τήν μωρία καί τήν ὑπερηφάνεια τῶν Ἰουδαίων. Ἀπό ποῦ ἐφανερώθη; Ἀπό τά ἔγκατα τῆς γῆς. Πότε ἐφανερώθη; Εἰς τήν ἐποχήν τῶν Βασιλέων πού ἐπίστευσαν εἰς τόν Χριστόν· ὄχι ὅπως μερικοί ἔπλασαν τάχα μέ τήν φαντασία τους, ἐξαπατῶντας τούς πολλούς μέ πιθανολογίας, ἀλλά μέ μίαν θείαν καί ἁπλῆν δύναμιν, μέ μίαν ὄντως ἐπινόησιν σταθερᾶς πίστεως· διότι ἐπρόκειτο διά Θεϊκόν Κειμήλιον.

Μετά δηλαδή τόν σταυρικόν θάνατον, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου ἀνέστη τριήμερος· οἱ Ἰουδαῖοι λοιπόν γεμᾶτοι φθόνον, καί φοβούμενοι μήπως κάτι τι ἀπό τό σεπτόν καί μακάριον Πάθος διασωθῇ, καί γίνῃ διά μέν τούς Ἰουδαίους ἔλεγχος καί τιμωρία, διά δέ τούς πιστεύοντας εἰς τόν Χριστόν φυλακτήριον, ἔθαψαν μέσα εἰς τήν γῆν τόν θησαυρόν· ἐννοῶ τόν σταυρόν καί ὅλα τά σχετικά μέ αὐτόν: τούς Ἥλους, λέγω, τήν Λόγχην, καί τόν τίτλον τόν ὁποῖον ὁ Πιλᾶτος ἔγραψε καί ἐτοποθέτησε εἰς τόν Σταυρόν. Ἔπειτα ὅταν ὁ Θεός ἀνέθεσε τήν βασιλείαν καί ὅλην τήν Ρωμαϊκήν διοίκησιν εἰς τούς Χριστιανούς, εὐδόκησε τότε νά μᾶς εὐεργετήσῃ μέσῳ μιᾶς Βασιλίδος εὐσεβοῦς γυναικός, πού εἶχε πράγματι βασιλικόν φρόνημα, ὅταν ὁ υἱός της ἦτο Βασιλεύς τῶν Χριστιανῶν.

Ἡ Βασιλομήτωρ αὐτή μέ θείαν σοφίαν, ἄλλοτε μέ βασιλική σοβαρότητα, ἄλλοτε μέ κολακεῖες, εἰς ὅλα ὅμως μέ βασιλική συμπεριφορά, κατώρθωσε νά κάμψῃ τήν σκληράν καρδίαν τῶν Ἰουδαίων. Ἔτσι μέ αὐτήν τήν ἀναζήτησιν καί σχεδόν χωρίς κόπο, ἐφανερώθη ὁ κοινός αὐτός θησαυρός, πού γρήγορα ὁ Θεός ὡς δῶρον ἔδωσε πρός τήν Ἁγίαν αὐτήν γυναῖκα. Αὐτόν λέγω τόν Τίμιον τοῦ Κυρίου Σταυρόν, ὁ ὁποῖος σήμερα ὑψοῦται εἰς ὅλον τόν κόσμον, μαζί μέ ὅλα ἐκεῖνα πού συνετέλεσαν εἰς τήν οἰκονομίαν τοῦ μακαρίου καί σωτηρίου διά τόν κόσμον θείου Πάθους.

Αὐτό λοιπόν ἑορτάζομε σήμερα· διά τοῦτο πανηγυρίζομεν· γιά τό ὅτι ἐφανερώθη σήμερα τό ἅγιον ἐκεῖνο Ξύλον πού ἀπό παλαιά ἐκρύπτετο· γιά τό ὅτι ὁ κρυμμένος θησαυρός, ἔλαμψεν ὡσάν ἄλλος χρυσός μέσα ἀπό τά σπλάγχνα τῆς γῆς· γιά τό ὅτι ἀπεκαλύφθη τό μέχρι τώρα θαμένο ἐπίσημο λάβαρον τῆς Χριστιανωσύνης· γιά τό ὅτι ἡ ἀλαζονεία καί ἡ ἔπαρσις τῶν δαιμόνων ἠρέμησε, μέ τήν φανέρωσιν τοῦ Σταυροῦ· γιά τό ὅτι αὐτό πού ἀπό τήν φύσι του εἶναι ξίφος κατά τῶν ἐχθρῶν, ἐφανερώθη μέσα ἀπό τήν γῆν· γιά τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔλαβε πάλι τόν στολισμόν της· γιά τό ὅτι τήν «δραχμήν» πού ἔχασε, τήν εὑρῆκαν οἱ Βασιλεῖς.

Αὐτός εἶναι ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου, τό Δεσποτικόν «σημεῖον», τό σωτήριον ὅπλον, ἡ βασιλική δύναμις, τό τρόπαιον τῆς νίκης, τό σημεῖον διαχωρισμοῦ ἀλλά καί τῆς ἑνώσεως τῶν Οὐρανίων καί τῶν ἐπιγείων, ἡ νομοθεσία τῶν πιστῶν, ἡ κορυφή καί ὁ ἐπίλογος τῶν Ἀποστόλων, τό τηλεσκόπιο τῶν Προφητῶν, τό στεφάνι τῶν Μαρτύρων, ὁ ἀῤῥαβών τῶν προσκυνούντων τόν Χριστόν.

Διότι ἀπό τότε πού ἔχομε τόν Σταυρόν, ὁ Χριστός προσκυνεῖται· ἀπό τότε πού ἔχομε τόν Σταυρόν, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐγνωρίσθη καί ἐπιστεύθη· ἀπό τότε πού ἔχομε τόν Σταυρόν, ἡ Ἰουδαϊκή θρησκεία κατηργήθη, ἡ εἰδωλολατρεία ἔσβησε, ἡ Χριστιανική Πίστις καί ζωή ἀνέτειλε καί ἐπεκράτησε· ὁ ἀέρας ἡγιάσθη, ἠλευθερώθημεν ἀπό τάς εἰδωλολατρικάς θυσίας, ἐγεύθημεν τήν ἀναίμακτον λατρείαν. Ἀπό τότε πού ἔχομε τόν Σταυρόν, ἔχομε ἀπαλαγῆ ἀπό τάς δαιμονικάς ἀναθυμιάσεις· ἀντιθέτως, μποροῦμε νά μετέχωμε πλέον τῆς Πνευματικῆς εὐωδίας τοῦ «κενωθέντος Μύρου». Ἀπό τότε πού ἔχομε τόν Σταυρόν, αἱ γεννήσεις καί καταγωγαί τῶν ψευδοθεῶν τῆς Μυθολογίας ἐξηφανίσθησαν. Ἀπό τότε πού ἔχομε τόν Σταυρόν, ἐγνωρίσαμε τό μυστήριο τῆς θείας Πίστεώς μας· ἀπό τότε πού ἔχομε τόν Σταυρόν, ἐμάθαμε ὅτι, ἡ ὑπεράρχιος ἀρχή, δηλαδή ὁ Θεός Λόγος, προῆλθε ἐκ τῆς προανάρχου ἀρχῆς, δηλαδή τόν Θεό Πατέρα, ἀχρόνως καί θεοπρεπῶς.

Ἀπό τότε πού ἔχομε τόν Σταυρόν, ἔχομε διδαχθῆ τήν πίστιν εἰς Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, καί ἀπαλαχθήκαμε ἀπό τήν καταστρεπτική φθορά τῆς εἰδωλολατρικῆς ματαιολογίας καί φλυαρίας. Ἀπό τότε πού ἔχομε τόν Σταυρόν, ἀπεῤῥίψαμε τίς σκιές τῶν τυπικῶν συμβόλων, καί κατεφωτίσθημεν μέ τό φῶς τῆς ἀληθείας διά τῆς θείας Χάριτος. Ἀπό τότε πού ἔχομε τόν Σταυρόν, ὁ θάνατος ἔχει καταφρονηθῆ, οἱ δαίμονες ἔχουν σαστίσει, τά εἴδωλα συνετρίβησαν, αἱ θυσίαι τῶν ζώων ἔχουν ἐκλείψει, τά εἰδωλεῖα ἔχουν καταστραφῆ. Παντοῦ ὑπάρχουν Ἐκκλησίαι, ἱερά θυσιαστήρια, ψαλμῳδίες, ἀγρυπνίες, θεολογικές διδασκαλίες, Βαπτίσματα, συμφιλιώσεις τῶν πιστῶν, θεία μελέτη καί γνῶσις τῶν Ἁγίων Γραφῶν, περιφρόνησις τῶν γηΐνων, κτῆσις τῶν Οὐρανίων, ἕνωσις μέ τόν Θεόν. Καί διατί νά λέγω πολλά; Ἀπό τότε πού ἔχομε τόν Σταυρόν, οἱ ἄνθρωποι συμπολιτεύονται μέ τούς Ἀγγέλους, καί αὐτός ὁ Οὐρανός εἶναι πλέον προσιτός διά τούς ἐπιγείους· ὁ δέ Θεός, διά τῆς θείας Χάριτος καί ἐνεργείας Του, γίνεται πλέον μεθεκτός ἀπό τούς ἀνθρώπους.

Ἀλλ᾽ ὦ Τίμιε Σταυρέ, τό πολυδοξασμένο καύχημα τοῦ Κυρίου καί ἡμῶν! Ὦ Ξύλον ἔνδοξον, ἐπάνω εἰς τό ὁποῖον ὁ Χριστός ἐτεντώθη! Φυτόν πού ἐξασφαλίζει τήν ἀθανασίαν, ἐκ τοῦ ὁποίου ὁ Χριστός ὁ ἀληθινός βότρυς, ἀνέβλυσε γιά μᾶς ποτόν πού δίδει ἀληθινή ζωή. Ὦ Σταυρέ, διά τοῦ ὁποίου ἐσχίσθη τό χειρόγραφον τῆς ἁμαρτίας, καί ἔτσι ἔγινε αἰτία νά γραφῇ τό συμβόλαιον τῆς ἐλευθερίας. Ὦ Σταυρέ, θησαυρέ ἀπείρων ἀγαθῶν! Πρόξενε τοῦ Παραδείσου, κάτοχε τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, σύ πού ἐλευθερώνεις ἀπό τά ἁμαρτήματα καί δίδεις τά κατορθώματα. Σέ ὁ Χριστός μέ τήν Σταύρωσίν Του ἀνέδειξε Ξύλον ἀθανασίας. Σέ ὁ Χριστός, μέ τό νά προσηλωθῇ ἐπάνω σου, ἐτοποθέτησε σάν ἄλλη σκάλα πού ὁδηγεῖς πρός τούς οὐρανούς. Σέ ὁ Χριστός, μέ τό νά κρεμασθῇ ἐπάνω σου, ἀνέδειξε πρόξενον εὐλογίας. Σέ ὁ Χριστός, μέ τό τάνυσμά Του, κατέστησε ἱκανόν νά ἐλευθερώνῃς ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, αὐτούς πού εἶναι δέσμιοι εἰς αὐτήν.

Μέ τό νά ὑψωθῇ ὁ Χριστός μέ τήν θέλησίν Του ἐπάνω στό ἰκρίωμά σου, ὕψωσε μαζί Του τόν κόσμον. Μέ τό νά ὑψωθῇ σέ σένα ὁ Χριστός γιά χάρι δική μας, ἀχρήστευσε τόν ὑψωθέντα χάλκινον ὄφιν. Δέν ὑπάρχει πλέον εἰς τόν δρόμον φίδι πού νά δαγκώνῃ καί νά κεντᾷ τήν πτέρναν. Δέν ὑπάρχει πλέον ὁ «χαλκοῦς ὄφις» ὁ ὁποῖος ὅταν ἐβλέπετο ἐθεράπευσε τά δαγκάματα τῶν φιδιῶν. Δέν ὑπάρχει πλέον τό: «Ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπί ξύλου». Πῶς, καί μέ ποῖον τρόπον; Μέ τό νά μεταβάλῃ τήν κατάραν εἰς εὐλογίαν ὁ εὐλογημένος Ἰησοῦς, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι πλέον κατηραμένος ὁ σταυρός, ἐπειδή ἡ κατάρα ἐκαρφώθη ἐπάνω εἰς τόν Σταυρόν· αὐτήν τήν κατάραν ὁ Χριστός τήν ἀπεμάκρυνε, ἀντ᾽ αὐτῆς δέ, εἰσήγαγε τήν εὐλογίαν.

Τοῦτος ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου, μᾶς ἔφερε ὅλα τά καλά. Τοῦτος ὁ Σταυρός τοῦ Δεσπότου, ἔχει πολλά ὀνόματα. Ὁ Σταυρός ὀνομάζεται: ῥάβδος εὐθύτητος, βασιλείας, δυνάμεως καί κληρονομίας: «Ὁ Θρόνος Σου, ὁ Θεός, εἰς τόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, ῥάβδος εὐθύτητος ἡ ῥάβδος τῆς Βασιλείας Σου»· «Ἐλυτρώσω ῥάβδον κληρονομίας Σου»· «Ράβδον δυνάμεως ἐξαποστελεῖ Σοι Κύριος ἐκ Σιών». Ὀνομάζεται ἐπίσης βακτηρία: «Ἡ ῥάβδος Σου καί ἡ βακτηρία Σου, αὗταί με παρεκάλεσαν». Ὀνομάζεται καί Ξύλον ζωῆς: «Ξύλον ζωῆς ἐστι πᾶσι τοῖς ἀντεχομένοις αὐτοῦ, καί τοῖς ἐπερειδομένοις ἐπ᾽ αὐτόν ὡς ἐπί Κύριον ἀσφαλής». Εἶναι «Ξύλον πεφυτευμένον», καθώς ἀναφέρει κάπου ὁ Δαυΐδ, «παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων»· ποίων ὑδάτων; τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν.

Ὀνομάζεται καί ὑποπόδιον: «Ὑψοῦτε Κύριον τόν Θεόν ἡμῶν, καί προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν Αὐτοῦ, ὅτι Ἅγιος ἐστι». Ὀνομάζεται καί τόπος: «Εἰσελευσόμεθα εἰς τά σκηνώματα Αὐτοῦ, προσκυνήσωμεν εἰς τόν τόπον, οὗ ἔστησαν οἱ πόδες Αὐτοῦ»· «εἰ δώσω ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καί τοῖς βλεφάροις μου νυσταγμόν καί ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις μου, ἕως οὗ εὕρω τόπον τῷ Κυρίῳ, σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ».

Τοῦτον τόν Σταυρόν ὑποδηλοῦσε καί συμβολικῶς προεμήνυε ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ, τοποθετώντας τά χέρια του ἐναλλάξ καί σταυροειδῶς ἐπάνω εἰς τά ἐγγόνια του πρός εὐλογίαν. Αὐτόν τόν Σταυρόν πάλιν προτυπῶν ὁ ἴδιος, προσεκύνησεν εἰς τό ἄκρον τῆς ῥάβδου τοῦ υἱοῦ του Ἰωσήφ. Προτύπωσις ἐπίσης τοῦ Σταυροῦ ἦτον ἡ ῥάβδος τοῦ ἰδίου Πατριάρχου Ἰακώβ, ὅταν ἐπέρασε τόν ποταμόν Ἰορδάνην· διότι λέγει: «Ἐν τῇ ῥάβδῳ μου ταύτῃ διέβην τόν Ἰορδάνην». Καί λίγο πιό πρίν ἐφανερώνετο εἰς τόν Ἀβραάμ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, προτυπούμενον ἀνάμεσα εἰς τά κέρατα τοῦ κριοῦ, ὅταν ἐπρόσφερε τήν τυπικήν θυσίαν τοῦ προβάτου, ἡ ὁποία ἦτο μία μυστική προτύπωσις τοῦ Σταυρωθέντος Χριστοῦ.

Σταυροῦ προτύπωσις ἦτο καί ὁ Ἰσαάκ, ὁ ὁποῖος ἐφορτώθη τά ξύλα τῆς θυσίας, καί ἀκολουθοῦσε δρομαίως τόν πατέρα του, ὁ ὁποῖος βιαζόταν νά κάμῃ τήν θυσίαν. Σταυροῦ δύναμιν εἶχε ἐπίσης, ἡ ῥάβδος τοῦ Μωϋσέως, ἡ ὁποία μετεβλήθη εἰς μεγάλον ὄφιν καί μετεμόρφωσε τάς ῥάβδους τῶν Αἰγυπτίων· καί ἄλλας ἀπό αὐτάς κατέπινε, ἄλλοτε πάλιν μετέβαλλε τό νερό τοῦ ποταμοῦ σέ αἷμα, διά νά μή μποροῦν νά πίνουν νερό. Καί ἄλλοτε μέν, ἔβγαζε ἀπό τά νερά βατράχους, ἄλλοτε δέ, ἔῤῥιπτε ἀκρίδας, σκνίπας καί σκότος βαθύ, καί ὅλας τάς ἄλλας ἐκείνας τιμωρίας τῶν Αἰγυπτίων. Σταυροῦ προτύπωσις ἦτο καί ἡ ἰδία αὐτή ῥάβδος τοῦ Μωϋσέως, ὅταν ἐσχίζετο ἡ Ἐρυθρά θάλασσα εἰς δύο μέρη καί ἐδημιουργοῦντο τά ὑδάτινα ἐκεῖνα τείχη διά νά περάσῃ αὐτός μαζί μέ τόν λαόν.

Σταυροῦ προτύπωσις ἐπίσης ἦσαν ὁ «στῦλος τοῦ πυρός» καί ὁ «στῦλος τῆς νεφέλης» διά τῶν ὁποίων ὡδηγοῦσε ὁ Θεός τούς περιπλανωμένους Ἰουδαίους, ὅταν ἔφυγαν ἀπό τήν Αἴγυπτον.

Σταυροῦ προτύπωσιν ἔκαμε καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Μωϋσῆς, ἐπάνω εἰς τό ὄρος ἔχοντας ὑψωμένα τά χέρια, ὅταν ὁ Ἱησοῦς τοῦ Ναυῆ ἐπολέμει τούς ἀλλοφύλους Ἀμαληκίτας· καί ὁ μέν Μωϋσῆς ἐστηρίζετο ὑπό τοῦ Ἀαρών καί τοῦ Ὤρ, οἱ δέ Ἰησραηλῖται νικοῦσαν.

Σταυροῦ προτύπωσις ἦτο καί ἡ ῥάβδος πού ἐκτύπησε τήν πέτραν εἰς τήν ἔρημον καί ἀνέδειξε τήν ξηρά γῆν γεμάτην ἀπό τρεχούμενο νερό.

Ἀλλά καί ἡ ῥάβδος πού ἐβλάστησε τά καρύδια τί ἐδήλωνε; Δέν προεικόνιζε φανερά τόν Σταυρόν; Ἀλλά καί ὁ Ἡσαΐας ὁ ὁποῖος ἐπριονίσθη μέ ξύλινο πριόνι, δέν προετύπωνε τόν Σταυρόν; Ἀφήνω νά λέγω ὅτι καί τοῦ Ἀγγέ ἡ σταύρωσις καί τοῦ Σισάρα ἡ ἐν πασσάλῳ καθήλωσις, προτύπουν φανερά τόν Σταυρόν. Ἀλλά καί ἡ μηλωτή τοῦ Προφήτου Ἠλία, μπορῶ νά εἰπῶ, προετύπωνε τήν δύναμιν τοῦ Σταυροῦ, ὅταν ἔσχισε εἰς δύο τά νερά τοῦ Ἰορδάνου ὁ Προφήτης, καί πέρασε ὡς διά ξηρᾶς. Τί νά εἴπωμε δέ, καί διά τό θαῦμα τοῦ Προφήτου Ἑλισσαίου ὅταν ἔῤῥιψε τό ξύλο τῆς ἀξίνης μέσα εἰς τό νερό, καί ἀνείλκυσε τόν σιδερένιο πέλεκυ, ὁ ὁποῖος, ἄν καί ἦτο βαρύς, ἔγινε ἐλαφρός;

Πράγματι λοιπόν ὁ Σταυρός εἶναι κάτι πολύ μεγάλο, καί σέ πολλά μέρη τῆς Ἁγίας Γραφῆς μαρτυρεῖται ἤ προτυποῦται, καί πολλά θαύματα γίνονται καθημερινῶς μέ τήν δύναμίν του. Πρέπει νά προσκυνοῦμε λοιπόν τόν Σταυρόν, διότι δι᾽ αὐτοῦ ἐγνωρίσαμε τόν Κύριον. Πρέπει νά προσκυνῆται ὁ Σταυρός, διότι δι᾽ αὐτοῦ δοξάζομε τόν Χριστόν. Προσκυνοῦμε τόν Σταυρόν, διότι δι᾽ αὐτοῦ ἐλάβαμε τήν εὐλογίαν, καί ἐλευθερωθήκαμε ἀπό τήν κατάρα. Προσκυνοῦμε τόν Σταυρόν, διότι δι᾽ αὐτοῦ ἐξεμέσαμε τήν πικρή γεῦσι τοῦ «ξύλου τῆς παρακοῆς», καί ἐγεύθημεν τήν γλυκύτητα τῆς σωτηρίας.

Εὐλογημένο αὐτό τό Ξύλον, διά τοῦ ὁποίου εὐλογήθηκαν ὅλα τά ἔθνη. Εἶναι εὐλογημένο αὐτό τό Ξύλον, ἐπάνω εἰς τό ὁποῖον ὁ Θεός Λόγος σωματικῶς ἐσταυρώθη! Ποιό πρᾶγμα θά μποροῦσε νά εἶναι πιό θαυμαστό καί παράδοξον; Νά βλέπῃς δηλαδή ἕνα Θεόν νά σταυρώνεται, καί μάλιστα μαζί μέ λῃστάς; Εἶναι εὐλογημένο τό Ξύλο, διά τοῦ ὁποίου ὁ Λῃστής μπῆκε εἰς τόν Παράδεισον, καί ἡ γεῦσις τοῦ Ξύλου αὐτοῦ, ἀπεμάκρυνε τήν πικράν γεῦσιν (τῆς παρακοῆς καί τῆς ἁμαρτίας)· ποιό πρᾶγμα θά μποροῦσε νά εἶναι πιό θαυμαστό ἀπό αὐτό; Διότι τόν Παράδεισον τόν ὁποῖον ἔκλεισε ὁ Ἀδάμ μέ τήν πτῶσίν του, τοῦτον ἄνοιξε ὁ Λῃστής μέ τήν μετάνοιάν του. Καί ἀπό ἐκεῖ πού ἐξωρίσθη ἐκεῖνος, ἐκεῖ ἐνεγράφη μόνιμος κάτοικος ἐτοῦτος. Πολύ καλή, ἐπιτυχημένη καί θαυμασία ἐναλλαγή! Ἐξῆλθε ὁ ἕνας κλέπτης καί εἰσῆλθε ὁ ἄλλος κλέπτης· ὁ πρῶτος, ἐπειδή ἔκαμε παράβασιν· ὁ δεύτερος, ἐπειδή μετενόησε. Ὁ ἕνας, ἐπειδή ὑπετάγη εἰς τόν διάβολον· ὁ ἄλλος, ἐπειδή ἐσταυρώθη μαζί μέ τόν Κτίστην.

Εὐλογημένο εἶναι τό Ξύλον, ἀπό τό ὁποῖον κατεσκευάσθη ἡ νοητή κιβωτός τῆς Ἐκκλησίας, καί ἡ ὁποία ἔχει τήν δύναμιν νά διασώζῃ τόν κόσμον ἀπό τόν κατακλυσμόν τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι εὐλογημένο τό Ξύλον, ἀπό τό ὁποῖον ἔφαγε ὁ Λῃστής, καί ἠξιώθη τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς. Εὐλογημένο εἶναι τό Ξύλον, ἀπό τό ὁποῖον ἐπειδή δέν ἔφαγε προηγουμένως ὁ Ἀδάμ, ἀντήλαξε τήν ζωήν μέ τόν θάνατον, προσκολληθείς πρός τό «ξύλον τῆς γνώσεως» μέ τήν αὐθάδη ἐκείνην γεῦσιν. Ἔπειτα ἀφοῦ ἔφαγε ἀντελήφθη τόν πλοῦτον του καί εὗρε τήν ἀποκατάστασίν του. Εἶναι εὐλογηένο τό Ξύλον, διά τοῦ ὁποίου οἱ βασιλεῖς νικοῦν τούς ἐχθρούς, καί οἱ στρατηγοί προσφέρουν τά λάφυρα πού κέρδισαν, καί πλήθη στρατιωτῶν συλλαμβάνουν τούς βαρβάρους αἰχμαλώτους. Εἶναι εὐλογημένο τό Ξύλον, διά τοῦ ὁποίου καταστρέφονται τά τόξα, καί οἱ ἀσπίδες γίνονται παρανάλωμα τῆς φωτιᾶς. Εἶναι εὐλογημένο τό Ξύλον, διά τοῦ ὁποίου οἱ ὑπερήφανοι ἐχθροί λυγίζουν, ὑποκύπτουν καί ὑποχωροῦν· τρέπονται εἰς φυγήν οἱ βάρβαροι καί φεύγουν οἱ Σκύθαι πανικόβλητοι «μηδενός διώκοντος».

Λοιπόν, ὑψώσατε σήμερα μαζί μου τήν φωνήν, καί ἄς ἀπευθύνωμε μαζί μέ τήν Ἁγία Γραφή, τά λόγια της, πρός τόν Θησαυρόν τοῦ Σταυροῦ. Καί Θησαυρόν τοῦ Σταυροῦ, ὀνομάζω τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τόν Χριστόν, πρός τόν Ὁποῖον πρέπει νά ἀπευθύνωμε τά λόγια μας λέγοντες: «Πάντα τά ἔθνη, ὅσα ἐποίησας, ἥξουσι καί προσκυνήσουσιν ἐνώπιόν Σου, Κύριε, καί δοξάσουσι τό Ὄνομα Σου, ὅτι μέγας εἶ Σύ καί ποιῶν θαυμάσια, Σύ εἶ ὁ Θεός μόνος». Εἰς Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων· Ἀμήν.

Λόγος εἰς τήν ὕψωσιν τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί εἰς τήν Ἁγίαν Ἀνάστασιν

Λόγος εἰς τήν ὕψωσιν τοῦ τιμίου
Σταυροῦ καί εἰς τήν Ἁγίαν Ἀνάστασιν

Άγιος Σωφρόνιος, Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων

Σταυρού πανήγυρης και ποίος να μην σκιρτήσει; Αναστάσεως διακήρυξις και ποίος χαρούμενα να μην γελάση; Ναι, ανασκίρτησις δια τον Σταυρόν: Διότι όταν αυτός ενεπήχθη εις τον τόπον του Κρανίου έχοντας καρφωμένο επάνω του τον Δεσπότην της κτίσεως, Εσχισε το εις βάρος μας χρεωστικόν έγγραφον, το όποιον είχεν υπογράψει ό προπάτωρ μας ό Αδάμ, όταν παρέβη τάς εντολές του Θεού. Οΰτως ό Σταυρός μας ελευθέρωσε από τα δεσμά της αμαρτίας κάμνοντας μας να αναπηδούμε με εύθυμα σκιρτήματα σαν μικροί μόσχοι πού έχουν λυθεί από κάποια δεσμά. Διότι όπου ή αμαρτία πλεόνασε, εκεί περίσσευσε ή χάρις του Θεού.

Δια δε την Ανάστασιν γέλως χαράς: Διότι αυτή εξόρισε την φθοράν του θανάτου και εξεδίωξε το ζοφερόν σκότος του Άδου και ανέστησε τους νεκρούς από τους τάφους. Εξήλειψε το δάκρυον από κάθε πρόσωπον, όπως λέγει ό προφήτης, και άντ’ αυτού χάρισε την πραγματικός ατελείωτον χαράν εις κάθε άνθρωπον. Και αληθώς, το δώρημα της Αναστάσεως δεν είναι μόνον δια μερικούς ούτε το κατόρθωμα της επραγματοποιήθη προς χάριν κάποιων ολίγων. Διότι κατ’ αυτήν εκείνος ό όποιος πραγματοποίησε με ανθρώπινη σάρκα την ταφήν, μάλλον δε την Ανάστασιν, δεν ήτο άλλος από τον Θεόν ολοκλήρου της κτίσεως, ό όποιος ποτέ δεν χορηγεί χαρίσματα εις μερικούς μόνον ούτε υπάρχει εις Αυτόν καμία προσωποληψία. Αποδεικνύοντας λοιπόν τον εαυτόν του αληθή Θεόν των όλων, απλώνει την δωρεάν της σωτηρίας εις όλους τους ανθρώπους, ευσπλαχνιζόμενος την δική του εικόνα και ανακαινίζοντας την εξ ολοκλήρου· διότι κατ’ εικόνα Θεού έχει πλασθή κάθε άνθρωπος επί της γης.

Του Σταυρού ή επέτειος πρόβαλε και ποίος άνθρωπος να μην σταύρωση τον εαυτόν του; Διότι ό Σταυρός γνωρίζει ως απολύτως γνήσιον προσκυνητήν του, μόνον εκείνον ό όποιος σταύρωσε τον εαυτόν του ως προς τον κόσμον και απέδειξε έτσι εμπράκτως δια τον εαυτόν του, ότι είναι απροκαλύπτως γνήσιος φίλος του Σταυρού.

Αναστάσεως τα εγκαίνια και ποίος πιστός δεν θα ανακαινισθή, απορρίπτοντας κάθε νέκρωσιν την εκ των παθών και ενδυόμενος αφθαρσίαν ψυχής; Διότι αλλιώς ορίζεται ό θάνατος της ψυχής και αλλιώς γνωρίζεται ό θάνατος του περί αυτήν σώματος. Τον πρώτον τον κυοφορεί ή αμαρτία, όπως έγραψε ό αρχηγέτης και προεξάρχων αυτού του θρόνου, ό άδελφόθεος Ιάκωβος. Τον δε δεύτερον είναι νόμος της φύσεως να τον γεννά ή διάλυσις των στοιχείων τα όποια συνθέτουν την ουσία των όντων. Έκτος αυτού δε τον γεννά και ή αναχώρησις της αθανάτου ψυχής, κι ας μην είναι αυτό ορατό από τους Ιατρούς, των οποίων επάγγελμα είναι να θεραπεύουν μόνον τα σώματα• διότι άφ’ ότου ό άνθρωπος παρήκουσε την θείαν εντολή, αυτό ακριβώς του εδόθη ως επιτίμιο από τον Κτίστην του.

Ό Σταυρός υψώνεται και ποίος δεν θα ύψωθή μυστικώς από την γήν; Διότι όπου υπερυψούται ό Λυτρωτής, εκεί πέρα πηδά και παρίσταται και ό λυτρωθείς, ποθώντας να ευρίσκεται πάντοτε μαζί με τον Σωτήρα του και να τρυγά Εκείνου την άφθαρτον βοήθειαν.

Σήμερον προβάλλει ή Άνάστασις και με την εμφάνισίν της φαιδρύνει τα πάντα. Αύριον εμφανίζεται ό Σταυρός και παρέχει τα δώρα του εις τους προσκυνητάς του.

Σήμερον ή Άνάστασις έχει απλωθή και αύριον ό Σταυρός υπεράνω αυτής θα πετασθή. Αυτή στηλιτεύει την φθοράν, εκείνος τάς φάλαγγας των δαιμόνων. Αύτη αποτελεί άφ’ εαυτής μίαν διακήρυξιν, ότι αληθώς εθανατώθη ό θάνατος· εκείνος διαλαλεί εις πάντας ότι κατηργήθη κάθε κακουργία των δαιμόνων και απενεκρώθη κάθε μιαρά καί ψυχοφθόρος ενέργεια τους.

Καί, ω του θαύματος! Απορώ με τι λόγους να εκφράσω το μυστήριον! Διότι, ενώ παλαιά της Αναστάσεως είχε προηγηθή ό Σταυρός, τώρα ό Σταυρός έχει προπομπόν και πρόδρομον την ‘Ανάστασιν. τι θαυμαστή εναλλαγή! Βλέπω λοιπόν και εδώ εις αυτά τα δύο να εκπληρώνεται εμφανέστατα ό λόγος του Σωτήρος. Διότι, ιδού, οΐ έσχατοι έγιναν πρώτοι και αντιστρόφως οί πρώτοι ανεδείχθησαν έσχατοι. Καί ποίος άραγε θα μπορέση να εξήγηση την αιτία αυτών των εναλλαγών και μεταβολών; Όχι βεβαίως ότι έκαμαν κανένα αγώνα δρόμου και αυτή μεν δι` άλματος βγήκε μπροστά, ενώ εκείνος ως βραδύς έμεινε πίσω. Διατί λοιπόν ό θείος Σταυρός να μην αστράψη ανατέλλοντας πρώτος όπως και πριν και ή φωτοφόρος Άνάστασις να λάμψη τρεις ημέρας μετά από εκείνον;

Όσον άφορα το τι είχαν εις τον νουν τους οί πατέρες μας και έκαμαν αυτήν την εναλλαγήν, τίποτε δεν ημπορούμε να ειπούμε με απόλυτον βεβαιότητα. Υποθέτουμε όμως και στοχαζόμεθα, πώς ή αιτία αυτής της αμοιβαίας καθυστερήσεως και προπορεύσεως είναι ό κόσμος, ό όποιος καταφθάνει εδώ από τα πέρατα της γης χάριν της ζωηφόρου προσκυνήσεως αυτών των δύο. Ώστε να εορτάζουν αυτοί πρώτα την περιχαρή και λαμπρά εορτήν της Αναστάσεως και αμέσως μετά από αυτήν να βλέπουν την μακαρίαν Ύψωσιν του Σταυρού, ούτως ώστε φεύγοντας να έχουν ως καλόν και σωτήριον έφόδιον δια τον δρόμο τους την παντοδύναμον συνοδείαν του, ή οποία να τρέχη μαζί τους κατά τάς οδοιπορίας, να συμπλέη εις το πέλαγος, να τους διασώζη εις κάθε τόπον, να τους φυλάγη από όλες τις κακοτυχίες και να σας άποδεικνύη εμπράκτως, ότι ή πανίσχυρος δύναμις του Σταυρού έχει περιλάβει όλα τα πέρατα της οικουμένης, ότι γεμίζει τα πάντα δια της παρουσίας της και χωρίς κόπο παρευρίσκεται παντού, διασώζει τους πιστούς από τάς δυσκολίας καί, έφ’ όσον αυτοί ζουν ευσεβώς, τους μεταλαμπαδεύει την σωτηρίαν καί καταργεί τα σχέδια όλων των εχθρών.

Ίσως δε να ύπάρχη καί κάποιος άλλος λόγος κρυφός, τον όποιον γνώριζαν καί είχαν κατά νουν εκείνοι πού υπήρξαν παλαιά διδάσκαλοι αυτής εδώ της Εκκλησίας, τον όποιον τώρα εμείς οι ελάχιστοι δεν ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε ότι δεν τον γνωρίζουμε σαφώς. Είθε να δώση ό Θεός να γίνη και αυτός γνωστός, όπως και ακράδαντα πιστεύουμε ότι θα γίνη, μόνον και μόνον δια την ωφέλειαν την δικήν σας, που τόσο πιστοί είσθε και ευλαβείς.

τι έχουμε λοιπόν υψηλότερων από αυτάς τάς μακαριάς εορτάς; Ποιον από όλα όσα έχουμε είναι Ιερώτερον από αυτάς τάς Ιεράς πανηγύρεις; Πώς δεν θα χαρούμε και δεν θα σκιρτήσουμε επιτελώντας τούτων των δύο τάς εορτάς; Αναστάσεως ολόλαμπρος φωταψία και Σταυρού πυρσοφώτιστος προσκύνησις! Αυτά τα δύο είναι δι` ημάς τα τρόπαια ολοκλήρου της σωτηρίας μας. Αυτά μας λύτρωσαν από τον θάνατον και τα πάθη και την χειρίστην κακοποίησιν των δαιμόνων και μας ωδήγησαν πίσω εις τον Δεσπότην μας. Αυτά κατέλυσαν κάθε κατήφειαν και σκυθρωπότητα και ανέτειλαν εις ημάς την αυγή της χαράς. — Ή μήπως ή ζωοδότρια Άνάστασις δεν μας δωρίζει την εισοδον της αθανάτου ζωής; και ό Σταυρός πού υψούτε δεν γεννά μέσα μας την απολύτρωσιν των παθών; Διότι πράγματι, αυτά μας ανέδειξαν και πάλιν μετόχους της προς τον Θεόν οικειώσεως, χάριν της οποίας και ήλθαν εις τον κόσμον και ανέτειλαν εις όλους εμάς τους γηγενείς.

Γνωρίζοντας λοιπόν εμείς την μυστική δύναμίν των και πόσον αυτά μας ευηργέτησαν και ποίων αγαθών υπήρξαν πρόξενα, ας τα εορτάσουμε καλώς και ευσεβώς, όπως δηλαδή αυτά τα ίδια θέλουν να τιμώνται. «Όχι με ακολασίας και ασελγείας, όχι με έριδας και ζηλοτυπίας», όχι με άρπαγας και αδικίας και τα υπόλοιπα όλα, πού δεν θέλω τώρα να απαριθμήσω.

Διότι, αδελφοί μου γνησιότατοι και συγκληρονόμοι της ίδιας πίστεως και συμμέτοχοι της ιδίας πνευματικής γεννήσεως με εμάς, τολμώ να πω, πώς τα Ιερά μας σεβάσματα όχι μόνον δεν στρέφονται καν να δουν και δεν προσδέχονται όποιον θέλει να τα εορτάζη με εκείνα πού απηρίθμησα, αλλά και τον αποστρέφονται και τον βδελύττονται, διότι συμπεριφέρεται απρεπώς απέναντί τους και πράττει πράγματα εντελώς μισητά εις αυτά. Δια τούτο παρακαλώ και προτρέπω να μισούμε και να αποφεύγουμε εκείνα πού μισούν τα σεβάσματα μας και μόνο εκείνα να αγαπούμε και να πράττουμε, όσα είμαστε βέβαιοι πώς τους είναι ευάρεστα. Εκείνα δε τα έργα τα όποια είναι αρεστά και ευχάριστα, είναι όσα επαναφέρουν προς σωτηρίαν και οδηγούν προς την αιώνιων ζωήν εκείνον πού τα πράττει. Η μήπως όταν αυτά τα σεβάσματα μας εξέλαμψαν από τον Χριστόν εις τους ανθρώπους, δεν ακτινοβόλησαν εις ημάς ζωήν πού δεν τελειώνει και φως πού δεν δύει ποτέ;

Ας αλλάξουμε λοιπόν και εμείς την πολιτείαν μας, ας εκδυθούμε τον προηγούμενον τρόπον ζωής μας ως βλαβερό και ολέθριο και ας βαδίσουμε εις τον καλόν δρόμο μιας νέας ζωής. —”Η μήπως ή Άνάστασις δεν μας δωρίζει την κληρονομίαν της ζωής; και ό Σταυρός δεν σταύρωσε τον παλαιόν μας ανθρωπον μόνον εις τα λόγια, αλλά και οικειότατοι μύσται της. ‘Εφ’ όσον δε ασπαζόμεθα και τον Σταυρόν, διατί δεν συσταυρώνουμε και εμείς τα επίγεια μέλη μας, δηλαδή τα γήινα πάθη, ώστε να φωνάξουμε και εμείς μαζί με τον Παύλο: «Έχω σταυρωθή μαζί με τον Χριστόν. Δεν ζω δε πλέον εγώ, αλλά ζή μέσα μου ό Χριστός»; Αν λοιπόν εκείνοι με τους οποίους υπόσχεται να ζη ό Χριστός είναι όσοι σταύρωσαν τους εαυτούς τους ως προς τον κόσμον και νέκρωσαν τα επίγεια μέλη τους, όπως βοά και μαρτυρεί ό Παύλος, διατί και εμείς δεν πράττουμε τα ίδια και δεν νεκρώνουμε κάθε επίγειο μέλος μας, δηλαδή τα πάθη, τάς κακάς επιθυμίας και όσα αλλά συναριθμουνται εκεί, ώστε να ζήση μέσα μας ό Χριστός και να μας δωρίσει την ζωήν της αφθαρσίας;

Λοιπόν ας επιδιώκουμε να έχουμε ειρήνη με όλους και μαζί με αυτήν ας αποκτήσουμε και τον αγιασμό. Διότι χωρίς αυτά δεν θα μπορέση ποτέ να δή κανείς τον Κύριον, όπως πάλιν ό Παύλος μας διεβεβαίωσε1 Και δι` αυτόν τον λόγον ό Χριστός και ειρήνη αποκαλείται («διότι αυτός είναι», λέγει, «ή ειρήνη μας») και αγιασμός ονομάζεται. Ειρήνη μεν, διότι έφερε εις τον κόσμον ειρηνοποιό ομόνοια, αφού ένωσε τα ουράνια με τα επίγεια και εκ των δύο απειργάσθη μίαν και μόνην έκκλησίαν. Αγιασμός δε και απολύτρωσις (διότι κοντά εις τα προηγούμενα και με τούτο το όνομα κηρύττεται απολύτρωσις), καθ’ όσον έγινε ελευθερωτής ημών των αιχμάλωτων και όχι μόνον μας λύτρωσε από τους δαίμονας και τα πάθη, αλλά και ενεφύτευσε μέσα μας τον θεϊκό αγιασμό.

Όσα λοιπόν ηχούσατε από το στόμα μου, ας τα επιδιώκουμε με όλον μας τον ζήλο και την προαίρεσιν, ας τα κατακτούμε, ας τα αρπάζουμε και δι’ αυτών ας συναπτώμεθα μετά του Χριστού με την καλήν και μακάρια συνάφεια. Διότι εκείνον πού με τέτοια διάθεσιν έρχεται προς αυτόν δεν θα τον εκβάλη έξω από την αγαθότητα και μακαριότητα Του, όχι! Ας σπεύσουμε λοιπόν να αποκτήσουμε αυτήν εδώ την συμφωνία με Αυτόν, από την οποίαν τίποτε δεν υπάρχει προτιμότερον, και ας τρέξουμε να οικειωθούμε το να ζή ό Χριστός μέσα μας, του οποίου τίποτε δεν υπάρχει ανώτερο. Και έτσι, αφού αυτόν τον πλούτο αποκτήσουμε, να απολαύσουμε και την βασιλείαν των ουρανών και να βρούμε την αιώνιων ζωήν μέσα εις τον ίδιον τον Χριστόν, τον Θεόν και Σωτήρα μας, μετά του οποίου ας είναι δόξα εις τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν

Εἰς τήν ῞Υψωσιν τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ

Εἰς τήν ῞Υψωσιν τοῦ
Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ

Φιλοθέου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως

α´ ᾿Επειδή ἀπεκόπημεν ἀπό τήν πρώτη καί θεία καί μακαρία ζωή λόγῳ τῆς παραβάσεως τοῦ προπάτορος, καί μακρυνθέντες ἀπό τόν Θεόν, ἐγίναμε ἐξόριστοι τοῦ Παραδείσου, καί ξεπέσαμε εἰς μία πολύ ἁμαρτωλή ζωή, καί κατεκρίθημεν εἰς τό νά ἀποθάνωμε, καί κατατεμαχισθήκαμε σέ ἀναρίθμητες γνῶμες, καί πλάνες καί ἀσέβειες, ὡς δοῦλοι τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου μέ τίς φιληδονίες καί τά πάθη τῆς σαρκός, καί διά τοῦτο εἴχαμε ἀνάγκη νά σαρκωθῇ ὁ Θεός, ὁ ῾Οποῖος δέν ὑπέφερε τήν ζημία τοῦ πλάσματός Του, οὔτε ἤθελε νά τό ἀφήσῃ νά καταστραφῇ· προκειμένου ἀπό Αὐτόν πού ἐπλάσθημεν, ἀπό Αὐτόν καί νά ἀναπλασθῶμεν, δι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγον, ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Λόγος, ὁ ῾Οποῖος ἀπ᾿ αἰῶνος ὑπάρχει μαζί μέ τόν Πατέρα, ἄχρονος ὤν, εὐσπλαγχνισθείς τήν φύσιν μας, ἡ ὁποία ἐγλίστρησε καί ἀπεμακρύνθη ἀπό τό καλό, καί ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας ἔφθασε εἰς τά βάθη τοῦ ᾅδου· εὐδόκησε καί ἠθέλησε νά γίνῃ ἄνθρωπος σέ μία ὡρισμένη στιγμή, καί νά εἰσέλθῃ μέσα εἰς τόν χρόνον, καί νά γίνῃ ὅμοιος κατά πάντα μέ ἡμᾶς, πλήν τῆς ἁμαρτίας. Διά τοῦτο ὁ ᾿Αχώρητος χωρεῖται μέσα σέ Παρθενικά σπλάγχνα, καί περιγράφεται κατά τήν σάρκα ὁ ᾿Απερίγραπτος, καί διά τῆς κοινωνίας αὐτῆς θεώνει τό πρόσλημμα, καί γίνεται ἀληθινός καί τέλειος ἄνθρωπος, Αὐτός πού πάντοτε ἦτο τέλειος Θεός.

β´ ᾿Αφοῦ λοιπόν συνανεστράφη καί ἔζησε μέσα εἰς τόν κόσμον, ἔδωσε ἐντολάς δικαιοσύνης καί ἀρετῆς, καί ἔδειξε τήν ἐπίγνωσι τῆς ἀληθείας, ἐδίδαξε τά ὠφέλιμα καί σωτηριώδη, ἔκαμε θαύματα ὑπερφυσικά, μεγάλα καί θαυμαστά. ῞Υστερα παραδίδεται ἑκουσίως εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καί ἀδίκων, καί κατακρίνεται, καί καταδικάζεται, καί πάσχει, καί ὑπομένει τά φρικτά Πάθη, φέροντας ᾿Εκεῖνος ἀντί γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς, τήν σωτήριον τιμωρίαν, καί ὀδύνην, καί κάκωσιν σύμφωνα μέ ἐκεῖνο πού ἔχει γραφῇ· «Οὗτος τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται· Αὐτός τάς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε καί τάς νόσους ἐβάστασεν».

Καταδέχεται ὁ Κύριος τῆς δόξης καί πτυσίματα καί κτυπήματα εἰς τό πρόσωπον, κολαφίσματα, καί ὕβρεις, καί γέλωτα, τόν κόκκινον μανδύαν καί τόν ἀκάνθινον στέφανον, κάλαμον καί σπόγγον καί χολήν μέ ξύδι, τούς ἥλους καί τήν λόγχην, καί μαζί μέ ὅλα αὐτά τόν Σταυρόν καί τόν θάνατον· ἔτσι ἀφ᾿ ἑνός μέν, καταργεῖ διά τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ θανάτου Του τήν καταδίκη καί τήν ἀπόφασι τῆς παλαιᾶς κατάρας, μέ τό νά γίνῃ κατάρα γιά χάρι μας, καθώς ἔχει γραφῇ· «᾿Επικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπί ξύλου»· ἀφ᾿ ἑτέρου δέ, διά τῆς ταφῆς καί τῆς ἀναστάσεως μᾶς ἐξάγει ἀπό τό σκοτάδι τῆς πικρᾶς καταδίκης, μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τά ἄλυτα δεσμά τοῦ τυράννου διαβόλου, καί χαρίζει κάθε ἐλευθερία. Διότι ὁ Κύριος ἀνίσταται τήν τρίτην ἡμέραν, καί ἀναβαίνει εἰς τούς Οὐρανούς μεσιτεύων καί προσευχόμενος γιά μᾶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί Πατρός· καί πρόκειται πάλιν νά ἔλθῃ μέ δόξα, διά νά κρίνῃ ὅλην τήν γῆν, καί νά ἀποδώσῃ εἰς τόν καθ᾿ ἕνα κατά τά ἔργα αὐτοῦ.

γ´ ῎Ετσι ἐπρονόησε γιά μᾶς ὁ Θεός, καί ἔτσι ἐφρόντισε νά μᾶς βγάλῃ ἀπό τήν τυραννία καί τήν ἀπάτη τοῦ διαβόλου. ῎Ετσι ηὐδόκησε νά γίνῃ ἄνθρωπος ὑπέρ ἡμῶν, καί μᾶς ἔδωσε ὡς φάρμακα πρός θεραπείαν τῆς ἀσθενείας μας τά θεῖά Του Πάθη. Καί μέ αὐτά ἀνεπλάσθημεν, καί ἀξιωθήκαμε τῆς αἰωνίου ζωῆς, καί ἐγίναμε μέτοχοι θείων Μυστηρίων, καί ἀπολαμβάνομε τά Χαρίσματα καί τάς Δωρεάς τοῦ Πνεύματος. Κατά τόν θεῖον ᾿Απόστολον· «Χριστός ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ Νόμου, γενόμενος ὑπέρ ἡμῶν κατάρα». ῎Εγινε κατάρα γιά μᾶς ὁ Χριστός, ἐπειδή θυσίασε τόν ἑαυτόν Του ὑπέρ ἡμῶν, μέ τό νά ἀποθάνῃ μέ τήν θέλησίν Του τόν ἐπονείδιστον καί ἀδοξότατον θάνατον. Μᾶς ἐξηγόρασε ἀπό τήν κατάρα, διότι προσέφερε τό θεῖον καί ῞Αγιον Αἷμά Του καί μᾶς ἐλύτρωσε ἀπό τήν δουλεία τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου, καθώς καί ἀπό τήν καταδίκη καί τήν φθορά τοῦ ᾅδου. ῎Εγινε κατάρα ὁ Χριστός, ἐπειδή ἀπέθανε τόν θάνατον τῶν ἐπικαταράτων καί κακούργων. ᾿Επειδή δέ, «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι Αὐτοῦ», διά τοῦτο μετέβαλε τήν κατάρα εἰς εὐλογίαν, καί βέβαια, ἀπεμάκρυνε καί συνέτριψε τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καί μᾶς ἐχάρισε ὁδόν σωτηρίας. Διότι ἦλθε ὁ Κύριος διά νά βαστάσῃ καί νά ἐξαλείψῃ τήν ἐναντίον μας κατάραν. Δι᾿ αὐτό καί ἐδέχθη τόν σταυρικόν θάνατον. Διότι πῶς ἠμποροῦσε διαφορετικά νά γίνῃ κατάρα, παρά μέ τό νά δεχθῇ τόν σταυρικόν θάνατον, τόν ὁποῖον ἐδοκίμαζον οἱ ἐπικατάρατοι; Πῶς ἐπίσης θά μᾶς προσκαλοῦσε εἰς τήν ὁδόν τῆς σωτηρίας, ἐάν δέν ἐσταυρώνετο; Διότι μόνον ἐπάνω σέ σταυρό ἀποθνήσκει κανείς ἔχοντας ἐκτεταμένα τά χέρια του. ῞Απλωσε λοιπόν τάς παλάμας ὁ Κύριος διά νά ἑλκύσῃ ὅλους κοντά Του καί νά τούς ἑνώσῃ μέ μίαν μυστικήν καί θείαν κοινωνίαν μεθ᾿ ἑαυτοῦ, καθώς Αὐτός εἶπεν· «῞Οταν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρός ἐμαυτόν».

δ´ Διότι ὁ διάβολος πεσών ἀπό τόν Οὐρανόν μαζί μέ τούς συναποστάτας του πονηρούς δαίμονες, περιπλανᾶται τριγύρω εἰς τόν ἀέρα, καί προσπαθεῖ νά ἐμποδίσῃ αὐτούς πού ἀνέρχονται εἰς τόν Οὐρανόν. ῏Ηλθε λοιπόν ὁ Κύριος, διά νά συντρίψῃ τόν διάβολον, καί τόν ἀέρα νά καθαρίσῃ, καί νά ἀνοίξῃ γιά μᾶς δρόμο πρός τόν Οὐρανόν διά τῆς σαρκός Του, καί νά δείξῃ ὅτι Αὐτός εἶναι πού συνέχει καί διακρατεῖ τά πάντα. ᾿Επειδή λοιπόν ὁ θάνατός Του ἁγιάζει τά σύμπαντα, διά τοῦτο εὐλόγως ἐδέχθη νά ὑποστῇ τόν ἀτιμότατον σταυρικόν θάνατον.

Τοῦτο τό σχῆμα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐγκωμίασε καί ὁ θεῖος Δαυίδ λέγων· «Ποῦ πορευθῶ ἀπό τοῦ πνεύματός Σου, καί ἀπό τοῦ προσώπου Σου ποῦ φύγω; ᾿Εάν ἀναβῶ εἰς τόν οὐρανόν», τοῦτο φανερώνει τό ὕψος, «ἐάν καταβῶ εἰς τόν ᾅδην», τοῦτο φανερώνει τό βάθος, «ἐάν ἀναλάβοιμι τάς πτέρυγάς μου κατ’ ὄρθρον», τό ὁποῖον εἶναι ἡ ἀνατολή τοῦ ἡλίου· τοῦτο φανερώνει τό πλάτος, «καί κατασκηνώσω εἰς τά ἔσχατα τῆς θαλάσσης», τάς δυσμάς ὀνομάζει ἔτσι· τοῦτο φανερώνει τό μῆκος.

ε´ Καί ὁ θεῖος Παῦλος τοῦτο τό σχῆμα ὑπονοοῦσε γράφων πρός ᾿Εφεσίους· «῞Ινα ἐξισχύσητε», λέγει, «καταλαβέσθαι σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις, τί τό μῆκος, καί πλάτος, καί βάθος, καί ὕψος»· ἐννοῶντας διά μέν τοῦ ὕψους τά ἐπουράνια, διά δέ τοῦ βάθους τά ὑπόγεια τοῦ ᾅδου, διά δέ τοῦ πλάτους καί μήκους τά ἑκατέρωθεν ἄκρα, τά ὁποῖα κατέχονται ἀπό τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βαστάζει καί διακρατεῖ τά πάντα. Διά τοῦτο ἔλεγε ὁ Κύριος, ὅτι· «Δεῖ τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου σταυρωθῆναι», δηλαδή, δέν μπορεῖ διαφορετικά νά γίνῃ τό Πάθος, παρά μόνο διά τοῦ Σταυροῦ· καί ἐνῶ ὑπῆρχαν πολλά ἄλλα μέσα θανατικῆς καταδίκης, διά τῶν ὁποίων θά μποροῦσε ὁ Κύριος νά πληρώσῃ τήν οἰκονομίαν τοῦ θανάτου ὑπέρ ἡμῶν, ἀπό ὅλα τά ἄλλα εἴδη, προετιμήθη ὁ σταυρικός θάνατος, ὡς ἀναγκαῖος καί ἀπαραίτητος.
῎Ετσι τώρα ὅπου καί νά χαραχθῇ ὁ Σταυρός, εὐλογεῖ, ἁγιάζει, φωτίζει, καί δίδει ὅλα τά σωτήρια. Τοῦτον λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἔχοντας ἀκατανίκητον ὅπλον, ἄς μή τρέμωμε, καί ἄς μή φοβούμεθα τούς ἐχθρούς· διότι αὐτοί τρέμουν τόν θεῖον Σταυρόν, καί φοβοῦνται, καί φεύγουν, ἐπειδή δέν μποροῦν, οὔτε γιά λίγο, νά ἀντικρύσουν τό σημεῖο του. Δι᾿ αὐτόν τόν λόγον, ὅλα μας τά ἔργα ἄς τά ἐπιτελοῦμε καί τελειώνουμε μέ τό σημεῖον τοῦ θείου Σταυροῦ. Διά τοῦτο ὑψώνοντες καί προσκυνοῦντες αὐτόν, μεγαλύνομε καί δοξάζομε τόν Χριστόν, ὁ ῾Οποῖος ἐσταυρώθη ἐπ᾿ αὐτοῦ. Διότι ἐκεῖνος πού ἐγκωμιάζει τόν Σταυρόν, τιμᾷ καί δοξάζει καί προσκυνεῖ τόν Σταυρωθέντα Χριστόν. Διότι διά τοῦ Σταυροῦ ὁ τύραννος διάβολος ᾐχμαλωτίσθη· διά Σταυροῦ ὁ θάνατος ἐνικήθη καί ἐξηφανίσθη, καί ὁ ᾅδης ἀπεγυμνώθη. ῎Επρεπε δηλαδή, μέ ἐκεῖνα πού μᾶς ἐνίκησε ὁ διάβολος, μέ ἐκεῖνα πάλιν νά ὑπερισχύσῃ καί νά ἐπικρατήσῃ ὁ Χριστός.

στ´ Τά αἴτια, δηλαδή, τῆς καταδίκης καί τῆς φθορᾶς μας ἦσαν ἡ γυναῖκα, τό ξύλον καί ὁ θάνατος. Διότι ἡ Εὔα ἐξηπατήθη ἀπό τόν ὄφιν διάβολον. Τό ξύλον ἦτο τό δένδρον ἐκεῖνο ἀπό τό ὁποῖον καί ἡ Εὔα καί ὁ ᾿Αδάμ ἔφαγον παρανόμως. ῾Ο θάνατος δέ, ἦτο ἡ τιμωρία τῆς παρανόμου αὐτῆς γεύσεως. ᾿Αλλ᾿ ὅμως, νά ὅτι πάλι Παρθένος καί Ξύλον καί Θάνατος! Καί ἐκεῖνα πού ἦσαν τότε αἴτια τῆς κατακρίσεως καί τῆς καταδίκης μας, τώρα ἔχουν γίνει πρόξενα τῆς νίκης καί τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας μας. ᾿Αντί τῆς Εὔας ἡ ὑπερευλογημένη καί ᾿Αειπάρθενος Μαριάμ· ἀντί τοῦ ξύλου πού ἦτο εἰς τόν Παράδεισον, τό Ξύλον τοῦ Σταυροῦ· ἀντί τοῦ θανάτου τοῦ ᾿Αδάμ, ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ. Διότι μέ ἐκεῖνα πού ἐνίκησεν ὁ διάβολος, μέ αὐτά πάλι κατηργήθη καί συνετρίβη. Διά τοῦ δένδρου ἐκείνου ὁ ἐχθρός ἐνίκησε τόν ᾿Αδάμ· διά τοῦ Σταυροῦ συνέτριψε τόν ἐχθρόν ὁ Χριστός. Καί ἐκεῖνο μέν τό ξύλον τοῦ Παραδείσου ἔγινε αἰτία θανάτου καί μᾶς ὡδήγησε εἰς τόν ᾅδην· τό Ξύλον ὅμως τοῦ Σταυροῦ καί αὐτούς πού εὑρίσκοντο εἰς τόν ᾅδην τούς ἠλευθέρωσε. Τό ξύλον τοῦ Παραδείσου ἔκαμε τόν ᾿Αδάμ αἰχμάλωτον καί γυμνόν, καί τόν ἠνάγκασε νά κρυβῇ· τό Ξύλον ὅμως τοῦ Σταυροῦ ἔδειξε ἀπό ψηλά πρός ὅλους τόν νικητήν Χριστόν ἐπάνω εἰς τό Ξύλον τοῦ Σταυροῦ, ἐνίκησε τελείως, ὡσάν ἄλλος γενναῖος ἀθλητής, τάς ἐχθρικάς δυνάμεις τοῦ Πονηροῦ. Καί ὁ μέν θάνατος τοῦ ᾿Αδάμ, καί τούς ἀπογόνους του κατεδίκασε, κατέκρινε καί ἐθανάτωσε· ἐνῶ ἀντιθέτως, ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ, καί τούς πρίν ἀπό Αὐτόν πεσόντας καί θανατωθέντας ἀνέστησε, καί ἐζωοποίησε, καί εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους ἐχάρισε τήν ὁδόν τῆς σωτηρίας.

ζ´ «Χριστός ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου γενόμενος ὑπέρ ἡμῶν κατάρα». ῎Ας προσέχωμε τούς ἑαυτούς μας, ἀγαπητοί, μήπως πάλι πέσωμεν ὑπό κατάραν, μέ τό νά ἀμελήσωμε τόν φόβον τοῦ Θεοῦ καί τάς σωτηρίους ἐντολάς τοῦ Χριστοῦ. Μᾶς ἔλουσε ὁ Χριστός μέσα εἰς τό ῞Αγιον Βάπτισμα «διά λουτροῦ παλιγγενεσίας καί ἀνακαινώσεως Πνεύματος ῾Αγίου»· ἄς μήν ἐπιστρέψωμε πάλιν «ἐπί τόν ἴδιον ἔμετον».

Μᾶς ἔκαμε ὁ Χριστός συμμόρφους καί συσσώμους μέ τόν ἑαυτόν Του· μή λοιπόν κάνωμε «τά μέλη τοῦ Χριστοῦ μέλη πόρνης», καταμολύνοντες τό σῶμα, καί ἀμαυροῦντες τήν βασιλικήν εἰκόνα. Μᾶς ἁγίασε ὁ Χριστός, καί μᾶς ἐκαθάρισε ἀπό τίς ἁμαρτίες μας διά τοῦ τιμίου καί ἀχράντου Αἵματός Του, ὥστε νά «μή ἔχωμε κανένα σπῖλο ἤ ῥυτίδα», οὔτε κάτι ἀπό ἐκεῖνα πού δημιουργοῦν ἀσχήμιαν ἤ ἀποκρουστικότητα. ῎Ας μή ἐγκαταλείψωμε τήν ἀρετή, διά νά ὑπάγωμεν εἰς τήν ἁμαρτίαν, μήτε νά ἀγαπήσωμε τήν δυσωδία τῶν παθῶν, καί τήν ἀκαθαρσία τοῦ ῥύπου τῶν ἡδονῶν πού προέρχεται ἀπό αὐτά. Μᾶς ἐγέμισε ὁ Χριστός ἀπό φῶς λαμπρότατο καί καθαρό· ἄς μή προτιμήσωμε πάλι τό ζοφερό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. Μᾶς ἔκαμε ὁ Θεός συμπολίτας μέ τούς ἁγίους ᾿Αγγέλους, καί μᾶς ἀξίωσε νά γίνωμε συγκληρονόμοι τῶν αἰωνίων Του ἀγαθῶν· ἄς μή διαλέξωμε πάλι τήν ἀδοξίαν, τήν φθοράν καί τήν καταδίκην, ἀλλά ἄς παραμείνωμε σταθεροί εἰς τήν πνευματικήν ἐλευθερίαν πού μᾶς ἐξησφάλισε ὁ Χριστός, ἁγιαζόμενοι ἐν τῇ δόξῃ Αὐτοῦ· καί ἄς πολιτευώμεθα, ἀδελφοί μου, μέ κάθε νῆψι καί προσοχή, ὥστε νά μείνωμε σταθεροί εἰς τήν πίστιν καί τήν σωτηρίαν πού μᾶς ἐκάλεσε ὁ Θεός, καί διά τῆς ὁποίας δικαιούμεθα καί σωζόμεθα. Διότι ἐάν δέν μείνωμεν ἔτσι σταθεροί, ἀλλά γυρίσωμεν εἰς τά ὀπίσω, θά τιμωρηθοῦμε αὐστηρά, ὅταν ἔλθῃ ὁ Κύριος διά νά κρίνῃ τήν γῆν. Διά νά μή γίνῃ λοιπόν αὐτό, ἄς ζήσωμε μέ εὐλάβεια καί μετάνοια, ὅπως ἀρέσει εἰς τόν Θεόν, ἀγωνιζόμενοι νά ἀποκτήσωμε τήν καθαρότητα τοῦ βίου, τάς ἀρετάς τῶν δακρύων καί τῆς κατανύξεως, ὑποτάσσοντες καί δουλαγωγοῦντες τό σῶμα, ζωογονοῦντες καί διατρέφοντες τήν ψυχήν, μέ Πνευματικά λόγια καί ἔργα, ἐργαζόμενοι τά ἔργα τοῦ Θεοῦ χωρίς ῥαθυμίαν, καί χωρίς νυσταγμόν καί ἀμέλειαν.
η´ ᾿Εάν δέ ῥαθυμήσωμε καί ἀμελήσωμε, ἐπειδή ἡ φύσις μας εἶναι ἀσθενής καί εὔκολα γλιστρᾷ, πάλιν ἄς μετανοῶμεν, ἄς μεταμελώμεθα καί ἄς ἐξομολογούμεθα τά ἁμαρτήματά μας. ῎Ας συντρίβωμε τάς καρδίας μας μέ μετάνοια καί νῆψι, καί ἔτσι ἄς ἐπανερχώμεθα εἰς τήν προηγουμένην καλήν κατάστασίν μας.

῎Ας φυλάττωμε τήν καλήν «παρακαταθήκην», καί τόν σεβασμό πρός τόν νέον βασιλέα μας, «τόν χριστόν Κυρίου», ὁ ὁποῖος ἔχει τήν βασιλείαν ἐκ πατρός καί πάππου καί προπάππου. ῎Ας ὑποτασσώμεθα εἰς τήν δικαίαν καί νόμιμον ἐξουσίαν του σέ ὅλα. ῎Ετσι ἀγαπῶντες καί διακονοῦντες αὐτόν, θά ζήσωμε μέ εὐσέβειαν, θά ἀναδειχθῶμεν καθαροί ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, καί θά ἀκούσωμε τόν Θεόν νά μᾶς λέγῃ· ᾿Εγώ «ὕψωσα τόν δοῦλόν μου» τόν βασιλέα, διά τῆς ᾿Εκκλησίας μου· «ἐν ἐλέει ἁγίῳ μου ἔχρισα αὐτόν· ἡ γάρ χείρ μου συναντιλήψεται αὐτῷ καί ὁ βραχίων μου κατισχύσει αὐτόν· οὐκ ὠφελήσει ἐχθρός ἐν αὐτῷ, καί υἱός ἀνομίας οὐ προσθήσει τοῦ κακῶσαι αὐτόν. Καί συγκόψω ἀπό προσώπου αὐτοῦ τούς ἐχθρούς αὐτοῦ καί τούς μισοῦντας αὐτόν τροπώσομαι. Καί ἡ ἀλήθειά μου καί τό ἔλεός μου μετ᾿ αὐτοῦ, καί ἐν τῷ ὀνόματί μου ὑψωθήσεται τό κέρας αὐτοῦ. Καί θήσομαι ἐν θαλάσσῃ χεῖρα αὐτοῦ καί ἐν ποταμοῖς δεξιάν αὐτοῦ». ᾿Εγώ εἶμαι ὁ Πατέρας σας, ἐγώ ἡ ῥίζα, ἐγώ τό θεμέλιον, ἐγώ ὁ τροφεύς, ἐγώ τό σπίτι, ἐγώ τό ἱμάτιον, κάθε τι πού θελήσετε, ἐγώ εἶμαι γιά σᾶς. Τίποτε δέν θά ἔχετε ἀνάγκη, ἀρκεῖ νά εὑρίσκεσθε κοντά μου διά τῆς ἀρετῆς. Σεῖς εἶσθε δι᾿ ἐμέ ὅλα· καί φίλοι, καί μέλη, καί συγκληρονόμοι, ἀρκεῖ μόνον νά πορεύεσθε, κατά τά προστάγματά μου καί νά φυλάσσετε τάς ἐντολάς μου, μέ τό νά ποιῆτε αὐτάς· παραλλήλως δέ, νά δείχνετε κάθε φροντίδα καί προστασίαν καί εὐσπλαχνίαν πρός τούς πτωχούς τοῦ λαοῦ μου.

θ´ Εἰς τάς κρίσεις σας μή κάμετε καμμία ἀδικία, οὔτε νά διαστρέψετε καί νά καταπατήσετε τό δίκαιον τοῦ πτωχοῦ. Νά μή σᾶς ἐπηρεάζῃ καμμία προσωποληψία ἀρχόντων, οὔτε νά ἔχετε σχέσεις μέ δωροδοκίας. ᾿Εξ ἴσου νά κρίνεται καί τούς ταπεινούς καί ἀσήμους, καί τούς ἀξιωματούχους καί ἐπισήμους καί νά ἀποσπάσετε τόν ἀθῷον ἀπό τά χέρια ἐκείνου πού τόν ἀδικεῖ. Μή θέλετε νά ἀκούετε λόγους πονηρούς καί ματαίους. Διότι ὑπάρχουν μερικοί πού δέν ἔχουν καλή συμπεριφορά, καί μή ἔχοντες προσωπικάς ἀρετάς, διά τῶν ὁποίων θά μποροῦσαν νά ἐκτιμηθοῦν, διαμορφώνουν τόν ἑαυτό τους παρασυρόμενοι ἀπό τήν κακίαν τοῦ περιβάλλοντος.

Μή στηρίζετε τάς ἐλπίδας σας εἰς τόν πλοῦτον καί εἰς τήν ἀδικίαν. Μή φλογίζεσθε ἀπό τόν πόθον διά πλούτη, πού προέρχονται ἀπό ἁρπαγάς. Κάμετε κρίσεις δικαίας, διά νά σκεπασθῆτε κατά τήν φοβεράν ἡμέραν τῆς Κρίσεώς μου. Καμμία χήραν καί κανένα ὀρφανόν νά μή ἀδικήσετε. ᾿Εάν ἀδικήσετε αὐτούς καί κράξουν πρός ἐμέ ἐναντίον σας, ἐγώ θά ἀκούσω τήν φωνήν των καί θά ὀργισθῶ καί θά ἐπιτρέψω νά φονευθῆτε ἐν στόματι μαχαίρας καί ἔτσι αἱ γυναῖκες σας θά γίνουν χῆραι καί τά παιδιά σας ὀρφανά, ὡσάν ἐκεῖνα πού ἐσεῖς ἠδικήσατε.

῎Ας φοβηθῶμεν καί ἄς φρίξωμεν, ἀδελφοί μου, ἀκούοντες αὐτά, καί ὅσοι εὑρίσκεσθε μέσα εἰς τήν κακίαν, τήν ἀδικίαν, τήν ἁρπαγήν, τήν πλεονεξία καί τήν ἀπιστίαν, ἐπιστρέψατε καί μετανοήσατε. ῞Οσοι δέ στέκεσθε εἰς τήν ἀρετήν, τήν δικαιοσύνην, τήν ἀλήθειαν καί τήν πίστιν, μή ῥαθυμήσετε, οὔτε νά ὑποχωρήσετε· ὥστε καί ὁ Σταυρός ὁ Τίμιος, ὁ ἄξιος προσκυνήσεως καί σεβασμοῦ, ἡ ἰσχύς τῆς οἰκουμένης, τό στερεό φρούριον τῆς Χριστιανικῆς ᾿Εκκλησίας, τό ἀνίκητον ὅπλον τῶν ᾿Ορθοδόξων βασιλέων, τό ἄθραυστο ὀχύρωμα, νά μᾶς ἐνδυναμώσῃ μέ τήν ἀήττητον δύναμίν του, καί νά μᾶς καταξιώσῃ νά διέλθωμε τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς μας μέ ἁγιασμόν καί θεάρεστον πολιτείαν· καθώς ἐπίσης νά ἀναδείξῃ τούς ᾿Ορθοδόξους καί ἁγίους βασιλεῖς μας νικητάς κατά τῶν ἐχθρῶν πού μᾶς πολεμοῦν, μᾶς ἀδικοῦν καί μᾶς μισοῦν· καί ἔτσι νά λάβωμε κάποια παρηγορία, εἰρήνη καί γαλήνη, ὅπως ἐλπίζομε καί προσευχόμεθα, κατά τόν παρόντα βίον. Εἰς δέ τόν μέλλοντα αἰώνα νά ἀπολαύσωμε τήν ἄφατον χαράν καί ἀγαλλίασιν τῶν δικαίων· αὐτῆς εἴθε νά ἀξιωθῶμεν ὅλοι διά τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ῟ῼ πρέπει δόξα καί κράτος σύν τῷ ἀνάρχῳ Αὐτοῦ Πατρί καί Ζωοποιͺῷ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί, καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ᾿Αμήν.